Σελίδες

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

θαυμαστή επέμβαση του αγίου Δαβίδ του εν Ευβοία, σε πιλότο


Τι λέγαμε;
Ας ξαναπιάσω τον ειρμό (έχω και μια ηλικία- με τις διακοπές παθαίνω μπλακάουτ- με νιώθεις…)
………………………………………
Λέγαμε, λοιπόν, ότι όταν ανεβαίνει στο πρώτο Mιράζ 2000, ο εκπαιδευόμενος -όπως ήταν ο Παναγιώτης- τον ακολουθεί και δεύτερο Μιράζ 2000, στο οποίο επιβαίνει ο εκπαιδευτής- η παλιά καραβάνα ντε!- ο ιεραρχικά ανώτερος και αρχαιότερος.
…………………………………………………………..
Εκείνη τη μέρα, ο νεαρός που συχνά πετούσε στα σύννεφα, ένιωθε τη γη να τον έλκει.
-Όοοχι! Δεν έπαθε vertigo, περιστέρι μου!
Απλώς τον “έλκυε η γη”, πέταγε δηλαδή, ασυναίσθητα, σχεδόν όλο και χαμηλότερα.
Βρισκόταν πάνω από το νησί της Εύβοιας, εκείνη την ώρα, όταν, ξαφνικά, ακούει αγωνιώδη τη φωνή του εκπαιδευτή, στην ενδοσυνεννόηση :
-Ανέβα!


Ενστικτωδώς και εν ριπή οφθαλμού, ανυψώνει ο σκάφος ενώ σχεδόν την ίδια στιγμή, τραντάζεται το πιλοτήριο από δυνατό κρότο περίεργο…
« Πουλιά θα χτύπησαν στα φτερά» σκέφτηκε αγχωμένα, συνέχισε, όμως, δίχως απρόοπτο και σε λίγα λεπτά, προσγειώθηκε ομαλά, στον αεροδιάδρομο της Τανάγρας.


Πες μου τώρα ευλαβικέ -ή και ανευλαβικέ, περαστικέ αναγνώστη αυτής της σελίδας- τι είδε βγαίνοντας, ο Παναγιώτης Καπετανόπουλος και… (κατά την προσφιλή μου έκφραση), τού πετάχτηκαν από την έκπληξη έξω τα μάτια- ακριβώς όπως είχαν πεταχτεί ολωνών έξω τα μάτια (και του όπισθεν ερχόμενου εκπαιδευτή του, που τον συνόδευε εκείνη τη μέρα με το δεύτερο σκάφος) -όλων αυτών που παρατηρούσαν με το στόμα ορθάνοιχτο- το σκηνικό της προσγείωσης;
-Τι είδε, μωρή Σαλογραία, για λέγε!
-Είδε, αδερφέ μου, από κάτω στην κοιλιά του αεροσκάφους( αν είναι δυνατόν Παναγία μου…) να έχει σφηνωθεί και να σέρνεται ένα δέντροοοο τεράστιο!
-Το φαντάζεσαι;
-Θέλεις να με τρελάνεις;
Τι είχε συμβεί;για εξήγα, να καταλάβω- ο άσχετος!
-Πετούσε, πουλάκι μου, πάνω απ’ την Εύβοια ο χαρούμενος ίκαρος, και ενώ φαινόταν ότι ήσαν όλα “under control” -που γρυλίζουν οι πρωταγωνιστές και στα έργα- ξαφνικά ( τη στιγμή που του φώναξε “ανέβα”ο εκπαιδευτής) το μαχητικό, ξερρίζωσε κοτζαμάν δέντρο ολόκληρο από κάποια ραχούλα και το έσουρε, εναέρια- θε μου, θε μου- απ’ την Εύβοια, μέχρι Τανάγρα!
-Και δεν έγινε πίτα-όπως θα έπρεπε- ο λεβέντης! (αχ! πάλι οι προσευχές της φουκαριάρας της μάνας του!)
Και έφτασε στη βάση, ολοζώντανος, κουβαλώντας το καταπράσινο δέντρο, ως τεκμήριο αδιάσειστο, της θείας βοήθειας!
-Εντάξει, τρελοτάτη μου, με όλο το σεβασμό, και εμάς εχτύπησε η κρίση κατακούτελα, αλλά τέτοιες κουζουλάδες, δε γράφουμε!


Προσωπικώς, πιλότος δεν είμαι, μόνο πατίνι οδηγάω, κι αυτά τα θεοσκοτωμένα που αναφέρεις, δεν τα πιστεύω.
-Χα! “Σιγά μην κλάψω!” που τραγουδάει κι ο Γιαννάκης.
Αν θες, τρέχα και ρώτησε!
“Ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα” και “έκαστος, ό,τι προαιρείται τη καρδία, μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός”
-Άσχετον!
Και προχωράμε…
……………………………………………….


Μόλις προσγειώθηκε, το Μιράζ σέρνοντας το δέντρο ολόκληρο, και βγήκε, ανυποψίαστος ο ιπτάμενος, άρχισαν καταθορυβημένοι οι ανώτεροι την ανάκριση: χαρτιά, πρακτικά, “τι έγινε, πώς έγινε, γιατί έγινε” γνωρίζεις – σε αρχεία όλα τούτα, υπάρχουν- ξέχωρα απ’τους αυτόπτες και αυτήκοους κατάπληκτους μάρτυρες.


Ο Παναγιώτης ο ίδιος, αυτοπροσώπως, είχε πάθει το σοκ των αετών των δικέφαλων.
-Υπάρχει τέτοιο ψυχιατρικό σύνδρομο, μωρή Σαλογραία;
-Δεν υπάρχει!
Το κατασκευάζω εδώ και τώρα για τις ανάγκες της ιστορίας!
Συνήθως μιλάμε για σοκ της αρκούδας, όμως αρκούδες στους αιθέρες δε βρίσκονται.
Επομένως;
-Επομένως …
-Δεν περιγράφεται.
-Ναι.
Δεν περιγράφεται.
Ξέρει μονάχα όποιος το έζησε.
Ουδείς έτερος.


Περπάταγε, λοιπόν, ο εκπαιδευόμενος στη μονάδα, σαν αποσβολωμένος, κι όλο μουρμούριζε:
«Τι ήταν τούτο που έγινε; Θε μου και Κύριε!
Τι ήταν ετούτο που έγινε! Παρανόμως ζω!
Αχ οι προσευχές της φουκαριάρας της μάνας μου!”


-Λογικά και με βάση τις υπερευαίσθητες ισορροπίες στην πτήση, έπρεπε το αεροπλάνο να είχε γίνει “στάχτη και μπέρμπερυ” θα αποφαινόταν βαθυστόχαστα-σε μια κρίση σοβαρής σκέψης- ο εθνικός γελωτοποιός μας.
-Και όμως- χάριτι θεία- δεν έγινε!


Εκείνες τις ώρες, την άλλη ή την παράλλη ημέρα, (δε θυμάμαι ακριβώς, έχουν περάσει και χρόνια από τον καιρό της διήγησης), λέω, ενώ διατελούσε υπό το κράτος της μεγάλης λαχτάρας, και περιφερόταν αλαλιασμένος στη βάση, ξαφνικά τον πλησιάζει ένας υπόλογος.


Υπόλογοι, εάν ενθυμούμαι καλώς- και διόρθωσέ με, αν κάπου λανθάνω- ονομάζονται οι μηχανικοί οι επικεφαλής της ομάδας συντήρησης που φροντίζουν τα αεροσκάφη, όταν επιστρέφουν στη βάση τους.


-Τον υπόλογο αυτόν, πρώτη φορά στη ζωή του, τον έβλεπε.
Και ενώ συνήθως οι υπόλογοι βρίσκονται μέσ’ στη μουτζούρα- του συγκεκριμένου υπόλογου, η στολή έμοιαζε πεντακάθαρη, εντελώς ατσαλάκωτη.
-Ξέρεις σε ποιον οφείλεις την σωτηρία σου, Καπετανόπουλε; τον ρώτησε ο άγνωστος υπόλογος, με μειδίαμα ανθρώπου, που γνωρίζει άριστα, την απάντηση, τής γενομένης ερώτησης.
-Σε ποιον οφείλω τη σωτηρία μου; επανέλαβε, μηχανικά και σαστισμένος ο νέος πιλότος.
- Στον Δαυίδ της Εύβοιας, οφείλεις τη σωτηρία σου! απάντησε εκείνος.
-Α! πήρε ανάσα , ο Παναγιώτης- σαν χαμένος- ακόμη στον κόσμο του.


Ο υπόλογος, λέγοντας τη φράση, ξεμάκρυνε.
Ο Παναγιώτης, σαν ν’ αφυπνίστηκε από λήθαργο, σκέφτηκε να τον βρει, να ρωτήσει λεπτομέρειες, να πληροφορηθεί περισσότερα.
-Τι κουβέντα ήταν αυτή που ξεστόμισε; πώς του κατέβηκε;
Έτρεξε πίσω του.
Έψαξε όλη τη βάση.
Ο υπόλογος άφαντος.
Τον περιέγραψε σε κάτι συνάδελφους.
Ρώτησε όλες τις βάρδιες.
Κανείς δεν τον γνώριζε.
-Παράξενο!


Ο Παναγιώτης προσπαθούσε να δείχνει και να γίνει απόλυτα ψύχραιμος.
Στριφογύριζε στο μυαλό του η φράση, ωστόσο:
-Οφείλει- είπε ο υπόλογος- τη σωτηρία του, στον Δαυίδ της Εύβοιας.
-Ποιος ήταν, πάλι, αυτός ο Δαυίδ της Εύβοιας;
Δεν τον είχε ακούσει ποτέ του.
Βασανιζόταν με το ερώτημα, ο φίλος, που ως την ώρα εκείνη, καμία σχέση με μοναστήρια και άγιους, ( μονάχα τη Βάνα Μπάρμπα, την Άντζελα Δημητρίου, άντε και το Νταλάρα, είχε τη ευχαρίστηση να γνωρίζει).


Προσπάθησε, μάταια, άλλη μια, να βάλει σε τάξη τα ταραγμένα συναισθήματα και τις σκέψεις.
-Παρανόμως ζω, εντάξει, έπρεπε να είχα σκοτωθεί εκεί, πάνω από την Εύβοια, πράγματι!
-Άκου “ο Δαυίδ της Εύβοιας”, με έσωσε!
Ό,τι προλαβαίνει, ξεφουρνίζει ο κάθε πικραμένος εδώ μέσα, μου φαίνεται- μα πού χάθηκε κι αυτός ο υπόλογος;!


Ο λογισμός, αγχωμένα, ερχόταν έφευγε, ερχόταν έφευγε, σαν νευρασθενικός νοικάρης του πάνω πατώματος, που τον φάγαν οι αϋπνίες, και τρελαίνει με το αέναο σουλάτσο, τους αποκάτω.
Σαν οίστρος περίεργος, ο λογισμός, δεν τον άφηνε να κλείσει τα μάτια, στης λήθης το βολικό μαξιλάρι.


Και πέρασε η μέρα εκείνη, η επόμενη και η μεθεπόμενη κι ο Παναγιώτης προσπαθώντας να προσαρμοστεί, να απορροφηθεί απ’ την επαγγελματική του ρουτίνα- σχεδόν- τον άγνωστό του, τον Δαυίδ της Εύβοιας -τον ξέχασε
.
Σαν να ξαναγίνονταν όλα, όπως πριν το συμβάν.
Σαν να έπαιρνε πάλι η ζωή, το λογικό, τετράγωνο, υλικό, άθραυστο προσωπείο της. Σαν να μην είχε κινδυνέψει τον έσχατο κίνδυνο πριν λίγα μερόνυχτα.


Όμως, ο Τρισάγιος Θεός που τον κάλεσε, σε επίγνωση άλλης Αληθείας, το μικρό του αρνάκι, δεν τον άφησε ήσυχο.


Τον πολιόρκησε πάλι με τη λεπτή του φροντίδα, χωρίς να του παραβιάσει της ελευθερίας τη βούληση…
…………………………………………………………


Ἐνα βράδυ, λίγες μέρες αργότερα, και ενώ κοιμόταν βαθιά, είδε στον ύπνο του κάποιον.
-Δεν ήρθες σπίτι μου να με ευχαριστήσεις πιλότε, του είπε, ο κάποιος, με ύφος παράπονου.
-Πού είναι το σπίτι σου; ρώτησε απορώντας ο νέος, κατ’ όναρ.
-Στο Μοναστήρι του Δαυίδ στην Εύβοια, εκείνος του απάντησε.
……………………………………………


Ξύπνησε ο Παναγιώτης, μέσα στη νύχτα απ’ το ολοζώντανο όνειρο, λουσμένος στον ιδρώτα, πνιγμένος σε δάκρυα.
-Τα συναισθήματά του, δεν περιγράφονταν.
Φωτιά θεία, στην ψυχή του είχε φουντώσει.
Η καρδιά του είχε μεταβληθεί σε άκαυτη, φλεγόμενη βάτο, που όμως η αίσθηση εκείνη, περιέργως, τον δρόσιζε.
Σηκώθηκε ευθύς, ετοιμάστηκε τάχιστα και αρπάζοντας, ό,τι μεταφορικό βρήκε μπροστά του, κοιτάζοντας χάρτες, ρωτώντας, τράβηξε για το Μοναστήρι στην Εύβοια.
Έφτασε.
Μπήκε μέσ’στον περίβολο με πόδια, τρεμάμενα.
Ρώτησε πού είναι ο ναός, να πάει να ανάψει κεράκι.
Προχώρησε.
Στάθηκε, με δέος, στο τέμπλο απέναντι.


Κοίταξε τα πρόσωπα του Χριστού της Παναγιάς, του Αγιάννη του Πρόδρομου.
Έκανε για πρώτη φορά- σε όλα τα χρόνια της αλαζονικής του νεότητας- πραγματικά και ευλαβικά το σταυρό του.
Στο τέμπλο, δίπλα στην Παναγιά, η μεγαλοπρεπής μορφή του Δαυίδ του Αγιώτατου.




Δεν μπόρεσε να κρατηθεί- κι ας ντρεπόταν να τον βλέπουν οι άλλοι να κλαίει.
Αναλύθηκε σε δάκρυα εξ εγκάτων.


Ο ταπεινότατος ασκητής τον ατένιζε σιωπηλός, πλην, φιλόστοργος, μέσ’ στην ιλαρότητα και τη θεία γαλήνη.
-Αυτό το όσιο το πρόσωπο!
Το πρόσωπο του Αγίου Δαυίδ, στην αγιογραφία του τέμπλου, ολόϊδιο, με το πρόσωπο του παράξενου, άφαντου, Υπόλογου, στης Τανάγρας τη βάση, εκείνη την απίστευτη μέρα!
Στάθηκε , ώρα πολύ, ο Παναγιώτης, εν σιωπή, ευγνωμόνως…
…………………………………………………………………


Από κείνη τη στιγμή και μετά, τίποτα πια, δεν ξαναφάνηκε ίδιο στα μάτια του.
Από κείνη τη στιγμή και μετά, το βλέμμα του Οσίου Δαυίδ στη ζωή του, σάρωσε απ’ της επιθυμίας του, το τραπέζι, τη σκόνη της ματαιότητας μαζί με τη Βάνα Μπάρμπα, την Άντζελα, τα ξενύχτια στα μπουζουξίδικα, και ε ί δ ε για πρώτη φορά, ό,τι μέχρι τότε, να δεί, δεν μπορούσε.
Από κείνη τη στιγμή και μετά ο Παναγιώτης, ξεκίνησε καινούργια πορεία, με ζωηφόρο επί-γνωση.


Τα νέα δρομολόγια οδήγησαν σε μονοπάτια απο-κάλυψης νοημάτων, που μέχρι τότε, δεν διέθετε.


Ξεκίνησε επισκέψεις – αγρυπνίες σε μικρές σκήτες, στο Όρος το Άγιο, και η ζωή, κι ο θάνατος, οι άνθρωποι, κι όλη η πλάση, τυλίχτηκαν -για τη δική του συν-είδηση- απ’ της Ανάστασης του Θεανθρώπου Ιησού, το Φως, την Αλήθεια.


πηγή: Σαλογραία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου