ΟΥΡΑΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
1.
Αφουγκραστείτε! Ήχος μακρινός ακούγεται.
Μην είναι άνεμος που πνέει ή ζέφυρος;
Μήπως τα φύλλα του σφένδαμου θροΐζουν;
Μη το γρασίδι ψιθυρίζει στη γή;
ή τ’ άστρα ψάλλουν στον ουρανό;
2.
Όχι! Ούτε άνεμος είναι ούτε ζέφυρος,
ούτε και το μουρμούρισμα του σφένδαμου.
Δεν είναι του γρασιδιού το ψιθύρισμα,
Ούτε κι η υμνωδία των άστρων.
Είναι η Λειτουργία που γίνεται
στου Χριστού το άγιο βασίλειο.
3.
Λειτουργεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος
και μαζί του τριακόσιοι αρχιερείς
που μαρτύρησαν στον κόσμο,
τρείς χιλιάδες ιερείς,
παπάδες θεόφιλοι.
Ο άγιος Στέφανος διακονεί,
μαζί του κι ο άγιος Λαυρέντιος.
Ο άγιος Παύλος διαβάζει τον απόστολο,
ο άγιος Λουκάς το ιερό βαγγέλιο.
Τον σταυρό βαστά ο Κωνσταντίνος, ο αυτοκράτορας,
τα λάβαρα οι άγιοι μάρτυρες
Δημήτριος και Προκόπιος,
Γεώργιος και Ευστάθιος,
μαζί με πολλούς άλλους.
Η άγια Μαρίνα κρατά στα χέρια της φλόγα
με θυμίαμα που ανάβει ο πυρφόρος Ηλίας.
Οι άγιοι Ανάργυροι χρίζουν με λάδι
κι ο Βαπτιστής ραντίζει με νερό.
Τα χερουβίμ ψάλλουν τον ύμνο τους
κι ο Βασιλιάς της Δόξης κάθεται στο θρόνο Του,
με το φώς Του να γεμίζει τον ουρανό.
Στα δεξιά Του η ευλογημένη Θεοτόκος
με βασιλική πορφύρα κοσμημένη
Ο άγιος Σάββας βαστά το σκήπτρο.
Αμέτρητοι άνθρωποι λειτουργούνται,
περισσότεροι από τ’ άστρα τ’ ουρανού.
Άγιοι και άγγελοι στέκονται ανάκατα,
Κανένας τους δεν ξέρει ποιος είναι πιο όμορφος.
4.
Τελειώνει η λειτουργία
κι οι άγιοι πλησιάζουν το Χριστό.
Σκύβουν όλοι και Τον προσκυνούν.
Τελευταίος τους ο άγιος Σάββας
κι από κοντά του οι άγιοι Πάντες της Σερβίας.
Σκύβει κι αυτός και προσκυνά,
να σηκωθεί δε θέλει. Στέκει εκεί
με το πρόσωπο στο έδαφος,
μπροστά στο θρόνο.
Τον πλησιάζει η Αγία Παρθένος
να τον σηκώσει.
Σε Κείνην αφιέρωσε το Χιλανδάρι ο Σάββας,
μα ορθώνεται μόνο ίσαμε τα γόνατά του.
άλλο να σηκωθεί, δε θέλει
μείνει γονατιστός μπροστά στο Χριστό.
5.
Τρυφερά παρηγορεί τον Σάββα ο πανάγαθος:
Τέκνον μου Σάββα, γιε του Νέμανια,
γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;
γιατί θρηνείς;
Ποτέ πριν δεν είχες θρηνήσει τόσο γοερά.
Δεν έκλαψες έτσι για το Κόσσοβο,
τότε που χάθηκε το βασίλειο της Σερβίας,
μαζί με τους κυβερνήτες του.
Πες μου, αγαπητό μου παιδί,
πως στέκεται η Σερβία;
Πως είν’ η πίστη του λαού της;
Είν’ όπως τα χρόνια τα παλιά
ή άλλαξε;
Κάνουν λειτουργίες πολλές,
χτίζουν εκκλησίες
όπως την εποχή του Νέμανια
και του γιού του, του αγίου Σάββα,
την εποχή του ένδοξου βασιλιά Μιλούτιν
και του αγαπημένου μου Στέφανου της Ντετσάνης
την εποχή του Λάζαρου, του μάρτυρά μου,
της ένδοξης Μίλιτσα της Λιουμπόστινια,
της Αγγελικής, μάνας του Κρουσέντολ
και των άλλων βασιλιάδων και πριγκίπων;
Ακούγονται ιεροί ύμνοι σ’ όλη τη Σερβία;
Το ευαγγέλιό μου διαβάζεται στη γη της Σερβίας;
Ευωδιάζει η χώρα από λιβάνι;
Είναι η στάση των Σέρβων έντιμη
μπροστά σε ανθρώπους και αγγέλους;
Σκέφτονται οι ευγενείς με δικαιοσύνη,
δίνουν οι πλούσιοι ελεημοσύνες;
Συγχωρούν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλον;
Βοηθούν οι δυνατοί τους αδύνατους;
Σέβονται οι νέοι τους γεροντότερους;
Αγαπούν την παρθενία οι κοπέλες;
Οι ιερείς ζουν με αγιότητα;
Προσεύχονται οι μοναχοί για το λαό,
ποτίζουν το κελλί τους με δάκρυα
και θερμές προσευχές για τους ανθρώπους;
Σέβονται οι άνθρωποι τις Κυριακές;
Γεμίζουν οι εκκλησιές τις γιορτινές μέρες;
Πες μου, καλέ μου άγιε,
σωτήρα δεύτερε του σερβικού λαού,
ποιος είναι ο λόγος της θλίψης σου;
Γιατί τα δάκρυα χάραξαν το πρόσωπό σου,
γιατί τελειώνεις με θρήνο την ουράνια υμνωδία;
6.
Κι ο άγιος Σάββας απάντησε:
«Ω, Κύριε, μεγάλε, παντοδύναμε,
που τρέμουν μπροστά Σου τα Χερουβίμ,
υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζεις;
Βλέπεις τα μύχια της ανθρώπινης καρδιάς,
τις πιο κρυφές της σκέψεις τις γνωρίζεις.
Βλέπεις το σκουλήκι κάτω από τη φλούδα της
βελανιδιάς,
την οχιά κάτω απ’ την πέτρα,
κάθε κόκκο άμμου στα βάθη της θάλασσας.
Δεν κρύβονται των αμαρτωλών οι ανομίες,
που γι’ αυτές σταυρώθηκες.
Μα η αγάπη σου τα καλύπτει όλα.
Σε παρακινεί να κάνεις πως δεν βλέπεις.
Από αγάπη με ρωτάς αυτό που γνωρίζεις.
Εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα.
7.
»Δεν είν’ οι Σέρβοι αυτοί που ήταν,
είναι πιο κακοί μετά το Κόσσοβο.
Προς το χειρότερο άλλαξαν παντού.
Ελευθερία τους έδωσες,
δόξα και νίκες.
Βασιλεία μεγαλύτερη από του Ντούσαν,
μα τα δώρα Σου τους έκαναν αλαζόνες
κι απέστρεψαν το πρόσωπό τους από Σένα.
Εκφυλίστηκαν οι Σέρβοι ευγενείς
φλερτάρουν με τρία πιστεύω,
αν και δεν εμπιστεύονται κανένα τους.
Την Ορθοδοξία την άλλαξαν,
τα σερβικά ονόματα τ’ αρνήθηκαν.
Τις σλάβες τους λησμόνησαν,
τους αγίους τους τους πρόσβαλαν.
Όποιος χτίζει εκκλησιά
για τον εαυτό του το κάνει, όχι για Σένα.
Χτίζουν εκκλησιές για να τις βλέπουν οι άνθρωποι,
μα μέσα τους δεν προσεύχονται στο Θεό,
ούτε το νόμο Του τηρούν.
Καταπάτησαν τη δικαιοσύνη οι ευγενείς,
αδιαφορούν για την ελεημοσύνη οι πλούσιοι.
Οι νέοι προσβάλλουν τους γεροντότερους,
θαρρούν πως είναι πιο έξυπνοι.
Ο ισχυρός αγνοεί τον αδύναμο,
τον βασανίζει μέχρι να τον τελειώσει.
Δε συγχωρούν οι άνθρωποι,
αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον,
τον απαρνιέται για το κέρδος,
για λίγο πηλό.
Δεν πιστεύουν όπως πριν οι ιερείς
ξέχασαν τη νηστεία του οι μοναχοί.
Δε νοιάζονται για την παρθενία οι κοπέλες,
μα ντύνονται στα μεταξωτά,
κορδώνονται για την αμαρτία τους.
Περιφρονούν οι νέοι την τιμή
και καμαρώνουν για τη διαφθορά τους.
Τις Κυριακές οι άνθρωποι δεν τις τιμούν,
ούτε γιορτές και παραδόσεις.
Άδειες οι εκκλησιές τις γιορτές,
μοιάζουν με έρημες σπηλιές.
Άδειες οι εκκλησιές, άδειες κι οι ψυχές.
Μαύρη ανομία βασιλεύει παντού.
Με ερεθίζει η ντροπή, με παροργίζει
η αμαρτία των ανθρώπων,
και δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά Σου.
Γι αυτό θρηνώ,
αγαπημένε μου Σωτήρα.
Στενή και λίγη η αιωνιότητα για την οδύνη μου.
Κάλλιο να ’μουν στην κόλαση…
Φτάνει να γύριζαν οι Σέρβοι σε Σένα!»
8.
Ήρεμα άκουσε ο Κύριος τον θρήνο του Σάββα
ύστερα το άγιο κεφάλι Του σήκωσε.
Δόνησαν τον ουρανό οι σκέψεις Του.
Αστραπές και κεραυνοί άστραψαν,
μαύρα σύννεφα έτρεχαν παντού.
Ήταν του αποστόλου Πέτρου, κι έπεσε χαλάζι,
ώσπου όλη η γη των Σέρβων άσπρισε,
σαν πρόσωπο λεπρού ή πόρνης.
Τη δυστυχία τους έκλαιγαν οι Σέρβοι,
αλλ’ ο ζωντανός Θεός δεν τους θυμήθηκε-
γιατί εκείνοι δε θυμήθηκαν το Θεό,
ούτε τις αμαρτίες τους.
Κι ο άγιος Σάββας έμενε γονατιστός,
με πρόσωπο νεκρικό από τον τρόμο.
9.
Τα σύννεφα μάζεψε ύστερα ο Θεός
και το χαλάζι έπαψε να πέφτει.
Λαμπάδιασε ο ήλιος, ο άλλοτε γλυκός,
ζάρωσε η σερβική γη.
Ποτάμια και χείμαρροι στερέψαν,
Στέγνωσαν τα πηγάδια τα βαθιά.
Από τη δυστυχία τους φώναζαν οι Σέρβοι,
μα ο ζωντανός Θεός δεν τους θυμήθηκε-
γιατί εκείνοι δε θυμήθηκαν το Θεό,
ούτε τις αμαρτίες τους.
Κι ο άγιος Σάββας έμενε γονατιστός,
με πρόσωπο χλωμό από το δέος.
10.
Ύστερα έστειλε έντομα ο Θεός
που τους καρπούς των δέντρων κάλυψαν.
Πεινασμένα έντομα
δαμάσκηνα και μήλα καταβρόχθισαν,
αγρούς καλλιεργημένους αφάνισαν
σ’ ολόκληρη την άλλοτε όμορφη γη.
Ούρλιαξαν από τη δυστυχία του οι Σέρβοι
μα ο ζωντανός Θεός δεν τους θυμήθηκε-
γιατί εκείνοι δε θυμηθήκαν το Θεό,
ούτε τις αμαρτίες τους.
Κι ο άγιος Σάββας έμενε γονατιστός,
με πρόσωπο πελιδνό από τη φρίκη…
11.
Κι ύστερα ο Θεός το θάνατο λευτέρωσε,
γέρους και νέους να θερίσει
Κακές αρρώστιες σκόρπισαν παντού,
πέθαναν πολλοί τα κοιμητήρια γιομίσαν.
Οι νεκροθάφτες λίγοι,
τα μπράτσα τους ατόνησαν.
Δε θυμηθήκαν το ζωντανό Θεό,
ξέχασαν τια αμαρτίες τους.
Κι ο άγιος Σάββας έμενε γονατιστός,
στο πρόσωπό του το ωχρό, ο τρόμος καρφωμένος.
12.
Συγκράτησε ύστερα ο Κύριος το κακό,
γιομίσαν οι αγροί από καρπούς.
Οι άνθρωποι όμως φώναζαν ακόμα:
«Τίποτα δεν έχουμε πια, πουθενά!»
Οι Σέρβοι ακόμα και στο θρήνο τους
δε θυμηθήκαν το ζωντανό Θεό, ούτε τις αμαρτίες τους.
Κι ο άγιος Σάββας έμενε γονατιστός,
με πρόσωπο χλωμό από τη φρίκη.
13.
Τότε τον Σατανά ο κύριος έλυσε.
Από τον Άδη τον λευτέρωσε,
στους Σέρβους για να πάει,
το ιδικό του θέλημα προσώρας να περάσει.
Τη χώρα αυτή να κάνει ό, τι θέλει,
σώματα ανθρώπινα να κυριέψει , φτάνει
να μην αγγίξει τις ψυχές.
Μάζεψε το στρατό του ο Σατανάς,
ξεσήκωσε θεριά κι ανθρώπους,
που ’ταν του Θεού εχθροί,
αλλά μαζί του ομονοούσαν,
μ’ εκείνον που τα θεριά θα ντρέπονταν,
τ’ αγριογούρουνα θα σκυλιάζαν.
Με τη φωτιά της κόλασης ο Σατανάς τους όπλισε
τη γη τη σερβική να πολεμήσουν.
14.
Ούρλιαζαν οι πυρκαγιές από της κόλασης τις πύλες
φωτιά στο σπίτι έβαλε ο Σατανάς των Σέρβων.
Τα κτίρια τ’ αφάνισε,
έκαψε τα εργόχειρα,
τα υφάσματα τα καταλήστεψε,
όσα είχαν διασωθεί τα λεηλάτησε.
Όλες τια αποθήκες τις ρήμαξε,
Μαγάρισε όλα όσα είχαν αγιαστεί.
Με αλυσίδες έδεσε τους ευγενείς,
τους άρχοντες τους κρέμασε,
στη φυλακή για να πεθάνουν άφησε.
Σκότωσε νιούς,
κοπέλες που κλαίγανε, σαβάνωσε.
Μητέρες μάζεψε πάνω από κούνιες,
άδειες κούνιες, που έσταζαν αίμα.
Έδεσε τη γλώσσα του Σέρβου,
να μη τραγουδήσει, ούτε να κλάψει,
ή να προφέρει του Θεού το όνομα.
Δεν άφησε να νιώσει αδερφός τον αδερφό.
Τα πόδια του Σέρβου έδεσε,
λεύτερος μην περπατήσει
κι άφησε τόσο μόνο το σκοινί,
ως εκεί που έσπρωχνε η μπάρα.
Τα χέρια έδεσε του Σέρβου ο Σατανά
λεύτερος να μη δουλεύει,
μόνο στα κάτεργα να πάει.
Να μην μπορεί να φάει το ψωμί του
δίχως του Σατανά την αγέρωχη εντολή.
Μην λογαριάσει τα παιδιά του για δικά του,
ούτε ελεύθερα να σκεφτεί, … ούτε και ν’ ανασάνει.
15.
Χρόνια πολλά αυτό γινόταν
ωσότου η γη των Σέρβων να πρηστεί.
Να γιομίσει από τα σώματα των νεκρών της,
από το αίμα των μαρτύρων της,
που ’γιναν ζύμη, από μαγιά δυνατή.
Και τότε άρχισε να κλαίει ο άγγελος
κι οι Σέρβοι θυμηθήκαν το Θεό,
φίλο τους μοναδικό,
κι αληθινό Σωτήρα τους.
Το βλέμμα στρέψαν στο Θεό
μα και στο άγιο Σάββα.
Έντρομος έκλαιγε ο Σάββας.
Μα ξάφνου πετάχτηκε
κραυγάζοντας σπαραχτικά:
«Φτάνει, Κύριε! Λυπήσου αυτούς που γλίτωσαν!»
Κι ο Κύριος εισάκουσε τον Σάββα,
σπλαχνίστηκε τους δούλους Σέρβους,
συχώρεσε τις αμαρτίες τους.
16.
Φωτίστηκε το πρόσωπο του Σέρβου
και οι καμπάνες χτυπήσαν χαρωπά.
Ευωδίασε η γη από θυμίαμα
κι η αλήθεια του Χριστού έλαμψε παντού.
Η αγάπη κι η τιμιότητα βασίλεψαν,
οι άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά
για ν’ αγκαλιάσουν τη γη σερβική.
17.
Αφουγκραστείτε! Ήχος μακρινός ακούγεται.
Είναι η λειτουργία που γίνεται
στου Χριστού το άγιο βασίλειο.
Ο άγιος Σάββας λειτουργεί
και μαζί του τριακόσιοι αρχιερείς
και τρείς χιλιάδες ιερείς.
Ο άγιος Στέφανος διακονεί,
μαζί με τον Αββακούμ,
που βρήκε θάνατο μαρτυρικό
μέσα στο Βελιγράδι.
Ο Βασιλιάς της Δόξης κάθεται στο θρόνο Του,
ενώ ως φωνή υδάτων πολλών
ακούγεται από τη γη η φωνή των Σέρβων, που κραυγάζουν:
Αλληλούϊα!
Ευλογημένη η μάνα που γέννησε τον Σάββα
κι ευλογημένοι οι Σέρβοι όταν αυτός τους οδηγεί.
--------
πόσοι άγιοί μας προσεύχονται για την Ελλάδα, κι η κρίση συνεχίζεται...
Ζαχαρίας μεθερμηνεύεται ... αυτός που θυμάται τον Θεό και ο Θεός τον θυμάται... (η δε μυστική του αναλογική σχέση με μας, λόγοι με Λόγο... με την αφωνία του έως ότου γεννηθεί ο αγ.Ιωάννης Πρόδρομος ΣΗΜΑΙΝΕΙ την ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ... έτσι, ΑΝ ΘΕΛΕΙ κάποιος, να ΘΥΜΗΘΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εισακουστεί... και αντίστοιχα Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΘΥΜΗΘΕΙ...
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλιώς, θα συνεχίζει αυτό που ο άγιος παρατηρεί όχι μόνο για τον σερβικό λαό, αλλά για κάθε λαό επί γης...
Τη δυστυχία τους έκλαιγαν οι Σέρβοι,
αλλ’ ο ζωντανός Θεός δεν τους θυμήθηκε-
γιατί εκείνοι δε θυμήθηκαν το Θεό,
ούτε τις αμαρτίες τους....