(από
μνήμης) μια φορά, ο νασρεντίν χότζας είχε δημιουργήσει μια παράξενη γνώμη για
το πρόσωπό του, αφού σε κάποια παιχνίδια ενώ είχε σίγουρη τη νίκη έχανε και από
εκεί που δεν το περίμενε κανείς, νικούσε. Ένας μικρός παραξενεμένος, τον
ακολούθησε κρυφά, για να δει τι κάνει. Κάπου λοιπόν που ξεκουραζόταν σε ένα
ποτάμι, αφού είδε πως δεν τον έβλεπε κανείς, προτείνει το χέρι του, και βγάζει
από το πουθενά ένα γλύκισμα. Αφού το έφαγε, ξαναβγάζει από το πουθενά, άλλο
ένα. Μετά βγάζει και κρασί και πίνει.
Τρελλάθηκε
ο μικρός, πετάγεται μπροστά του και αφού τον προσκυνάει τον παρακαλάει να τον
κάνει μαθητή του. Αφού δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, τον ρωτά: θα σε κάνω
μαθητή μου, αλλά θέλω να μου πεις ποιον δρόμο θέλεις να διαλέξεις. Τον εύκολο ή
τον δύσκολο.
-
τον δύσκολο απαντά ο μικρός.
-
κανονικά ξεκινάμε από τα εύκολα και μετά πάμε στα δύσκολα, αλλά αφού διάλεξες
τον δρόμο σου, θα πρέπει να περάσεις μία δοκιμασία ώστε αν την περάσεις με
επιτυχία, θα σε κάνω μαθητή μου.
Λοιπόν
άκου τι πρέπει να κάνεις. Θα πρέπει να ανοίξεις στον φράχτη σου μια τόσο μεγάλη
τρύπα ώστε τα κοτόπουλά σου να μπορούν να φάνε τροφή από το χωράφι του γείτονα,
αλλά να είναι συγχρόνως τόσο μικρές (αυτές οι τρύπες) ώστε τα κοτόπουλα του
γείτονα, να μην τρώνε από το δικό σου χώρο.
Πέρασαν
3 μήνες και ο δόκιμος μαθητής συνέχιζε να κάνει τρύπες στον φράχτη.
Ενημερώνοντας για την κατάσταση τον νασρεντίν, του λέει πως όσοι τον βλέπουν
τον αποκαλούνε τρελλό.
-
Αυτό είναι μια καλή αρχή. Συνέχισε να προσπαθείς…
Εμείς,
γνωρίζοντας ότι η συνείδηση του ανθρώπου μοιάζει με πλέγμα και εισέρχονται και
εξέρχονται δι αυτού σαν από τρύπες ‘’διάφορα’’ καλά και άσχημα, όσους τους ενδιαφέρει
το καλό πρακτικά κι όχι μόνο θεωρητικά, αρχίζουν να είναι προσεκτικοί, ώστε το
καλό που κάνουν [ως εράνεισμα από το Καλό (το χωράφι του γείτονα)] να μην
συνοδεύεται από ενέργειες και στάση ζωής υπερήφανης ή κακοχρησιμοποίησης των
δωρεών, όπου ο δόλιος (τα κοτόπουλα του γείτονα) μας κλέβουν την τροφή μας.
Κι
αν κάνουμε μια τρυπούλα στον ‘’φράχτη’’ και βλέπουμε τα πνευματικά και
επέκεινα, καλώς τρεφόμαστε από αυτήν την δωρεά του Θεού. Αν όμως αυτά που
βλέπουμε τα χρησιμοποιούμε όχι προς δόξαν Θεού, όχι προς ωφέλεια δική μας και
των συνανθρώπων μας, ως εκφράζοντες Αλήθεια με Αγάπη και βιώνοντας αυτά χωρίς
έπαρση, τότε ισχύει αυτό που αναφέρεται στην Εκκλησία, …και πλουτούντας,
εξαπέστειλας κενούς.
Η
ασφάλεια είναι ανάλογη, με το πόσο μονωτές είμαστε στο κακό. Ούτε να εισέρχεται
δια των θυρίδων μας μέσα μας, αλλά ούτε και να εξέρχεται από μέσα προς τα έξω
και από το εσωτερικό ανεκδήλωτο, να εκδηλούται. Όριο αυτής της ασφάλειας με
σύγχρονη αγωγιμότητα του Καλού (όχι μόνο απρόσωπα, αλλά και ως Πρόσωπο) είναι
φυσικά το απόρθητον τείχος, η Υπεραγία Θεοτόκος.
Μετά
την μικρή τρυπούλα θέασης, μπορεί αυτή να μεγαλώσει και να γίνει τόσο μεγάλη,
ώστε να περνάει το χέρι μας και να εξάγουν κάποιοι ‘’μαγικά’’ (σαν τον νασρεντίν,
τους γκουρού… ) ή δι αγιασμού (στην Ορθοδοξία) κατά το θέλημά τους. Στην πρώτη
περίπτωση διακρίνουμε το γενηθήτω το θέλημά ΜΟΥ, που καθορίζει μια κτημοσύνη
(έναν ‘’κοσμικό’’ πλούτο) ενώ στον αγιασμό, στην δεύτερη περίπτωση, διακρίνουμε
την προτεινόμενη ακτημοσύνη, την μακάρια πτωχεία και το ΑΣΦΑΛΕΣ και σοφό, γενηθήτω
Κύριε το θέλημά ΣΟΥ.
Κι
η τρύπα ολοέν μεγαλώνει και γίνεται ικανή, για να περνάει ολόκληρος ο άνθρωπος
από την μία επίγνωση, στην άλλη. Από την δεξιά καθημερινή, και βιούμενη χοϊκά,
στην αριστερή και πνευματική και επιστρέφοντας να εξάγει ‘’δώρα’’, θαυμαστά και
εξαίσια.
Επιστημονικά,
στην φυσική, έχουμε την αναδιπλωτική αρχή*, η οποία εντοπίζει μια διαρκή
υλοποίηση-αφυλοποίηση του σώματος 24 φορές το δευτερόλεπτο με τα μάτια μας να
''συντονίζονται'' μόνο στην δεξιά επίγνωση. (κάπως σχετικά - για τις δύο
επιγνώσεις** - μπορούν οι μελετητές να βρουν στην ινδιάνικη παράδοση - Carlos
Castaneda...). μπορείτε να μεταβείτε και σε σχόλια
για την τηλεμεταφορά
Στην
καθημερινότητά μας, χωρίς απόκρυφα, δασκάλους περίεργους και επικίνδυνους,
ζούμε αυτά τα θαυμαστά περάσματα, ιδίως δια των θαυματουργών μας εικόνων.
Κι
αν ‘’περνάει’’ το λεπτό μύρο από τις μυροβλύτισσες εικόνες, [ας πούμε πχ από
την Παναγία Μαλεβή, όπου χημικός παραδέχτηκε και ομολογούσε επί μήνες την
δυσπιστία του έξω από την μονή, ότι είναι (το μύρο) ουκ εκ του κόσμου τούτου]
δεν μπορεί ο Θεός αν θέλει να εξάγει κάτι μεγαλύτερο; Να αλλοιώσει την εικόνα σε
νέα και θαυμαστή εμφάνιση όπως έγινε με την Παναγία Παραμυθία; Ο ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ
αληθινός ΘΕΟΣ, ΔΕΝ θέλει ή ΔΕΝ μπορεί; Να εξάγει εκ του υπέρκοσμου στον κόσμο
τα θαυμάσια και μεγάλα; Είναι ερωτήματα που φυσικά κατ’ άτομο πρέπει να
απαντηθούν.
Η
εμπιστοσύνη στον Θεό, για την Παντοδυναμία και Πανσοφία Του, εκτιμώ ότι απαντά
από μόνη της και στο πότε θέλει και στο πάντα δύναται (μπορεί). Αν είναι για το
συμφέρον μας. Αυτό ισχύει και με το θαύμα του οσίου Ονουφρίου***, όπου ο μικρός
Ονούφριος όχι μόνο συνομιλούσε με Τον Κύριο στην αγκαλιά Της Μητρός Του,
αλλά και αποδέχθηκε το δώρο (άρτο) μέσα από την εικόνα. Όραση και απλή πεντάδα
καθαρή, που συμμετέχει σε θεωρία ΚΑΙ πράξη στα θαυμάσια του Θεού.
Σε
μας, μετά από αυτά τα ολίγα περί ‘’περασμάτων’’, επαφίεται η ελεύθερη επιλογή, προς
τα πού θα κατευθυνθούμε. Ποια θύρα να ανοίξουμε και ποια και πως να ασφαλίσουμε
και ασφαλιστούμε.
…Εἶπεν οὖν πάλιν
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. πάντες ὅσοι
ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. ἐγώ
εἰμι ἡ θύρα· δι' ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται,
καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ
ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. (Ιωάν.ι’7)
Τι
να πούμε; ΚΑΛΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ, πρόσθες ημίν πίστη, και κάθε ευλογία από Τον Αγαθοδότη
Κύριο, δι ευχών της γλυκυτάτης Θεοτόκου. Αμήν διανοίγοντάς μας τας πύλας του
παραδείσου, από τώρα σαν μετοχή των δωρεών Του και στους ατελεύτητους αιώνες…
Στον
Δρόμο που άνοιξε Ο Κύριος, με την ενσώματο Ανάληψή Του
εκ
δεξιάς καθίσας πατρικής Λόγε,
Μύσταις
παρέσχες πίστιν ασφαλεστέραν...
ακολουθώντας κατά πόδα
με την μετάστασή Της, η
τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των σεραφείμ...
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, των ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα
χαῖρε, των πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον του ἐπί των Χερουβείμ
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον του ἐπί των Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ ταναντία εἰς ταυτὸ ἀγαγοῦσα…
--------
Και ξημέρωσε η ευλογημένη
ημέρα Κυριακή (16 Ιουν 2013) των πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
Μια πρόταση μέσα στον
κόσμο, όχι όμως εκ του κόσμου τούτου για κρίση, σύγκριση και διάκρισή μας.
Κάποιος πρότεινε το χέρι του και έβγαλε προς θαυμασμό των ανθρώπων γλύκισμα και
κρασί, που τρέφουν το βιολογικό σώμα. Αλλά… γέγραπται,
οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος
Θεοῦ. (Ματθ.δ’4). Και ο Θεός, πυρ τυγχάνει αλλά και λάλον ύδωρ που ο
μετέχων, ου μη διψήσει εις τον αιώνα. (Ο διψών ερχέσθω…)
Την εβδομάδα μετά την
Ανάσταση, την λέμε διακαινίσιμο. Αλλά το πυρ του Θεού μας ανακαινίζει, σε
σύγκριση με το άλλο πυρ, που μας κατακαίει. Και το κοσμικό ύδωρ κι αν πιούμε,
πάλι διψάμε, η υπέρκοσμη όμως Αλήθεια, ως ύδωρ ξεδιψά στον αιώνα.
Αυτό το πυρ και αυτό το
ύδωρ διαπερνά την λάσπη μας και μας μεταμορφώνει θεοειδώς.
Αυτό το πυρ και αυτό το
ύδωρ εξάγει θαυμαστά σήμερα ο απλούς και καθαρός στην καρδία θαυματουργός άγιος
Σπυρίδωνας σε πίστωση της Τριάδος εν Μονάδι και Μονάδος εν Τριάδι.
Σε ένα μεταίχμιο, όπου ή
θα ακολουθήσουμε τα της συνόδου για να προσθέτουμε σπυρί σπυρί Φως υπερούσιο
στην ζωή και ψυχή μας, εισερχόμενοι και εξερχόμενοι δι Αυτής της νόμιμης Θύρας,
ΘΥΡΑ-ΧΡΙΣΤΟ, ή θα μείνουμε γοητευμένοι με τις άλλες προτάσεις ‘’περασμάτων’’ που
μπορεί να αποκαλούνται κοσμικά ‘’θαυματοποιοί’’, αλλά χαρακτηρίζονται από τον
ίδιο Τον Θεό, κλέφτες και άρπαγες.
--------
*
η αναδιπλωτική αρχή, αναφέρεται στην ''υπερφύση του Λάιαλ Γουότσον - εκδόσεις
ΩΡΟΡΑ’’ - βιβλίο του 1980 περίπου.
**
συνείδηση
και επιγνώσεις
Παναγία κουκουζέλισσα
Αλήθεια και φαντασία
ενσωματωμένο το άρθρο, μαζί με άλλα ενδιαφέροντα στο : η είσοδος του Παντοκράτορος...
Παναγία κουκουζέλισσα
Αλήθεια και φαντασία
*** Κι αν
η μεταφορά άρτου από τα επέκεινα μέσω της εικόνος στον κόσμο μας, μπορεί κάπως να
θεωρηθεί ‘’φυσικό’’ λόγω παντοδυναμίας του λεπτού ως αιθέρα Θεού που μπορεί να εισέλθει
στα πάντα, η μετάβαση από τα παρόντα στον παράδεισο, ‘’φαίνεται’’ δύσκολο έως ότου
διαβάσουμε και δοξάσουμε την λεπτότητα του αγίου
Ευφρόσυνου του μάγειρος που έφερε 3 μήλα στον ηγούμενό
του…
---
-------
Ο άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρος
Σε κάποιο κοινόβιο ήταν ένας αδελφός νέος στην ηλικία, στο όνομα Ευφρόσυνος, ο οποίος υπηρετούσε τους αδελφούς στο μαγειρείο και σχεδόν κανείς δεν τον πρόσεχε, γιατί έκρυβε τη λαμπρή αρετή του με το να είναι συνεχώς μέσα στις στάχτες και στη μουτζούρα.
Καθώς δηλαδή ήταν πάντοτε γεμάτος κάπνα και βρώμικος, όσοι αδελφοί ήταν αμελείς γελούσαν μαζί του και τον κορόιδευαν λούζοντάς τον συνεχώς με προσβολές και βρισιές και χλευασμούς, γιατί, πέρα από την ευτελή του ενδυμασία, έπαιρναν αφορμή και από την πραότητα, τη σιωπή και την ανεξικακία του, για να τον μυκτηρίζουν χωρίς φόβο και να τον εξευτελίζουν, συχνά μάλιστα και να τον χτυπούν. Εκείνος όμως, ενώ τέτοια άκουγε και πάθαινε κάθε ώρα από πολλούς, υπέμενε με γενναιότητα, χωρίς ποτέ να αντιμιλήσει ή να κατηγορήσει κανέναν ή έστω να κατσουφιάσει για το ότι τον έβριζαν άδικα ή και τον χτυπούσαν.
Ο ηγούμενος της μονής αυτής είχε ζωή σε όλα σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και αυτό του έδινε πολλή οικειότητα προς τον Θεό. Αυτός κάποτε ενοχλήθηκε από τον εξής λογισμό: θέλησε να μάθει, ποιος από το μοναστήρι και το ποίμνιό του νικά τους άλλους αδελφούς στην αρετή και είναι ανώτερος από αυτούς στα θεάρεστα έργα. Καθώς λοιπόν τον απασχολούσε αυτός ο λογισμός, παρακάλεσε τον Θεό να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του και να του αποκαλυφθεί ποιος είναι ο αδελφός που έχει τα πρωτεία στην αρετή.
Τη νύχτα που προσευχόταν μόνος, έπεσε σε έκσταση και βρέθηκε σε κάποιον τόπο, ο οποίος προξενούσε απερίγραπτη τέρψη και ευχαρίστηση· σε αυτόν ήταν διάχυτη μια θαυμαστή ευωδία και τον στόλιζαν παντού κάθε λογής δέντρα. Οι καρποί σε αυτά δεν έμοιαζαν με κανέναν από τους γήινους αλλά ήταν πολύ ανώτεροι από αυτούς ως προς την ομορφιά και το μέγεθος και ξεπερνούσαν κάθε ανθρώπινη περιγραφή. Κάτω από τα δέντρα κυλούσε κρυστάλλινο νερό, και γενικά ήταν εξαίσια και η θέα του τόπου και η ομορφιά.
Ο ηγούμενος, βλέποντάς τα αυτά, ευχαριστούσε τον Θεό, τον αίτιο των καλών, και μακάριζε τον εαυτό του που κρίθηκε άξιος τέτοιας τιμής. Στη συνέχεια ορέχτηκε τους θαυμάσιους εκείνους καρπούς και έτρεξε να πάρει μερικούς· δεν μπόρεσε όμως, γιατί τα κλαδιά με τους καρπούς σηκώνονταν ψηλά. Επιχείρησε πολλές φορές, αλλά πάντοτε έμενε κάτω από τα δέντρα με χέρια αδειανά.
Είδε τότε τον νέο εκείνο αδελφό, του οποίου το όνομα σημαίνει τη χαρά –τον Ευφρόσυνο– μέσα σε αυτόν τον υπέροχο κήπο, να βαδίζει μπροστά από αυτόν και να απολαμβάνει άφθονα όλα όσα ήταν εκεί, καθώς τα κλαδιά έγερναν μπροστά του και του πρόσφεραν από τους καρπούς τους να πάρει αμέσως ό,τι ήθελε.
Ο ηγούμενος, κατάπληκτος από το παράδοξο θαύμα, του είπε: «Παιδί μου Ευφρόσυνε, ποιος σε έφερε και σου επέτρεψε να μένεις εδώ;» Εκείνος χαμογελαστός του απάντησε: «Πάτερ, τα αγαθά αυτά που βλέπεις, ο Θεός, ο μόνος φιλάνθρωπος, μου τα εμπιστεύτηκε, να τα έχω και να τα απολαμβάνω». «Και μπορείς τώρα να μου δώσεις κάτι από αυτά;» ρώτησε ο ηγούμενος. «Πάρε, πάτερ, όσα θέλεις», απάντησε εκείνος. «Όχι, παιδί μου», είπε ο ηγούμενος. «Πολλές φορές θέλησα να πάρω και δεν μπόρεσα».
Ο Ευφρόσυνος πήγε τότε με θάρρος σε ένα από τα δέντρα εκεί, πήρε από τους καρπούς του, που ήταν μήλα εξαίσια και στην όψη και στην ευωδία, και έδωσε τρία στον γέροντα. Αυτός τα πήρε με πολλή χαρά και αμέσως ήρθε στον εαυτό του από την οπτασία και βρήκε στ’ αλήθεια τα τρία μήλα στα χέρια του. Ανατρίχιασε τότε ολόκληρος και άρχισε να τρέμει και αμέσως πρόσταξε να χτυπήσουν το ξυλοσήμαντρο. Στη συνέχεια τέλεσε μαζί με τους αδελφούς την ακολουθία του Όρθρου και αποσύρθηκε, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε από όσα είδε.
Όταν ήρθε η ώρα της θείας Λειτουργίας και οι αδελφοί μαζεύτηκαν στην εκκλησία, ο ηγούμενος λειτούργησε ο ίδιος, και αφού τελείωσαν τη θεία Λειτουργία, μετά την απόλυση στάθηκε μπροστά στο άγιο βήμα, φορώντας ακόμη την ιερατική στολή, και πρόσταξε να φέρουν τον αδελφό Ευφρόσυνο. Μερικοί αδελφοί έτρεξαν στο μαγειρείο, τον πήραν γρήγορα και τον έφεραν μπροστά στον ηγούμενο, κατάμαυρο από την κάπνα του μαγειρείου και γεμάτο βρωμιά στα ρούχα και στο πρόσωπο.
Τον ρώτησε λοιπόν ο ηγούμενος: «Πού ήσουν, παιδί μου, αυτή τη νύχτα;» Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα στη γη και δεν αποκρίθηκε το παραμικρό. Καθώς όμως ο ηγούμενος επανέλαβε πολλές φορές την ερώτηση και τον πίεζε να απαντήσει, ο νέος, με πολλά δάκρυα και φωνή σιγανή και ντροπαλή τού αποκρίθηκε: «Δεν ξέρεις, πάτερ, πού ήμασταν και οι δύο;»
Ο γέροντας τότε, κυριευμένος από φρίκη, έβγαλε αμέσως τα τρία μήλα και του είπε: «Τα γνωρίζεις αυτά;» «Ναι, πάτερ», απάντησε εκείνος, «ξέρεις ότι εγώ σου τα έδωσα, όπως με πρόσταξες». Τότε ο ηγούμενος τού είπε μπροστά σε όλους: «Είσαι μακάριος, παιδί μου Ευφρόσυνε, που αξιώθηκες να λάβεις τέτοια αγαθά. Γι’ αυτό σε παρακαλώ να γίνεις προστάτης και της δικής μου άθλιας ψυχής». Και στη συνέχεια διηγήθηκε στους αδελφούς αυτά που είδε στην οπτασία.
Όταν τελείωσε τη διήγηση, έπεσε στα πόδια του Ευφροσύνου, ο οποίος στενοχωριόταν πολύ γι’ αυτό που γινόταν και, σαν να πάθαινε το μεγαλύτερο κακό, έκλαιγε γοερά για τη μεγάλη αυτή τιμή και θρηνούσε με λυγμούς.
Μετά από αυτό ο ηγούμενος τον πήρε από το χέρι, τον έβαλε μέσα στο άγιο βήμα και, αφού έκοψε τα τρία εκείνα μήλα μέσα σε ιερό σκεύος, έδωσε από αυτά σε όλους τους αδελφούς. Ο νέος όμως, μη αντέχοντας να τον τιμούν όλοι και να τον εγκωμιάζουν, έφυγε κρυφά από τη μονή και έγινε άφαντος, γιατί γνώριζε ότι οι ανθρώπινοι έπαινοι είναι στην πραγματικότητα κατηγορίες και η μεγαλύτερη ζημιά της ψυχής, και γι’ αυτό προτίμησε, με τρόπο αληθινά συνετό και σωτήριο, να φύγει μακριά από αυτούς.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Α’. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003. Πηγή
Καθώς δηλαδή ήταν πάντοτε γεμάτος κάπνα και βρώμικος, όσοι αδελφοί ήταν αμελείς γελούσαν μαζί του και τον κορόιδευαν λούζοντάς τον συνεχώς με προσβολές και βρισιές και χλευασμούς, γιατί, πέρα από την ευτελή του ενδυμασία, έπαιρναν αφορμή και από την πραότητα, τη σιωπή και την ανεξικακία του, για να τον μυκτηρίζουν χωρίς φόβο και να τον εξευτελίζουν, συχνά μάλιστα και να τον χτυπούν. Εκείνος όμως, ενώ τέτοια άκουγε και πάθαινε κάθε ώρα από πολλούς, υπέμενε με γενναιότητα, χωρίς ποτέ να αντιμιλήσει ή να κατηγορήσει κανέναν ή έστω να κατσουφιάσει για το ότι τον έβριζαν άδικα ή και τον χτυπούσαν.
Ο ηγούμενος της μονής αυτής είχε ζωή σε όλα σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και αυτό του έδινε πολλή οικειότητα προς τον Θεό. Αυτός κάποτε ενοχλήθηκε από τον εξής λογισμό: θέλησε να μάθει, ποιος από το μοναστήρι και το ποίμνιό του νικά τους άλλους αδελφούς στην αρετή και είναι ανώτερος από αυτούς στα θεάρεστα έργα. Καθώς λοιπόν τον απασχολούσε αυτός ο λογισμός, παρακάλεσε τον Θεό να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του και να του αποκαλυφθεί ποιος είναι ο αδελφός που έχει τα πρωτεία στην αρετή.
Τη νύχτα που προσευχόταν μόνος, έπεσε σε έκσταση και βρέθηκε σε κάποιον τόπο, ο οποίος προξενούσε απερίγραπτη τέρψη και ευχαρίστηση· σε αυτόν ήταν διάχυτη μια θαυμαστή ευωδία και τον στόλιζαν παντού κάθε λογής δέντρα. Οι καρποί σε αυτά δεν έμοιαζαν με κανέναν από τους γήινους αλλά ήταν πολύ ανώτεροι από αυτούς ως προς την ομορφιά και το μέγεθος και ξεπερνούσαν κάθε ανθρώπινη περιγραφή. Κάτω από τα δέντρα κυλούσε κρυστάλλινο νερό, και γενικά ήταν εξαίσια και η θέα του τόπου και η ομορφιά.
Ο ηγούμενος, βλέποντάς τα αυτά, ευχαριστούσε τον Θεό, τον αίτιο των καλών, και μακάριζε τον εαυτό του που κρίθηκε άξιος τέτοιας τιμής. Στη συνέχεια ορέχτηκε τους θαυμάσιους εκείνους καρπούς και έτρεξε να πάρει μερικούς· δεν μπόρεσε όμως, γιατί τα κλαδιά με τους καρπούς σηκώνονταν ψηλά. Επιχείρησε πολλές φορές, αλλά πάντοτε έμενε κάτω από τα δέντρα με χέρια αδειανά.
Είδε τότε τον νέο εκείνο αδελφό, του οποίου το όνομα σημαίνει τη χαρά –τον Ευφρόσυνο– μέσα σε αυτόν τον υπέροχο κήπο, να βαδίζει μπροστά από αυτόν και να απολαμβάνει άφθονα όλα όσα ήταν εκεί, καθώς τα κλαδιά έγερναν μπροστά του και του πρόσφεραν από τους καρπούς τους να πάρει αμέσως ό,τι ήθελε.
Ο ηγούμενος, κατάπληκτος από το παράδοξο θαύμα, του είπε: «Παιδί μου Ευφρόσυνε, ποιος σε έφερε και σου επέτρεψε να μένεις εδώ;» Εκείνος χαμογελαστός του απάντησε: «Πάτερ, τα αγαθά αυτά που βλέπεις, ο Θεός, ο μόνος φιλάνθρωπος, μου τα εμπιστεύτηκε, να τα έχω και να τα απολαμβάνω». «Και μπορείς τώρα να μου δώσεις κάτι από αυτά;» ρώτησε ο ηγούμενος. «Πάρε, πάτερ, όσα θέλεις», απάντησε εκείνος. «Όχι, παιδί μου», είπε ο ηγούμενος. «Πολλές φορές θέλησα να πάρω και δεν μπόρεσα».
Ο Ευφρόσυνος πήγε τότε με θάρρος σε ένα από τα δέντρα εκεί, πήρε από τους καρπούς του, που ήταν μήλα εξαίσια και στην όψη και στην ευωδία, και έδωσε τρία στον γέροντα. Αυτός τα πήρε με πολλή χαρά και αμέσως ήρθε στον εαυτό του από την οπτασία και βρήκε στ’ αλήθεια τα τρία μήλα στα χέρια του. Ανατρίχιασε τότε ολόκληρος και άρχισε να τρέμει και αμέσως πρόσταξε να χτυπήσουν το ξυλοσήμαντρο. Στη συνέχεια τέλεσε μαζί με τους αδελφούς την ακολουθία του Όρθρου και αποσύρθηκε, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε από όσα είδε.
Όταν ήρθε η ώρα της θείας Λειτουργίας και οι αδελφοί μαζεύτηκαν στην εκκλησία, ο ηγούμενος λειτούργησε ο ίδιος, και αφού τελείωσαν τη θεία Λειτουργία, μετά την απόλυση στάθηκε μπροστά στο άγιο βήμα, φορώντας ακόμη την ιερατική στολή, και πρόσταξε να φέρουν τον αδελφό Ευφρόσυνο. Μερικοί αδελφοί έτρεξαν στο μαγειρείο, τον πήραν γρήγορα και τον έφεραν μπροστά στον ηγούμενο, κατάμαυρο από την κάπνα του μαγειρείου και γεμάτο βρωμιά στα ρούχα και στο πρόσωπο.
Τον ρώτησε λοιπόν ο ηγούμενος: «Πού ήσουν, παιδί μου, αυτή τη νύχτα;» Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα στη γη και δεν αποκρίθηκε το παραμικρό. Καθώς όμως ο ηγούμενος επανέλαβε πολλές φορές την ερώτηση και τον πίεζε να απαντήσει, ο νέος, με πολλά δάκρυα και φωνή σιγανή και ντροπαλή τού αποκρίθηκε: «Δεν ξέρεις, πάτερ, πού ήμασταν και οι δύο;»
Ο γέροντας τότε, κυριευμένος από φρίκη, έβγαλε αμέσως τα τρία μήλα και του είπε: «Τα γνωρίζεις αυτά;» «Ναι, πάτερ», απάντησε εκείνος, «ξέρεις ότι εγώ σου τα έδωσα, όπως με πρόσταξες». Τότε ο ηγούμενος τού είπε μπροστά σε όλους: «Είσαι μακάριος, παιδί μου Ευφρόσυνε, που αξιώθηκες να λάβεις τέτοια αγαθά. Γι’ αυτό σε παρακαλώ να γίνεις προστάτης και της δικής μου άθλιας ψυχής». Και στη συνέχεια διηγήθηκε στους αδελφούς αυτά που είδε στην οπτασία.
Όταν τελείωσε τη διήγηση, έπεσε στα πόδια του Ευφροσύνου, ο οποίος στενοχωριόταν πολύ γι’ αυτό που γινόταν και, σαν να πάθαινε το μεγαλύτερο κακό, έκλαιγε γοερά για τη μεγάλη αυτή τιμή και θρηνούσε με λυγμούς.
Μετά από αυτό ο ηγούμενος τον πήρε από το χέρι, τον έβαλε μέσα στο άγιο βήμα και, αφού έκοψε τα τρία εκείνα μήλα μέσα σε ιερό σκεύος, έδωσε από αυτά σε όλους τους αδελφούς. Ο νέος όμως, μη αντέχοντας να τον τιμούν όλοι και να τον εγκωμιάζουν, έφυγε κρυφά από τη μονή και έγινε άφαντος, γιατί γνώριζε ότι οι ανθρώπινοι έπαινοι είναι στην πραγματικότητα κατηγορίες και η μεγαλύτερη ζημιά της ψυχής, και γι’ αυτό προτίμησε, με τρόπο αληθινά συνετό και σωτήριο, να φύγει μακριά από αυτούς.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Α’. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003. Πηγή
ενσωματωμένο το άρθρο, μαζί με άλλα ενδιαφέροντα στο : η είσοδος του Παντοκράτορος...
Η Παναγία η Κουκουζέλισσα είναι θαυματουργή Eικόνα, η οποία βρίσκεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, στο Άγιον Όρος. Ενώπιόν της ετελείτο από πολύ παλιά στη Λαύρα η Αγρυπνία του Σαββάτου του Ακαθίστου Ύμνου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά το τέλος, λοιπόν, αυτής της Αγρυπνίας και απέναντι απ' αυτήν την Εικόνα, συνέβη να αποκοιμηθεί ελαφρά στο στασίδι του ο κουρασμένος Πρωτοψάλτης της Μονής και τέως αρχιμουσικός του παλατιού Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης (βλέπε 1 Οκτωβρίου).
Τότε είδε μπροστά του την Παναγία μας να του ανταποδίδει τα τόσα «Χαίρε» και να του λέει: «Χαίρε Ιωάννη! Ψάλλε μου και εγώ δεν θα σε εγκαταλείψω»! Συγχρόνως έβαλε στο χέρι του και ένα χρυσό νόμισμα, το οποίο κρατούσε πράγματι ο Άγιος όταν ξύπνησε.
Όταν, χρόνια αργότερα, από την πολύωρη αγρυπνία και ορθοστασία, στις οποίες επιδόθηκε με ζήλο, ασθένησαν σοβαρά τα πόδια του, η Θεοτόκος πάλι του εμφανίστηκε σε ενύπνιο και τον εθεράπευσε.
Η θαυματουργή Εικόνα σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη σε ξύλινο θρόνο, μέσα στο ομώνυμο παρεκκλήσι της Μονής.
Όταν ο Μέγας Βασίλειος πληροφορήθηκε τον ερχομό του Ιουλιανού, συγκέντρωσε τους χριστιανούς σ’ ένα βουνό της Καισάρειας, το οποίο ονομαζόταν Δίδυμο και στο οποίο υπήρχε ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφού προσευχήθηκαν ένθερμα στην Παναγία, παρουσιάσθηκε σε όραμα η Παναγία με πλήθος Αγγέλων και απευθυνόμενη στους Αγγέλους, είπε να καλέσουν τον Μερκούριο για να πάει να φονεύσει τον εχθρό του Χριστού, ο οποίος είναι ο Ιουλιανός! Εκείνη τη στιγμή ο Μέγας Βασίλειος είδε ότι ήρθε ο μάρτυς Μερκούριος με τα όπλα του και αφού πήρε την εντολή από την Παναγία, έφυγε αμέσως. Μόλις κατέβηκε ο Μέγας Βασίλειος με τους χριστιανούς στην πόλη, πήγε στον ναό του Αγίου μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου φυλασσόταν το ιερό του λείψανο και τα όπλα του. Μόλις μπήκε στο ναό ο Μέγας Βασίλειος, διαπίστωσε έκπληκτος ότι ούτε το λείψανο ούτε τα όπλα του Αγίου υπήρχαν! Αμέσως κατάλαβε ότι το όραμα ήταν αληθινό, αφού δεν άργησε να φτάσει η είδηση ότι ο Ιουλιανός είχε σκοτωθεί. Έτσι με τη χάρη του Παντοδυνάμου Θεού ο Άγιος Μερκούριος φόνευσε ακόμη και νεκρός τον ασεβή αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη....
ΑπάντησηΔιαγραφή[με τον άγιο, να μην ενεργεί αμιγώς πνευματικά, που έχει την δύναμη να επέμβει χάριτι, αλλά ''εισελθών'' στο σκήνωμα (δια της πύλης), έδρασε δι αυτού... ]