ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ των ελληνικών Γραμμάτων. Απόσπασμα από το έργο του προς τους νέους και " πως μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά γράμματα".
Ὅσα, λοιπόν, λόγια ὁδηγοῦν πρὸς τὸ καλό, πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ καὶ σπουδαῖες πράξεις τῶν ἀρχαίων σώθηκαν στὴ μνήμη ὡς τὶς ἡμέρες μας ἢ καταγραμμένες στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων. Ἂς μὴ παραμελήσουμε καὶ τὴ δική τους ὠφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ἕνας χυδαῖος ἄνθρωπος ἔβριζε τὸν Περικλῆ, ἐνῷ ὁ μεγάλος πολιτικὸς δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος περιέλουζε μὲ βρισιὲς τὸν Περικλῆ, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν, λοιπόν, ἔπεσε τὸ βράδυ καὶ σκοτείνιασε κι ἐκεῖνος ἀποκαμωμένος ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, πρόσταξε νὰ τοῦ φωτίσουν τὸ δρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μιὰ ἄλλη φορά, πάλι, ἕνας ἄνθρωπος ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ φιλοσόφου ἀπὸ τὰ Μέγαρα, τὸν ἀπείλησε, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκο, ὅτι θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ κι ὁ Εὐκλείδης τοῦ ὁρκίσθηκε ὅτι θὰ τὸν ἱκανοποιοῦσε καὶ θὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν ὀργή του. Τί σπουδαῖο θὰ ἦταν ἂν ὅσοι παρασύρονται στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἔφερναν στὸν νοῦ τους τέτοια περιστατικά! Διότι δὲν πρέπει νὰ πιστεύουμε στὴν τραγῳδία, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ ὀργὴ ὁπωσδήποτε ἀρματώνει τὸ χέρι ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ νὰ ἐρεθιζόμαστε ἀπ᾿ αὐτή. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ λογικὴ ἐναντίον της καὶ νὰ τῆς κόβουμε τὰ φτερά.
Ἂς γυρίσουμε πάλι στὰ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Ὅρμησε κάποιος ἐναντίον τοῦ φιλοσόφου Σωκράτη καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔφερε ἀντίσταση. Ἄφησε τὸν μεθυσμένο νὰ χορτάσει τὴν ὀργή του, ἕως ὅτου ἡ ὄψη του εἶχε μελανιάσει καὶ πρησθεῖ ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ὅταν τὸ ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ὁ Σωκράτης ἔκανε μονάχα αὐτό: ἔγραψε στὸ μέτωπό του «ὁ τάδε τό ῾κανε», ὅπως ἐπιγράφουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη. Ἦταν ἡ μόνη του ἐκδίκηση. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἐπιδίωξη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία σας πολὺ ἀξιομίμητα. Λόγου χάρη, τὸ τελευταῖο περιστατικό, ἐκεῖνο τοῦ Σωκράτη, μοιάζει μὲ ὅ,τι παραγγέλλει ὁ Κύριος: ἂν σὲ χτυπήσει κανεὶς στὸ ἕνα μάγουλο, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο γιὰ τὰ περιστατικὰ τοῦ Περικλῆ ἢ τοῦ Εὐκλείδη, θυμίζουν τὴν ἐντολὴ νὰ ὑπομένουμε ὅποιους μᾶς κάνουν κακὸ καὶ νὰ βαστᾶμε μὲ πραότητα τὴν ὀργή τους, νὰ μὴν καταριόμαστε ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶμε μὲ εὐχὲς στοὺς ἐχθρούς μας.
Ὅποιος προγυμνασθεῖ στὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα παραδείγματα, δὲν θὰ δυσπιστήσει στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου σὰν ἀκατόρθωτες. Δὲν θὰ λησμονήσω καὶ τὴν πράξη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἀφοῦ ἔπιασε αἰχμάλωτες τὶς πανέμορφες, ὅπως λέγεται, κόρες τοῦ Δαρείου, δὲν καταδέχθηκε οὔτε νὰ τὶς κοιτάξῃ, θαρρώντας ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ ἀνδρῶν νὰ νικηθεῖ ἀπὸ γυναῖκες. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὸ εὐαγγελικό: ὅποιος ρίξει βλέμμα ἐπιθυμίας σὲ γυναίκα, ἔστω κι ἂν δὲν κάνει μοιχεία στὴν πράξη, μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ ὅμως τὴ μοιχεία στὴν ψυχή του, εἶναι ἔνοχος. Ὅσο γιὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κλεινία, μαθητῆ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τυχαίως συμπίπτει μὲ αὐτὴ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα. Τί ἔκανε ὁ Κλεινίας; Ἂν ὁρκιζόταν, θὰ γλίτωνε πρόστιμο τριῶν ταλάντων. Ἀλλὰ προτίμησε νὰ πληρώσει αὐτὸ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ γιὰ νὰ μὴ πάρει ὅρκο, ἔστω κι ἂν ὁ ὅρκος θὰ ἦταν ἀληθινός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἴσως διότι ἄκουσε τὴν ἐντολή, ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο.
Ο σοφιστὴς Πρόδικος, ὁ Κεῖος, ἐκφράζεται παρόμοια κάπου στὰ συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία. Ἂς δώσουμε, λοιπόν, καὶ σ᾿ αὐτὸν προσοχή, γιατί εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος. Διηγεῖται τὰ ἑξῆς, ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι, γιατί δὲν ἔχω ἀποστηθισμένο τὸν λόγο του, ποὺ εἶναι πεζὸς κι ὄχι σὲ στίχους. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἦταν ἀκόμα πολὺ νέος, σχεδὸν τῆς ἡλικίας σας, σκεφτόταν ποιὸν δρόμο νὰ πάρει, τὸν κοπιαστικὸ τῆς ἀρετῆς ἢ τὸν πολὺ εὔκολο. Τὸν σίμωσαν, λοιπόν, δυὸ γυναῖκες, ἡ Ἀρετὴ κι ἡ Κακία. Ἡ διαφορά τους φάνηκε εὐθύς, μὲ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, πρὶν ἀκόμα ἀρθρώσουν λέξη. Ἢ μιὰ ἦταν στολισμένη φανταχτερὰ ἀπὸ τὴν κομμωτικὴ τέχνη, σὰν καλλονή, ἀλλὰ μὲ πλαδαρὲς σάρκες ἓξ αἰτίας τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, κι ἀπὸ πίσω της ἔρχονταν ὅλα τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς. Τὰ ἔδειχνε ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ συνόδευε μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις, προσπαθώντας νὰ τραβήξει πρὸς τὸ μέρος τῆς τὸν Ἡρακλῆ. Ἢ ἄλλη ἦταν ἰσχνή, ἀτημέλητη, μὲ σοβαρὸ βλέμμα κι ἔλεγε πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά. Δὲν ὑποσχόταν τίποτε τὸ ἀναπαυτικὸ καὶ τὸ εὐχάριστο. Ὑποσχόταν μονάχα χίλιους δυὸ κόπους κι ἱδρώτα καὶ κινδύνους παντοῦ, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες. Καὶ τὸ βραβεῖο, γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ ἦταν νὰ γίνει ὁ Ἡρακλῆς θεὸς - ἔλεγε ὁ Πρόδικος. Κι ὅπως ξέρετε, ὁ Ἡρακλῆς, στὸ τέλος αὐτὴν ἀκολούθησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου