(κείμενο του Αγίου Νεκταρίου για τον κοσμοϊστορικό ρόλο
των Ελλήνων, ιδίως εν σχέσει με την διάδοσιν του Ευαγγελίου)
(σε μονοτονικό για
ευανάγνωστο)
Ελληνική
φιλοσοφία. Δυό λέξεις· αλλά λέξεις μεσταί μεγάλων και υψηλών εννοιών· εν αυταίς
εγκολπούται η τελεία περί ανθρώπου έννοια· εν αυταίς συνάπτονται τα πέρατα της
φιλοσοφικής ενεργείας· εν αυταίς περιλαμβάνεται το σύνολον των επιστημονικών
αρχών· εν αυταίς εκφράζεται το πνεύμα της αναπτυχθείσης ανθρωπότητος· εν αυταίς
χαρακτηρίζεται η τελεία του ανθρώπου εικών· εν αυταίς ομολογείται το μέγεθος
του ανθρωπίνου νου· το ύψoς της ανθρωπίνης διανοίας, το βάθος των εννοιών, η
ισχύς και το κάλλος του λόγου, η λεπτότης των διανοημάτων, η ευκρίνεια και η
σαφήνεια αυτών, η δύναμις, η χάρις αυτών, και τέλος η θειότης του ανθρώπου. Η
ελληνική φιλοσοφία είναι η θεμελιώδης αρχή της αληθούς αναπτύξεως και
μορφώσεως, είναι ο παιδαγωγός του ανθρώπου, ο ποδηγέτης προς την ευσέβειαν.
Αύτη εγένετο διδάσκαλος της αληθείας, διδάσκουσα τον άνθρωπον τις εστι, τις η
εν τω κόσμω αποστολή αυτού, και τι δέον εργάζεσθαι, διδάσκουσα αυτόν την
ύπαρξιν του Θεού, την σχέσιν αυτού προς το θείον, και την σχέσιν του Θεού προς
τον άνθρωπον· διδάσκουσα τα θεία ιδιώματα και την συγγένειαν του ανθρώπου προς
το θείον. Η Ελληνική φιλοσοφία εδίδαξεν την πρόνοιαν του Θεού προς την
ανθρωπότητα και εγένετο δια των υγιών αυτής θεωριών παιδαγωγός της ανθρωπότητος
εις Χριστόν.
Η
φιλοσοφία είναι αληθώς αναφαίρετον κτήμα του Έλληνος· διαδιδομένη ανά τα έθνη
προσηλυτίζει αυτά και καθιστά αυτά ελληνικά, ουδέποτε δε παύεται ούσα Ελληνική·
οι οπαδοί αυτής, οι ομιληταί αυτής αποβάλοντες το ξένον και βάρβαρον
περιβάλλονται το ελληνικόν και την ευγένειαν· η Ελληνική φιλοσοφία προώρισται
ίνα καταστήση τους πάντας Έλληνας· εγεννήθη υπέρ του χριστιανισμού και
συνεταυτίσθη μετ αὐτοῦ, όπως εργασθή προς
σωτηρίαν της ανθρωπότητος. Έλλην και φιλοσοφία εισί δυό τινά αναπόσπαστα·
μαρτυρεί δε και ο Απόστολος των εθνών Παύλος λέγων: Έλληνες σοφίαν ζητούσιν. Ο
Έλλην αληθώς εγεννήθη, ίνα φιλοσοφή· διότι εγεννήθη διδάσκαλος της
ανθρωπότητος. Αλλ ἐὰν η φιλοσοφία
εγένετο παιδαγωγός εις Χριστόν έπεται ότι ο Έλλην πλασθείς φιλόσοφος επλάσθη
χριστιανός, επλάσθη ίνα γνωρίση την αλήθειαν και διαδώ αυτήν τοις έθνεσιν.
Ναι
ο Έλλην εγεννήθη κατά θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος της ανθρωπότητος· τούτο το
έργον εκληρώθη αυτώ· αύτη ην η αποστολή αυτού· αύτη η κλήσις αυτού εν τοις
έθνεσιν· μαρτύριον η εθνική αυτού ιστορία· μαρτύριον η φιλοσοφία αυτού·
μαρτύριον η κλίσις αυτού· μαρτύριον αι ευγενείς αυτού διαθέσεις· μαρτύριον η
παγκόσμιος ιστορία· μαρτύριον η μακροβιότης αυτού, εξ ης δυνάμεθα αδιστάκτως να
συμπεράνωμεν και την αιωνιότητα αυτού, δια το αιώνιον έργον του Χριστιανισμού
μεθ οὗ συνεδέθη ο Ελληνισμός· διότι ενώ
όλα τα έθνη τα εμφανισθέντα επί της παγκοσμίου σκηνής ήλθον και παρήλθον, μόνον
το Ελληνικόν έμεινε ως πρόσωπον δρων επί της παγκοσμίου σκηνής καθ ὅλους τους αιώνας· και τούτο, διότι η
ανθρωπότης δείται αιωνίων διδασκάλων· μαρτύριον τέλος η εκλογή αυτού μεταξύ των
εθνών υπό της θείας προνοίας, όπως εμπιστευθή αυτώ, την ιεράν παρακαταθήκην την
αγίαν πίστιν, την θρησκείαν της αποκαλύψεως και το θείον έργον της αποστολής
αυτής, το αιώνιον έργον της σωτηρίας δια της διαπλάσεως απάσης της ανθρωπότητος
κατά τας αρχάς της αποκαλυφθείσης θρησκείας. Το έργον τούτο αληθώς ανετέθη τη
Ελληνική φυλή· τούτο μαρτυρείται υπό της ιστορίας· εν μόνον βλέμμα ριπτόμενον
εις την ιστορίαν του χριστιανισμού επαρκεί όπως πιστώση την αλήθειαν ταύτην. Εν
τη ιστορία του χριστιανισμού από της πρώτης σελίδος αυτής αναφαίνεται η της
Ελληνικής φυλής εν τω χριστιανισμώ δράσις, και η κλήσις αυτής, ίνα αναλάβη το
μέγα της αποστολής του χριστιανισμού έργον. Οι θείοι του Σωτήρος λόγοι «νυν
εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου», ότε ανηγγέλθη αυτώ, ότι Έλληνες ήθελον ιδείν
αυτόν, ενείχον βαθείαν έννοιαν· η ρήσις ην προφητεία, πρόρρησις των μελλόντων·
οι εκεί εμφανισθέντες Έλληνες ήσαν οι αντιπρόσωποι όλου του Ελληνικού έθνους·
εν τη παρουσία αυτών διείδεν ο θεάνθρωπος Ιησούς το έθνος εκείνο, εις ο έμελλε
να παραδώση την ιεράν παρακαταθήκην, ίνα διαφυλαχθή τη ανθρωπότητι. Εν τη
επιζητήσει αυτών διέγνω την προθυμίαν της αποδοχής της εαυτού διδασκαλίας,
διείδε την εαυτού δόξαν, την εκ της πίστεως των εθνών, και ανεγνώρισε το έθνος,
όπερ προς τον σκοπόν τούτον προώριστο από καταβολής κόσμου.
Το
Ελληνικόν έθνος αληθώς προς τον σκοπόν τούτον εκλήθη από καταβολής κόσμου και
προς τούτον μαρτυρείται διαπεπλασμένον· ο Θεός εν τη θεία αυτού προνοία
διέπλασεν αυτό οφθαλμόν του σώματος του συγκροτουμένου υφ ἁπάσης της ανθρωπότητος· ως όργανον τοιούτον
εν τω σώματι της ανθρωπότητος ο Έλλην εκλήθη ίνα εργασθή και εν τω έργω της
αναγεννήσεως.
Το
Ελληνικόν έθνος ένεκα της φυσικής αυτού ταύτης ιδιότητος απέβη αληθώς οφθαλμός
ετάζων τα τε εμφανή και τα κεκαλυμμένα υπό του πέπλου του μυστηρίου· ητένισεν
έκθαμβον προς το έκπαγλον κάλλος του κόσμου της δημιουργίας, και ανεζήτησε τον θείον
αυτής δημιουργόν· αφοσιώθη εις την προσφιλή αυτώ έρευναν και ανεύρε τον θείον
δημιουργόν εν τοις δημιουργήμασιν αυτού· η εικών του θείου καλλιτέχνου
δημιουργού θείω δακτύλω εγγεγραμμένη εν τοις δημιουργήμασιν αυτού προσείλκυσεν
αυτόν και αφήρπασεν. Η εικών του Θεού κατενοήθη εν μικρογραφία εν τη
καλλιτεχνική κατασκευή των όντων, τοσούτω εν τη θαυμασία κατασκευή του μικρού
θαλερού του ωραιοτάτου και τερψιθύμου ανθυλλίου, όσω και εν τη κατασκευή των
μεγίστων δημιουργημάτων· η αναρίθμητος ποικιλία η από των ελαχίστων δι ἀπείρου σοφίας εκτυλισσομένη και προς τα
μέγιστα καταλήγουσα, αποβαίνει τω φιλοσόφω απειροβάθμιος κλίμαξ, ης η κορυφή εν
τω Ουρανώ, ην θαρραλέω βήματι αναβαίνων ανέρχεται αυτήν αδιαλείπτως τας βαθμίδας
αμείβων, και μόνον προς ουρανόν ατενίζων αίρεται ολονέν από της γης,
αποδυόμενος τον περιττόν γήινον φόρτον, και ζητεί να αποβή πνεύμα, όπως
προσεγγίση τω θείω πνεύματι, ούτινος τον θρόνον τίθησιν εν Ουρανώ· εννοεί ότι
μία αρχή, μία δύναμις, μία άπειρος σοφία, εν ον θείον αγαθόν εγένετο ο δημιουργός
της θαυμαστής ταύτης δημιουργίας. Η κατανόησις του θείου εκ των θείων αυτού
ιδιοτήτων γεννά εν αυτώ το συναίσθημα της αγάπης και της λατρείας· η καρδία
αυτού πληρούται θείου τινός έρωτος και θερμαίνεται υπό θείου πυρός· αισθάνεται,
ότι εν αυτώ, κατοικεί μυστική τις δύναμις, έλκουσα αυτόν προς το θείον· η ισχύς
αυτής είναι ακατάληπτος αλλ ἰσχυρὰ ως
δύναμις θεία· κυριεύει αυτού και διευθύνει τας τε πνευματικάς αυτού και
σωματικάς δυνάμεις κατά την ιδίαν βούλησιν· έχει βούλησιν ετέραν παρά την
θέλησιν του αισθητικού ανθρώπου· αύτη εν αυτώ κρατεί και ευθύνει τα πάντα·
περίεργον το φαινόμενον· τι τούτο, ερωτά, το γεννηθέν εν εμοί; τις η σχέσις
εμού προς το θείον, προς ο η εν εμοί αύτη δύναμις σπεύδει ακατάσχετος, προς ο
ζητεί να προσπελάση, προς ο τείνει να αφομοιωθή; Πως η φύσις η εν εμοί υπετάγη
τη υπερφυσική ταύτη δυνάμει; πως δε εγώ ο φυσικός άνθρωπος εκουσίως υποτάσσομαι
τη υπερφυσικότητι; χαίρω δε επί τη τοιαύτη υποταγή μάλλον η επί τη φυσική των
ορμών ελευθερία; τις λοιπόν ειμί εγώ ο εκ της γης προελθών και τον ουρανόν
επιζητών; τις η σχέσις της γης προς τον Ουρανόν; των αισθητών προς τα υπέρ
αίσθησιν; τις η σχέσις η εμή προς το θείον; διατί αγαπώ αυτό; διατί επιποθώ
αυτό; διατί επιθυμώ να εξομοιωθώ προς αυτό; ειμί λοιπόν πνεύμα; ειμί λοιπόν ον
τι υπερφυσικόν; αλλ ἰδοὺ αποθνήσκω και ο
τάφος καλύπτει το άπνουν και νεκρόν μου σώμα· πως όμως o θάνατος αδυνατεί να με
πείση ότι αποθνήσκω εις το παντελές; πως έτι ελπίζω ότι ζωή αιώνιός μοι
επιφυλάσσεται; πόθεν η πληροφορία αύτη περί αιωνίου ζωής; βλέπω ότι αποθνήσκω,
και όμως πέποιθα ότι ζήσομαι εις αιώνα· ο βίος μου άπας τούτο μαρτυρεί· o βίος
των ανθρώπων απάντων τούτο μαρτυρεί· οι άνθρωποι ζώσι δια την αιωνιότητα· ο
άνθρωπος άρα έχει κοινήν την πληροφορίαν περί της αιωνιότητός του· η εν αυτώ
οικούσα θεία εκείνη δύναμις η έλκουσα προς το θείον αύτη περί της αθανασίας και
αιωνιότητός του εδίδαξεν αυτόν· αύτη μυστικώς επληροφόρησεν αυτόν, το δε κύρος
του λόγου αυτής έπεισεν αυτόν. Ιδού ο λόγος της πίστεως αυτού προς την
αθανασίαν. Είναι λοιπόν ο άνθρωπος ον αθάνατον, διότι νοεί το θείον, διότι
έλκεται προς το θείον, διότι αγαπά το θείον, διότι λατρεύει το θείον, διότι
πληροφορείται δια της εν αυτώ μυστηριώδους δυνάμεως υπ αὐτοῦ του θείου.
Ο
Έλλην λοιπόν δια της φιλοσοφίας εγνώρισε πρώτον την ύπαρξιν του θείου και είτα
εαυτόν, οίος αληθώς εστι· δια της γνώσεως του Θεού έσχε τελείαν εαυτού γνώσιν·
γνωρίσας δε εαυτόν έγνω την σχέσιν αυτού προς το θείον, την ευγένειαν αυτού,
και έγνω ότι η προς το θείον αφομοίωσις είναι το πρώτιστον των καθηκόντων. Έγνω
δ ὅτι η εν τω κόσμω αποστολή του είναι η
τελείωσις, η ανύψωσις αυτού από του υλικού κόσμου προς τον πνευματικόν· ότι ο
πνευματικός κόσμος δέον εστι να ζωογονή τον υλικόν κόσμον, ότι το πνεύμα ανάγκη
να επικρατήση της ύλης, ότι οι πνευματικοί νόμοι δέον εστι να ώσιν ισχυρότεροι
των εν αυτώ φυσικών νόμων· ότι πρέπον εστίν εν αυτώ να επικρατώσιν ούτοι ως
λογικοί· ότι ο άνθρωπος γίνεται τέλειος αφομοιούμενος τω Θεώ, και ότι
αφομοιούται προς το θείον όταν κοσμήται υπό της ευσεβείας, της δικαιοσύνης, της
αληθείας και της επιστήμης· διότι αληθώς αι αρεταί αύται κέκτηνται τελειωτικήν
εν αυταίς δύναμιν· διότι η μεν ευσέβεια γίνεται προσπέλασις προς το θείον, η δε
δικαιοσύνη, η αλήθεια, και η επιστήμη, γίνονται αυτώ εις εικόνα και ομοίωμα
θείον.
Ο
Έλλην γνωρίσας τις είναι και τις οφείλει να αποβή, σκοπόν έθετο την εαυτού
τελείωσιν· εγένετο εραστής του πνεύματος και εδημιούργησε κόσμον πνευματικόν,
εν ω ήθελε να ζη· η γνώσις του καλού, του αγαθού, του αληθούς και η έμφυτος
προς τον πλησίον αγάπη ανέπτυξεν εν τη καρδία του Έλληνος τον πόθον της
αυτομεταδόσεως, και ο Έλλην απέβη διδάσκαλος της ανθρωπότητος· ο Έλλην εζήτησε
να αφομοιώση τους πάντας προς εαυτόν· ο Έλλην δεν εγεννήθη κατακτητής του
σώματος, αλλά του πνεύματος, δεν εζήτησε δούλους αλλ ἐλευθέρους. Τούτο ηγάπησε και η θεία αύτη
αγάπη εγένετο το ελατήριον όλων των ορμών του· αύτη εμόρφωσε και τον εθνικόν
αυτού χαρακτήρα, όστις διέμεινεν αναλλοίωτος.
Τοιούτος
επλάσθη ο Έλλην και τοιούτος διαμορφώθη ο ηθικός αυτού χαρακτήρ. Ο τοιούτος
χαρακτήρ δεν ηδύνατο η να ενθουσιασθή εκ των αρχών του χριστιανισμού.
Ο
χριστιανισμός ην αγάπη επηγγέλλετο δε να διδάξη τους ανθρώπους την αλήθειαν υπό
την τελείαν και πλήρη αυτής μορφήν, ενισχύση και ανυψώση την φιλοσοφίαν εις την
υψίστην αυτής περιωπήν, αποκαλύψη αυτή τα μυστήρια τα κεκαλυμμένα μείναντα τη
φιλοσοφία, παράσχη την λύσιν των αιωνίων προβλημάτων, άρη την αχλύν την
περιβάλλουσαν τους οφθαλμούς της διανοίας των ανθρώπων, εγείρη αυτόν
καθεύδοντα, απαλλάξη της δεισιδαιμονίας, συνδέση την ανθρωπότητα δια του δεσμού
της αδελφικής αγάπης, αγάγη προς τον Θεόν, και σώση αυτόν της καταδυναστείας
του αντιπάλου, χαριζόμενος εν μεν τω παρόντι βίω την αληθή ευδαιμονίαν, εν δε
τω μέλλοντι την αιωνίαν μακαριότητα. Ο Έλλην ανευρών εν τω χριστιανισμώ τας
αυτάς αρχάς και την εικόνα του τελείου, του ιδανικού αυτού, και τον μόνον
διδάσκαλον τον δυνάμενον να διδάξη αυτόν παν ο,τι επεθύμει να γνωρίση, να μάθη,
και ο,τι αυτός επόθει και επεζήτει, και ευρών αυτόν ερμηνευτήν των αισθημάτων
αυτού, ενεκολπώθη αυτόν και περιέθαλψεν. Ο χριστιανισμός ως πρώτον δώρον αυτού
εδωρήσατο αυτώ νέαν ζωήν· ο δε Έλλην υπεστήριξεν αυτόν δια των αγώνων και των
αιμάτων του.
Η
Ελληνική φιλοσοφία εποδηγέτει το Ελληνικόν έθνος εις τον χριστιανισμόν· ότι δε
η Ελληνική φιλοσοφία τοιούτος υπήρξε ποδηγέτης μαρτυρεί και o ιερός πατήρ
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγων: «ην μεν ουν προ της του Κυρίου παρουσίας εις
δικαιοσύνην Έλλησιν αναγκαία· νυνί δε χρησίμη προς θεοσέβειαν γίνεται,
προπαιδεία τις ούσα τοις την πίστιν δι
ἀποδείξεως καρπουμένοις· ότι ο πους σου φησίν (Παροιμ.) ου μη προσκόψη,
επί την πρόνοιαν τα καλά αναφέροντος εάν τε ελληνικά η, εάν τε ημέτερα· πάντων
γαρ αίτιος των καλών ο Θεός, αλλά των μεν κατά προηγούμενον, ως της τε διαθήκης
της Παλαιάς και της Νέας· τοις δε κατ
ἐπακολούθημα, ως της φιλοσοφίας· τάχα δε και προηγουμένως τοις Έλλησιν
εδόθη τότε πριν η τον Κύριον καλέσαι και τους Έλληνας· επαιδαγώγει γαρ και αυτό
το Ελληνικόν, ως ο νόμος τους Εβραίους εις Χριστόν.
Προπαρασκευάζει
τοίνυν η φιλοσοφία προοδοποιούσα τον υπό Χριστού τελειούμενον... μία γαρ η της
αληθείας οδός αλλ εἰς αυτήν καθάπερ εις
αέναον ποταμόν εκρέουσι τα ρείθρα άλλα άλλοθεν».
Και
αύθις ο ιερός πατήρ λέγει περί της Ελληνικής φιλοσοφίας· «αλλ εἰ μεν μη καταλαμβάνει η Ελληνική φιλοσοφία
το μέγεθος της αληθείας, έτι δε εξασθενεί πράττειν τας κυριακάς εντολάς,
αλλ οὖν γε προκατασκευάζει την οδόν τη
βασιλικωτάτη διδασκαλία, αμηγέπη σωφρονίζουσα, και το ήθος προτυπούσα και
προστύφουσα εις παραδοχήν της αληθείας».
Ο
Κλήμης δέχεται ότι παν ο,τι είπον υγιές οι φιλοσοφήσαντες, τούτο θείας
οικονομίας ήτο έργον. Ιδού τι λέγει·
»Ειτ οὖν κατά περίπτωσιν φασίν αποφθέγξασθαι τινά
της αληθούς φιλοσοφίας τους Έλληνας, θείας οικονομίας η περίπτωσις· ου γαρ
ταυτόματον εκθειάσει τις δια την προς ημάς φιλοτιμίαν, είτε κατά συντυχίαν, ουκ
απρονόητος η συντυχία· ειτ αὖ φυσικήν
έννοιαν εσχηκέναι τους Έλληνας λέγοι, τον της φύσεως δημιουργόν ένα γινώσκομεν,
καθό και την δικαιοσύνην φυσικήν ειρήκαμεν κτλ.».
Ο
Κλήμης ομιλών περί του έργου της Ελληνικής φιλοσοφίας δεικνύει τίνι τρόπω αύτη
εποδηγέτει προς την αλήθειαν και ότι έργον αυτής και ο κατά του ψεύδους
πόλεμος· «προσιούσα δε η φιλοσοφία η Ελληνική, ου δυνατωτέραν ποιεί την
αλήθειαν, αλλ ἀδύνατον παρέχουσα την
κατ αὐτῆς σοφιστικήν επιχείρησιν, και
διακρουομένη τας δολεράς κατά της αληθείας επιβουλάς, φραγμός οικείως είρηται
και θριγκός είναι του αμπελώνος «
Ότι
πάσα σοφία και δη και η Ελληνική φιλοσοφία από Θεού, μαρτυρεί και η Γραφή
λέγουσα· «Απέστειλεν η σοφία τους εαυτής δούλους συγκαλούσα μετά υψηλού
κηρύγματος επί κρατήρα οίνου λέγουσα· ος εστίν άφρων εκκλινάτω προς με...».
Ότι
η Ελληνική φιλοσοφία είναι δώρο Θεού και ότι πάσα σοφία από Θεού εστίν, τούτο
και εν Παροιμίαις λέγεται και εν τω Εκκλησιαστή και εν τω σοφώ Σειράχ. Εν
Παροιμίαις κεφ. β´ 3-10 φέρονται τα εξής· «εάν γαρ την σοφίαν επικαλέση και τη
συνέσει δως φωνήν σου, την δε αίσθησιν ζητήσης μεγάλη τη φωνή, και αν ζητήσης
αυτήν ως αργύριον, και ως θησαυρούς εξερευνήσης αυτήν, τότε συνήσεις φόβον
Κυρίου και επίγνωσιν Θεού ευρήσεις· ότι Κύριος δίδωσιν σοφίαν, και από προσώπου
αυτού γνώσις και σύνεσις· και θησαυρίζει τοις κατορθούσι σωτηρίαν, υπερασπιεί
την πορείαν αυτών του φυλάξαι οδούς δικαιωμάτων, και οδούς ευλαβουμένων αυτόν
διαφυλάξει».
Ο
Κλήμης παραβάλλει την σοφίαν προς τον υετόν, τους δε φιλοσοφούντας προς τας
ποικίλας βοτάνας της γης, αίτινες καίτοι υπό των αυτών ποτίζονται ναμάτων,
εκάστη όμως προς την ιδίαν φύσιν τον χυμόν μεταβάλλει. Ιδού οι λόγοι
αυτού:
«Καταφαίνεται
τοίνυν προπαιδεία η Ελληνική, συν και αυτή φιλοσοφία θεόθεν ήκειν εις
ανθρώπους, ου κατά προηγούμενον, αλλ ὃν
τρόπον οι υετοί καταρρήγνυνται εις την γην την αγαθήν, και εις την κοπρίαν, και
επί τα δωμάτια, βλαστάνει δ ὁμοίως και
πόα, και πυρός, φύεται τε και επί των μνημάτων συκή, και ει τι των αναιδεστέρων
δένδρων· και τα φυόμενα εν τύπω προκύπτει των αληθών».
Εντεύθεν
δήλον ότι ο Κλήμης δεν παραδέχεται φιλοσοφίαν ειμή την υγιαίνουσαν. Τούτο
δηλούται και εκ των εφεξής.
«Ου
μην απλώς πάσαν φιλοσοφίαν αποδεχόμεθα, λέγει» αλλ ἐκείνην περί ης και ο παρά Πλάτωνι λέγει
Σωκράτης. Εισί γαρ δη, ως φασί, περί τας τελετάς, ναρθηκοφόροι μεν πολλοί
Βάκχοι δε παύροι· πολλούς μεν τους κλητούς, ολίγους δε τους εκλεκτούς
αινιττόμενος· επιφέρει γουν σαφώς. Ούτοι δε εισί κατά την εμήν δόξαν, ουκ άλλοι
η οι πεφιλοσοφηκότες ορθώς· ων δη καγώ, κατά γε το δυνατόν, ουδέν απέλιπον εν
τω βίω, αλλά παντί τρόπω προυθυμήθην και τι ηνύσαμεν εκείσε ελθόντες, το σαφές
εισόμεθα, εάν ο Θεός θέλη, ολίγον ύστερον.
Ο
Κλήμης διακρίνει την αληθή φιλοσοφίαν της σοφιστείας και τα καλώς παρ αὐτῆς ειρημένα των μη καλώς ειρημένων· τούτο
δείκνυται και εκ των εξής. «Φιλοσοφίαν ου την Στωικήν λέγω, ουδέ την
Πλατωνικήν, η την Επικούρειον τε και Αριστοτελικήν· αλλ ὅσα είρηται παρ εκάστη των αιρέσεων τούτων καλώς, δικαιοσύνην
μετ ευσεβοῦς επιστήμης εκδιδάσκοντα,
τούτο σύμπαν το εκλεκτικόν φιλοσοφίαν φημί· όσα δε ανθρωπίνων λογισμών
αποτεμόμενοι παρεχάραξαν, ταύτα ουκ αν ποτέ θεία είποιμ αν».
Ο
Ιερός Κλήμης την φιλοσοφίαν ταύτην ως υγιή θεωρεί ανωτέραν παντός ψόγου· διο
ίνα προλάβη πάντα κατ αυτῆς ψόγον εκ της
παρερμηνείας χωρίων τινών της Ιεράς Γραφής ερμηνεύει ταύτα και λέγει. «Όταν η
Γραφή λέγη περί των Ελλήνων σοφών φίλαυτοι και αλαζόνες», σοφούς λέγουσα η
Γραφή, ου τους όντως σοφούς διαβάλλει, αλλά τους δοκήσει σοφούς. Κατά τούτων
φησίν, απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω».
Ο
Κλήμης επί τοσούτον προβαίνει εν τη θεωρία αυτού ότι εκ του Θεού πάσα σοφία και
ότι η θεία σοφία εφώτιζε και εποδηγέτει το ελληνικόν έθνος, ώστε φρονεί, ότι τα
ιερά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατά θείαν πρόνοιαν Ελληνιστί,
και τα της Καινής Διαθήκης εγράφησαν Ελληνιστί, όπως το Ελληνικόν έθνος το δια
της φυσικής θεογνωσίας εις την εύρεσιν της αληθείας προδηγετηθέν, γνωρίση και
την δι ἀποκαλύψεως γνωσθείσαν τοις
ανθρώποις αλήθειαν και δι αμφοτέρων
οδηγηθή προς την υψίστην αλήθειαν.
Ιδού
ο Κλήμης τι λέγει περί της ερμηνείας των Ιερών Γραφών εν τη Ελληνική φωνή:
«Δια
τούτο γαρ Ελλήνων φωνή ερμηνεύθησαν αι Γραφαί ως μη πρόφασιν αγνοίας
προβάλλεσθαι δυνηθήναι ποτέ αυτούς, οίους τε όντας επακούσαι και των παρ ημῖν, ην μόνον εθελήσωσιν».
Εκ
τούτων δηλούται ότι ο Κλήμης δέχεται θείαν πρόνοιαν προνοούσαν υπέρ των Ελλήνων
όπως γνωρίσωσι την αλήθειαν και μη δι
ἄγνοιαν της Εβραϊκής γλώσσης αγνοήσωσι την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν και
πλανηθώσι της ευθείας της αγούσης εις την εαυτών αποστολήν. Προς την γνώμην
ταύτην και ημείς συντασσόμεθα· και αληθώς, δύναταί τις να ερωτήση· διατί
Ελληνιστί να γραφώσιν αι Γραφαί και ουχί Ρωμαϊστί; η εν άλλη τινί γλώσση; Η
θεία πρόνοια υπέρ αυτού πάντως έσχε λόγον την εκλογήν του Ελλην. έθνους από της
εμφανίσεώς του δια τον χριστιανισμόν.
Πάντως
το Ελλην. έθνος είχε κληθή ίνα εργασθή υπέρ του χριστιανισμού και δια τούτο η
υπέρ αυτού πρόνοια προς γνώσιν της αποκαλυφθείσης αληθείας δια τε της
φιλοσοφίας και της Αποκαλύψεως· ήδη δυνάμεθα να είπωμεν ότι η φιλοσοφία εποδηγέτει
το Ελληνικόν εις Χριστόν όπως αναδείξη αυτό κατάλληλον όργανον προς διάδοσιν
των θείων αυτού αρχών.
Και
τοιαύτη η εμή πεποίθησις. Επειδή όμως ενδεχόμενον να υπάρχωσι τινές φρονούντες
ότι η Ελληνική φιλοσοφία είναι η έκφρασις της ισχύος της ανθρωπίνης διανοίας
και το τέλος και ο σκοπός των ενεργειών του πνευματικού βίου του ανθρώπου εν ω
η πλήρωσις των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου και το πλήρωμα των εγκαρδίων
αυτού πόθων, το φέρον την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα, επιχειρούμεν δια
βραχέων να υποδείξωμεν τους λόγους δι
οὓς η Ελληνική φιλοσοφία δεν ηδύνατο να η σκοπός, αλλά συναίτιον αίτιον
και ποδηγέτης προς τον σκοπόν.
Περί
του ζητήματος τούτου ο Ιερός Κλήμης ιδού τι λέγει:
«Η
φιλοσοφία ζήτησις ούσα της αληθείας προς κατάληψιν της αληθείας, συλλαμβάνεται
ουκ αιτία ούσα καταλήψεως, αλλά συν τοις άλλοις (αιτίοις) αιτία και συνεργός,
τάχα δε και συναίτιον αίτιον· ως δε ενός όντος του ευδαιμονείν αιτίαι
τυγχάνουσιν αι αρεταί, πλείονες υπάρχουσαι... ούτω μιας ούσης της αληθείας
πολλά τα συλλαμβανόμενα προς ζήτησιν αυτής».
Αληθώς
η Ελληνική φιλοσοφία ήτο συναίτιον αίτιον και συνεργός και αιτία καταλήξεως της
αληθείας, ουχί δε αυτή η αλήθεια, ήτις ηδύνατο να θεωρηθή το τέρμα των
ενεργειών της ανθρωπότητος και το τέλος και ο σκοπός της δράσεως αυτής. Εν τη
καρδία του ανθρώπου εναπελείπετο πάντοτε τι κενόν, όπερ η φιλοσοφία ηδυνάτει να
πληρώση· η φιλοσοφία ου μόνον δεν εγίνετο πληρωτική του κενού της καρδίας, αλλά
μάλλον εμεγέθυνε αυτό ανευρίσκουσα μεν τον Θεόν εν τοις δημιουργήμασι και
αναπτύσσουσα εν τη καρδία τον προς αυτόν έρωτα, αδυνατούσα όμως να προσπελάση
αυτώ και εγκολπωθή αυτόν· η φιλοσοφία, λέγει ο Κλήμης, έβλεπε την εικόνα της
αληθείας ως εν εσόπτρω ως φαντασία καθοράται εν τοις ύδασιν, και δια διαφανών
και διαυγών σωμάτων· η ανθρωπότης όμως ήθελε να ίδη καθαρώς, επεζήτει την μετά
του θείου ένωσιν· η δε φιλοσοφία ηννόει μεν τον Θεόν εκ των θείων αυτού
ιδιοτήτων, συνησθάνετο το άπειρον αυτού μεγαλείον, αλλ ἔβλεπεν αυτόν ως εν εικόνι, ηδυνάτει δε να ενώση
τον άνθρωπόν μετά του θείου. Η δια της φιλοσοφίας νόησις των θείων ιδιοτήτων
εδίδαξεν τον άνθρωπον τας ηθικάς αρετάς όπως δι
αὐτῶν αφομοιωθή προς το θείον· αλλ
ἡ διδασκαλία μόνη ηδυνάτει να ανυψώση τον άνθρωπον μέχρι του θρόνου του
Θεού προς ον επεθύμει να φθάση ίνα ίδη αυτόν πρόσωπον προς πρόσωπον· ηδυνάτει,
διότι ηδυνάτει να άρη το μεσότειχον το ανεγερθέν υπό της αμαρτίας μεταξύ Θεού
και ανθρώπων· ηδυνάτει, διότι ηδυνάτει να διαπλάση τον υπό της αμαρτίας
διαφθαρέντα άνθρωπον στερουμένη θείας διαπλαστικής δυνάμεως· ηδυνάτει, διότι
εστερείτο θείου κύρους· ηδυνάτει, διότι εστερείτο πίστεως πληροφορούσης
μυστικώς την καρδίαν προς αποδοχήν της διδασκαλίας άνευ επιφυλάξεως· ηδυνάτει,
διότι εστερείτο ελπίδος αϊδίου, αμειώτου, καθαράς παντός φόβου, πάσης
μεταμελείας, ελπίδος εχούσης εν εαυτή το πλήρωμα της ευδαιμονίας· ηδυνάτει,
διότι εστερείτο δυνάμεως προς ανακούφισιν των καρδιών της πασχούσης
ανθρωπότητος· ηδυνάτει, διότι εστερείτο της ισχύος της Χριστιανικής αγάπης της
αμειβομένης υπό της θείας αγάπης της δαψιλευούσης την ευδαιμονίαν και μακαριότητα·
ηδυνάτει, διότι εστερείτο πίστεως πληροφορούσης την καρδίαν των οπαδών αυτής
περί της απολύτου αληθείας των εαυτής αρχών· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείας
δυνάμεως ελκούσης την ανθρωπότητα εις εαυτήν· ηδυνάτει, διότι εστερείτο
δυνάμεως πειθούσης εν τε τοις λόγοις και τοις έργοις· ηδυνάτει, διότι εστερείτο
της μεγαλουργού δυνάμεως της εκθαμβούσης και καταπληττούσης· ηδυνάτει, διότι
εστερείτο των εκ των άνωθεν μαρτυρίων προς πίστωσιν της αληθείας των εαυτής
λόγων· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείων χαρισμάτων δαψιλευομένων τοις οπαδοίς
υπό του ουρανού· ηδυνάτει, διότι εστερείτο των καρπών της χάριτος του αγίου
Πνεύματος· ηδυνάτει, διότι εστερείτο αγιασμού και της μεταδοτικής τούτου
δυνάμεως· ηδυνάτει τέλος, διότι εστερείτο θείας αποκαλύψεως και θρησκευτικού
κύρους επαναπαύοντος τας καρδίας των οπαδών αυτής. Τούτων δε απάντων εδέετο η
ανθρωπότης όπως πεισθή, όπως βαδίση την ευθείαν οδόν, αποστή της πλάνης,
αναπλασθή, και τύχη της μακαριότητος· η ένδεια αύτη της φιλοσοφίας καθίστα
αυτήν ανίσχυρον ίνα αποβή ο σκοπός και το τέλος του πνευματικού του ανθρώπου
βίου· εντεύθεν η πεποίθησις ημών ότι η φιλοσοφία εγένετο παιδαγωγός εις τον
Χριστιανισμόν εν ω ευρίσκετο το πλήρωμα των ελλείψεων της φιλοσοφίας, και η
τελεία ικανοποίησις των πόθων της καρδίας του ανθρώπου και ουχί σκοπός και
τελικόν όριον.
Ότι η Ελληνική φιλοσοφία δεν ηδύνατο να είναι ο σκοπός και
τελικόν όριον του πνευματικού βίου του ανθρώπου και το πλήρωμα των πόθων της
καρδίας αυτού δείκνυται και εκ της αδυναμίας όπως λύση και τα εξής τρία
σπουδαιότατα ζητήματα τα απασχολήσαντα απ
αἰώνων το πνεύμα της ανθρωπότητος, και πείση αυτήν αδιστάκτως περί της
αληθείας των εαυτής λόγων. Η ανθρωπότης επεθύμει να γνωρίση και πιστεύση τον
αληθή Θεόν, διότι ησθάνετο την ανάγκην να προσπελάση αυτώ· επεθύμει να γνωρίση
και πεισθή περί της αξίας εαυτού και της σχέσεως αυτού προς το θείον· και
τρίτον επεθύμει να γνωρίση τα περί της αιωνιότητός του. Η φιλοσοφία ηδύνατο να
αγάγη τους φιλοσοφούντας προς την αλήθειαν ως και να φανερώση αυτοίς την εικόνα
της αληθείας ως εν εσόπτρω και δια σωμάτων διαυγών και διαφανών, αλλ ἠδυνάτει διδάσκουσα περί αυτών να πείση, και
άρη το βάρος το επιβαρύνον τας καρδίας των ανθρώπων· προς τα ζητήματα ταύτα
συνεδέετο άπας ο ηθικός και πνευματικός βίος του ανθρώπου, πάσα η εν τω βίω
αυτού δράσις. Ο άνθρωπος επεθύμει να πληροφορηθή και βεβαιωθή όπως κανονίση τον
ηθικόν αυτού βίον· διότι ουδείς επί αβεβαίων και σαλευομένων αρχών, αρχών
μάλιστα στερουμένων θείου κύρους οικοδομεί στερρώς τον εαυτού ηθικόν βίον· η
φιλοσοφία εδίδαξεν υγιείς θεωρίας, αλλ
οὐδεὶς επείσθη να κανονίση τον εαυτού βίον προς τας καλάς θεωρίας δια
την έλλειψιν θείου κύρους και ενδομύχου πληροφορίας· o άνθρωπος επεζήτει
πληροφορίας εζήτει την απόδειξιν της αληθείας της διδασκαλίας της φιλοσοφίας· η
δε απόδειξις έλειπεν. Η απαίτησις αύτη, απαίτησις του πνεύματος και της καρδίας
του ανθρώπου, ούσα το προοίμιον της συγκαταθέσεως της καρδίας και του νου προς
άσκησιν ηθικού βίου, ουχί δε και το μέσον προς κατόρθωσιν, διότι απητούντο
πάντα, όσα ανωτέρω εδείξαμεν, υπήρξεν ο σκόπελος προς ον ευθύς εξ αρχής άμα
αναγομένη πλησίστιος και εναυάγει προσαράσσουσα η φιλοσοφία. Η υπό της ιστορίας
μαρτυρουμένη αδυναμία και ανικανότης προς ηθικοποίησιν της ανθρωπότητος και
προς ικανοποίησιν των ακορέστων πόθων της καρδίας και των απαιτήσεων του νου,
δεικνύει το ανεπαρκές της φιλοσοφίας προς το μέγα έργον του φωτισμού και της
διαπλάσεως της ανθρωπότητος. Η ανθρωπότης εζήτει θείαν αποκάλυψιν όπως μάθη την
αλήθειαν και βεβαιωθή και πεισθή· η ανθρωπότης εδείτο θείου διαπλάστου· η δε
φιλοσοφία εστερείτο τούτων. Η ανθρωπότης εύρεν ταύτα εν τω χριστιανισμώ προς ον
εποδηγέτει η Ελληνική φιλοσοφία· αύτη η εμή περί του ζητήματος τούτου ταπεινή
γνώμη.
Εν Αθήναις τη 17 Ιουνίου 1896.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου