Σελίδες

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Ανακομιδή Λειψάνων Ιωάννου Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

Ο ιερός Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στα πρόσωπα στην απόδοση του δικαίου και έλεγχε και την ίδια την βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες της, εξορίσθηκε δύο φορές, αλλά και πάλι ανακλήθηκε από την εξορία. Εξορίστηκε όμως και πάλι για τρίτη φορά.

Η έκπτωση του ιερού Χρυσοστόμου από τον Πατριαρχικό θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στην Εκκλησία. Οπαδοί του, που καλούνταν «Ιωαννίτες», δεν αναγνώριζαν τον διάδοχό του, παρά τις επίμονες συστάσεις να υπακούσουν στους νέους εκκλησιαστικούς άρχοντες και να διαφυλάξουν την ενότητα της Εκκλησίας.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος οδηγήθηκε στην Κουκουσό και από εκεί στην Αραβισσό και έπειτα, στις 10 Ιουνίου του έτους 404 μ.Χ., στην Πιτιούντα του Πόντου. Η πορεία του μέχρι εκεί, ήταν όχι μόνο περιπετειώδης, αλλά κυριολεκτικά μαρτυρική, γεμάτη από κακουχίες και δεινοπαθήματα.

Εκεί λοιπόν, στην Πιτιούντα, ο ένσαρκος Άγγελος κλήθηκε από τον πάντων Δεσπότη στις αιώνιες σκηνές, το έτος 407 μ.Χ., ενώ το άγιο σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τα άγια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς είχε αποκαλυφθεί σε αυτόν από αυτούς τους ίδιους διά νυκτερινής οπτασίας, όταν ακόμη ζούσε.

Το σχίσμα των «Ιωαννιτών» αποκαταστάθηκε με την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 438 μ.Χ., επί Πατριάρχου Πρόκλου. Η μεταφορά των ιερών λειψάνων από τα Κόμανα συνοδεύτηκε από μια επιστολή – διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υιού του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, η οποία έγραφε: 

«Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Επειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε το σώμα σου νεκρό, όπως συμβαίνει με τα άλλα, θελήσαμε απλώς να το πάρουμε και να το μεταφέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό και δικαίως αστοχήσαμε στον πόθο μας.

Αλλά συ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, που δίδαξες σε όλους την μετάνοια, συγχώρησέ μας που σε παρακαλούμε και σαν παιδιά που αγαπάμε τους πατέρες μας επίδωσέ μας τον εαυτό σου και εύφρανε με την παρουσία σου αυτούς που σε ποθούν».

 

Αυτή την επιστολή του αυτοκράτορα την πήγαν στον Άγιο και την τοποθέτησαν πάνω στην λάρνακά του. Τότε ο Άγιος έδωσε τον εαυτό του στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα και έτσι αυτοί μετέφεραν την λάρνακα που περιείχε το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να κοπιάσουν καθόλου. Η υποδοχή των ιερών λειψάνων του Αγίου υπήρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλήρος και μοναχοί, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, τους αυλικούς, τη σύγκλητο και όλους τους άρχοντες, υποδέχθηκαν και προσκύνησαν με σεβασμό τα λείψανά του. Με πολύ

ευλάβεια μετέφεραν αρχικά τη λάρνακα στο ναό του Αποστόλου Θωμά, στα Αμαντίου, έπειτα δε στο ναό της Αγίας Ειρήνης. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στο σύνθρονο και άπαντες εβόησαν: «Απόλαβε τον θρόνο σου, Άγιε». Στη συνέχεια η λάρνακα τοποθετήθηκε σε αυτοκρατορική άμαξα και μεταφέρθηκε στο περιώνυμο ναό των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στην ιερή καθέδρα και έγινε το θαύμα: ο Άγιος επεφώνησε προς τον λαό το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα το εναπέθεσαν μέσα στο Άγιο Βήμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα.

Η Σύναξη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ετελείτο στο πάνσεπτο ναό των Αγίων Αποστόλων. Ιερά λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αφιέρωσε διά χρυσοβούλλου στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976 μ.Χ.) και τεμάχιο της αριστεράς χειρός ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος (1282-1328), διά χρυσοβούλλου, τον Ιούλιο του έτους 1284, στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Επίσης, τμήματα του ιερού λειψάνου φυλάσσονται στις μονές Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Αγίου Διονυσίου και Δοχειαρίου.



Απολυτίκιον  Ήχος πλ. δ’.

Η του στόματός σου καθάπερ πυρσός εκλάμψασα χάρις, την οικουμένην εφώτισεν, αφιλαργυρίας τω κόσμω θησαυρούς εναπέθετο, το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν. Αλλά σοις λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ιωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τω Λόγω Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών. 

Κοντάκιον. Ήχος α’. Χορός Αγγελικός

Εφράνθη μυστικώς, η σεπτή Εκκλησία, τη ανακομιδή, του σεπτού σου λειψάνου, και τούτο κατακρύψασα, ως χρυσίον πολύτιμον, τοις υμνούσί σε, αδιαλείπτως παρέχει, ταις πρεσβείαις σου, των ιαμάτων την χάριν, Ιωάννη Χρυσόστομε.

---

Bασιλεύοντος  του Θεοδοσίου του Μικρού ήδη έτη τριάκοντα, ο Άγιος Πρόκλος, μαθητής καί Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δέ τον τέταρτο χρόνο της πατριαρχίας του Πρόκλου (435), έπεισε τον βασιλέα και έπεμψε γιά να φέρουν στην Κωνσταντινούπολη το λείψανο του θείου πατρός. Φθάνοντας οι απεσταλμένοι στα Κόμανα, ρώτησαν τούς εγχώριους να δείξουν σ’ αυτούς τον τάφο, για πάρουν το λείψανο. Οι δέ πικράθηκαν υπέρμετρα, διότι θα στερούνταν τέτοιου θησαυρού ατίμητου, όμως δεν τόλμησαν να εναντιωθούν στο βασιλικό πρόσταγμα, αλλ’ έφεραν αυτούς στον τάφο του μάκαρος καί καθώς σήκωσαν τον λίθο να εκβάλουν έξω το λείψανο, έμεινε ακίνητο, ω του θαύματος! καί δεν μπορούσαν τόσοι άνδρες να το σαλεύσουν ολοτελώς. Γι’ αυτό επέστρεψαν οι αποσταλέντες στα βασίλεια άπρακτοι, κηρύττοντες σ’ όλη την πόλη το θαυμάσιο τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δέν έδωκε τον εαυτό του, αλλ’ έμεινε ακίνητος (τούτο δέ το έκαμε, διότι μέ αυθεντία καί υπερηφάνεια ήθελε νά πάρει το λείψανό του ο βασιλεύς, τον οποίο θέλησε νά διδάξει ο Άγιος ταπεινοφροσύνη καί μετριότητα). Τούτου χάριν παρεκάλεσε τον Άγιο ο βασιλεύς αποστέλλοντας σ’ αυτόν επιστολή που περιείχε αυτά:

«Στον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και πνευματικό Πατέρα Ιωάννη τον Χρυσόστομο, την προσκύνηση προσφέρω, εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντας ότι το σώμα σου τυγχάνει νεκρό, ως καί τα λοιπά σώματα των αποθανόντων, θελήσαμε να μεταφέρομε αυτό απλώς σε εμάς, διά τούτο καί του ποθούμενου δικαίως στερηθήκαμε, αλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησε εμάς μετανοούντας, διότι σύ εδίδαξες εις πάντας την μετάνοια καί δος τον εαυτόν σου, ως Πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τούς φιλοπάτορας υιούς σου και τούς σε ποθούντας εύφρανε διά της παρουσίας σου».

Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι την επιστολή αυτή καί φθάνοντας στον τόπο, τέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους πρόσταξε και βλέπουν πάλι άλλο θαυμάσιο, δηλαδή φως άρρητο με πολλή λαμπηδόνα από του τάφου αναπήδησαν, ευωδία ανείκαστη εξήλθε του τάφου καί δεν φαινόταν ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός στην όψη γεμάτος αμβροσίας και νέκταρος. Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αυτή καί ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τον εαυτό του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη που περιείχε το άγιο λείψανο ευκόλως καί χωρίς κόπο φερόταν ανεμποδίστως. Τότε έγιναν καί πολλά θαυμάσια σε όσους μετά πίστεως τον ασπάσθηκαν. Εξόχως δέ ήταν ένας χωλός στο μέσον του πλήθους καί μέ πολύ κόπο έκαμε τρόπο καί άγγιξε στους πόδας του το του Αγίου ιμάτιο καί ευθύς ιάθη.

Θέτοντες λοιπόν το ιερό λείψανο σε χρυσοκόλλητη λάρνακα καί βαστάζοντας αυτήν, εκίνησαν την οδοιπορία πρόθυμοι μέ ψαλμωδία πολλή, μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί σε όσες πόλεις καί χώρες υποδέχονταν τον Άγιο, αγιαζόντουσαν. Όταν δέ πλησίασαν στην Χαλκηδόνα καί το άκουσαν στην βασιλεύουσα, έδραμαν όλοι νέοι καί γέροντες μέ πόθο πολύ νά το προϋπαντήσουν, ως έπρεπε, καί γέμισε πλοία όλη η θάλασσα, η οποία φαινόταν σαν γη στερεά.

Όταν έφθασε το άγιο λείψανο αντίπερα της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθε ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως καί όλη η Σύγκλητος γιά να προϋπαντήσουν τον Άγιο. Την θήκη δέ την έχουσα το άγιο λείψανο έβαλαν σε πλοίο βασιλικό. Γενομένης δέ τρικυμίας, τα μέν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν σε ένα καί άλλο μέρος, το δέ πλοίο το περιέχον το άγιο λείψανο εξήλθε στον αγρό της Καλλιτρόπης χήρας, την οποία η Ευδοξία αδίκησε, όπως προείπαμε, καί τότε πάλιν έγινε στην θάλασσα γαλήνη.

Όταν δέ έφθασαν στον ορισμένο τόπο εκείνοι, που βάσταζαν το τίμιο λείψανο, είδαν ότι έκλινε πάλι θαυμασίως προς το εν μέρος αφ’ εαυτού του, εκείνο το ηυτρεπισμένο καί ετοιμασμένο γιά τον Άγιο κουβούκλιο καί προσκαλούσε μέ σχήμα το λείψανο.

Μέγας ει, Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα σου!

Όταν έβαλαν στο πλοίο εκείνο το τίμιο λείψανο, ο μέν βασιλεύς είχε πόθο να υπάγει στα βασίλεια, αλλ’ ως φαίνεται δεν ήθελε ο Άγιος Χρυσόστομος, γι’ αυτό κατέβηκε το ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατό. Πρώτα λοιπόν εφέρθη το άγιο λείψανο στον Ναό του Αποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενο του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήταν παρών καί σκέπαζε με την βασιλική του χλαμύδα την θεία σορό του λειψάνου και μαζί παρεκάλει τον Άγιο να παύσει τον κλονισμό του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμε ήδη τριάντα τρία έτη’ καί δή επέτυχε της αιτήσεως διότι στάθηκε, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης.

Μετά από αυτά εκομίσθη το άγιο λείψανο στο Ναό της Αγίας Είρήνης. Εκεί, έβαλαν το άγιο λείψανο επάνω στο ιερό Σύνθρονο και εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τον θρόνο σου, Άγιε». Ύστερα απέθεσαν την θήκη του λειψάνου επί της βασιλικής αμάξης και έφεραν αυτό στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο επάνω στην ιερά καθέδρα και, ω του θαύματος! επεφώνησε στο λαό το «Ειρήνη πάσι και τη Ευδοξία συγχώρησις». Και ύστερα ετέθη υποκάτω στην γη όπου και τώρα ευρίσκεται. Οταν δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα γινόντουσαν, δοξάζοντας ο Θεός με αυτόν τον τρόπο τους δοξάζοντες Αυτόν. 

Από ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΟΣΜΑ ΒΕΣΤΙΑΤΟΡΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου