Είχαν ληστέψει μια φορά πάλι οι Τούρκοι Ιερά Σκεύη της Εκκλησίας. Οι Φαρασιώτες ανησυχούσαν και προσπαθούσαν να βρουν τους κλέφτες. Ο Χατζεφέντης (Άγιος Αρσένιος) όμως ατάραχος τους λέγει: «Μην ανησυχείτε, θα δείτε τον Αϊ-Γιώργη να τα φέρνει ξωπίσω».
Όταν οι ληστές έφθασαν στο Καζάν-Ταγή, ενώ ήταν μέρα και ο ουρανός καθαρός, έπεσε απότομα μια παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, που ήταν αδύνατο να προχωρήσουν, ούτε καν τον ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν να περάσουν, που είχαν μπροστά τους. Κατάλαβαν τότε οι ληστές ότι ήταν από το Θεό αυτό το παράξενο φαινόμενο, και γύρισαν προς τα Φάρασα, για να επιστρέψουν τα Ιερά Σκεύη.
Όταν όμως προχώρησαν λίγο τον δρόμο προς τα Φάρασα και η μαυρίλα είχε φύγει, το θεώρησαν για τυχαίο γεγονός και γύρισαν ξανά με τα φορτωμένα ζώα για το χωριό τους. Με το γύρισμα όμως για το χωριό τους ένιωσαν κάποιον να τους δέρνει αοράτως και να τους φέρνει έτσι καταπόδι μέχρι τα Φάρασα.
Έφθασαν με τα κλεμμένα Ιερά Σκεύη στα Φάρασα και φώναζαν τους Φαρασιώτες οι κλέφτες να τα ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αυτοί με τα χέρια τους προστάτευαν τα κεφάλια τους από τις ξυλιές που ένιωθαν αόρατως να τρώνε.