Σελίδες

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Περί της Ελληνικής φιλοσοφίας ως προπαιδεία των Ελλήνων προς τον Χριστιανισμό του Αγίου Νεκταρίου


(πολυτονικό στην πηγή τελικός δεσμός)

Αξιότιμοι Κύριοι

Το θέμα της μελέτης μου αυτής προήλθε από γενικώτερες μελέτες, με τις οποίες ασχολούμαι από πολλά έτη. Θέμα των μελετών μου αυτών υπήρξαν οι Έλληνες συγγραφείς. Εξεκίνησα κυρίως από ένα φλογερό πόθο να συγκεντρώσω ο,τιδήποτε σωστό έχουν παρουσιάσει σχετικά με το Θεό, την ψυχή και την αρετή και να αποταμιεύσω σε ένα τόμο όλες τις σοφές γνώμες όλων των σοφών Ελλήνων, ώστε να διδάσκονται από αυτές οι μελετητές. Από τη μελέτη αυτή και από την τακτοποίηση της ύλης επείσθηκα ότι οι Έλληνες σοφοί, είτε εξ ολοκλήρου, είτε εν μέρει, υπήρξαν διδάσκαλοι της αληθείας, ότι την αγάπησαν και την αναζήτησαν με πάθος και ότι τους οδηγούσε προς την αληθινή φιλοσοφία μια ερωτική αγάπη για τη γνώση της αληθείας. Αυτή η αγάπη οδήγησε σταδιακά το Ελληνικό Έθνος στην καθαρότερη και σαφέστερη γνώση της αληθείας και εν τέλει στην αλήθεια εξ αποκαλύψεως, τον Χριστιανισμό.
Η Ελληνική φιλοσοφία υπήρξε για την Ελληνική φυλή ο παιδαγωγός για την κατανόηση της εξ
αποκαλύψεως αληθείας. Ο έρως προς την φιλοσοφία έγινε έρως προς τον χριστιανισμό και η φιλοσοφία έγινε πίστη προς τον Χριστό. Άρα ο έρως προς την αλήθεια υπήρξε ο λόγος, για τον οποίο η Ελληνική Φυλή έγινε λάτρης και οπαδός της εξ αποκαλύψεως αληθείας, του Χριστιανισμού, ευθύς ως εμφανίστηκε επί της γης. Έκτοτε, τον αποδέχθηκε με θέρμη, τον αγκάλιασε και έδωσε με προθυμία το αίμα της γι’ αυτόν. Επειδή, λοιπόν η Ελληνική φιλοσοφία υπήρξε τόσο σπουδαία και εξ αιτίας της πρώτη η Ελληνική φυλή ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, επέλεξα ως θέμα μελέτης… «την Ελληνικήν Φιλοσοφίαν ως προπαιδείαν εις τον Χριστιανισμόν» επειδή είναι θέμα εξαιρετικά σπουδαίο για τους Έλληνες.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΝ
Ελληνική Φιλοσοφία: Δύο απλές λέξεις. Αλλά λέξεις γεμάτες από τον πλούτο μεγάλων και υψηλών νοημάτων. Μέσα σ’ αυτές περιέχεται η τέλεια έννοια του ανθρώπου. Αυτές οι ίδιες λέξεις περιέχουν εντός τους το σύνολο των επιστημονικών αρχών. Σ’ αυτές εκφράζεται το πνεύμα μιας τελείως ανεπτυγμένης πνευματικά ανθρωπότητος. Μ’ αυτές αποδίδεται χαρακτηριστικά η τέλεια εικόνα του ανθρώπου. Σ’ αυτές αναγνωρίζεται το μέγεθος του ανθρωπίνου Νου, το ύψος της ανθρωπίνης διανοίας, το βαθύτερο νόημα των εννοιών, η δύναμη, το κάλλος και η ομορφιά του λόγου, η λεπτότητα των διανοημάτων, η ευκρίνεια, η καθαρότητα και η σαφήνειά τους, η δύναμη και η χάρη τους και, τέλος, η θεία προέλευση και καταγωγή του ανθρώπου.
Η Ελληνική φιλοσοφία είναι η θεμελιώδης αρχή, η βάση και το θεμέλιο για μία αληθινή ανάπτυξη και μόρφωση. Είναι ο παιδαγωγός του ανθρώπου. Αυτή οδηγεί τα βήματά του προς την ευσέβεια. Αυτή υπήρξε ο διδάσκαλος της αληθείας. Αυτή εδίδαξε τον άνθρωπο ποιος είναι, ποια είναι η αποστολή του στον κόσμο και ποιες πρέπει να είναι οι πράξεις του. Αυτή τον εδίδαξε την ύπαρξη του Θεού, την σχέση του ανθρώπου προς τον Θεό και την σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο. Τον εδίδαξε τις ιδιότητες του θείου (Θεού) και την συγγένεια του ανθρώπου προς Αυτό.
Η Ελληνική φιλοσοφία εδίδαξε την πρόνοια του Θεού για την ανθρωπότητα και με τις ορθές από τις θεωρίες της χειραγώγησε ως παιδαγωγός την ανθρωπότητα προς τον Χριστό.
Η φιλοσοφία υπήρξε και είναι κτήμα των Ελλήνων και κανένας δεν είναι δυνατόν να την αφαιρέσει απ’ αυτούς. Με την διάδοσή της ανάμεσα στα έθνη τα προσελκύει και τους προσφέρει Ελληνικότητα, χωρίς η ίδια να χάνει ποτέ την ελληνικότητά της. Όσοι γίνονται οπαδοί της, όσοι ομιλούν την ελληνική γλώσσα, δεν είναι πια ξένοι, αποβάλλουν κάθε βαρβαρότητα και αποκτούν ελληνικότητα και ευγένεια. Ο προορισμός της Ελληνικής φιλοσοφίας είναι η διάπλαση όλων κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνονται Έλληνες.
Η Ελληνική φιλοσοφία εγεννήθηκε χάριν του Χριστιανισμού και εταυτίσθηκε με αυτόν για να εργασθεί για τη σωτηρία της ανθρωπότητος. Έλληνες και Φιλοσοφία είναι έννοιες αξεχώριστες. Αυτό μαρτυρεί και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος όταν αναφέρει: «Οι Έλληνες αναζητούν με πάθος τη σοφία». Γιατί ο Έλληνας είναι πραγματικά γεννημένος για να διδάσκει την ανθρωπότητα.
Αλλά, αν η ταυτόσημη με τον Έλληνα φιλοσοφία είναι ο παιδαγωγός, ο οδηγός προς τον Χριστιανισμό, πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι ο Έλληνας, πλασμένος φιλόσοφος, είναι και πλασμένος Χριστιανός. Είναι πλασμένος να γνωρίσει την αλήθεια και να την διαδίδει στα άλλα έθνη.
Ναι, ο Έλληνας εγεννήθηκε από θέληση της Θείας Πρόνοιας διδάσκαλος της ανθρωπότητος. Αυτό το έργο είναι η πνευματική κληρονομιά του, αυτή είναι η αποστολή του, αυτό είναι το ξεχωριστό κάλεσμά του ανάμεσα από τα έθνη. Αυτό το μαρτυρεί η εθνική του ιστορία, το μαρτυρούν οι κλίσεις και οι τάσεις του χαρακτήρος του, το μαρτυρούν και οι ευγενικές του διαθέσεις, το μαρτυρεί η ίδια η μακροβιότητά του Ελληνισμού, από όπου συμπεραίνεται και η αιωνιότητά του. Και αυτό συμβαίνει επειδή είναι προορισμένος για το έργο του Χριστιανισμού και συνδεδεμένος με αυτό. Και ο Χριστιανισμός είναι αιώνιος. Από την άλλη πλευρά, πάλι, ενώ όλα τα έθνη εμφανίσθηκαν στην παγκόσμια σκηνή και υπήρξαν παροδικά, το Ελληνικό Έθνος παρέμεινε δραστήριο στο προσκήνιο παγκοσμίως σε όλους τους αιώνες. Και αυτό έγινε, επειδή η ανθρωπότητα έχει ανάγκη από διδασκάλους. Αυτό φαίνεται και από την επιλογή της Ελληνικής φυλής από την Θεία Πρόνοια για να της εμπιστευθεί, σαν ιερή παρακαταθήκη, την Αγία Πίστη, την Θρησκεία της Αποκαλύψεως και το θείο αποστολικό έργο της. Δηλαδή, το αιώνιο έργο της σωτηρίας με τη διάπλαση της ανθρωπότητος, κατά τις αρχές της από θεία Αποκάλυψη Θρησκείας, του Χριστιανισμού. Και είναι αλήθεια, ότι αυτό το έργο έχει ανατεθεί στην Ελληνική φυλή. Αυτό αποδεικνύεται από την ιστορία. Με ένα μόνο βλέμμα στην ιστορία του Χριστιανιμού διαπιστώνουμε αυτήν την αλήθεια, επειδή εκεί, από την πρώτη της σελίδα, φαίνεται η δράση της Ελληνικής φυλής μέσα στο Χριστιανισμό και η κλήση της να αναλάβει την μεγάλη αποστολή του Χριστιανικού έργου. Οι Θείοι λόγοι του Σωτήρος, όταν του ανήγγειλαν ότι εζήτησαν να Τον ιδούν Έλληνες, τώρα εδοξάσθη ο Υιός του Ανθρώπου, είχαν ένα βαθύ νόημα. Ήταν λόγοι προφητικοί, πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων. Οι Έλληνες αυτοί ενώπιον του Χριστού ήταν οι αντιπρόσωποι ολοκλήρου του Ελληνικού Έθνους. Στην παρουσία τους διέκρινε και ανεγνώρισε ο Ιησούς το Έθνος, στο οποίο επρόκειτο να δοθεί η ιερή παρακαταθήκη για να την διαφυλάξει χάριν της ανθρωπότητος. Από τον πόθο των Ελλήνων να Τον αναζητήσουν, διέκρινε ότι ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την διδασκαλία Του, προέβλεψε ότι θα δοξασθεί από την πίστη των εθνών και ανεγνώρισε το από καταβολής του κόσμου προετοιμασμένο έθνος για να φέρει εις πέρας την αποστολή και να ολοκληρώσει τον ύψιστο Σκοπό.
Γιατί, πραγματικά, από καταβολής κόσμου είχε κληθεί το Ελληνικό Έθνος να πραγματοποιήσει αυτόν το σκοπό και ήταν γι’ αυτόν πλασμένο. Ο Θεός μέσα στα πλαίσια της Θείας Του Προνοίας διέπλασε το Ελληνικό Έθνος σαν οφθαλμό στο σώμα της ανθρωπότητος και από αυτή τη θέση το εκάλεσε να εργασθεί για την αναγέννησή της.
Το Ελληνικό Έθνος, με αυτή τη φυσική ιδιότητα, κατόρθωσε να εξετάζει σαν αληθινός οφθαλμός και όσα είναι εμφανή και όσα είναι κρυμμένα κάτω από πέπλο μυστηρίου. Παρετήρησε έκθαμβο το εκπληκτικό κάλλος, την ομορφιά της αρμονίας της δημιουργίας και ανεζήτησε τον Θείο Δημιουργό. Αφοσιώθηκε με λατρεία στην έρευνα και ανεκάλυψε τον Θείο Δημιουργό μέσα στα δημιουργήματά Του. Η εικόνα του Θείου Δημιουργού, γραμμένη με θεϊκό δάκτυλο επάνω στα δημιουργήματα, προσέλκυσε την προσοχή των Ελλήνων και τους συνεπήρε. Αναγνώρισαν σε βάθος την εικόνα του Θεού σε μικρογραφία μέσα στην καλλιτεχνική κατασκευή των όντων και μέσα στη θαυμαστή δομή του μικρότερου ζωηρού πανέμορφου αγριολούλουδου, αλλά και μέσα στην πολύπλοκη κατασκευή των μεγαλυτέρων δημιουργημάτων. Η απέραντη ποικιλία των ειδών, τόσο σοφά διαμορφωμένη, ώστε να ξεκινάει από τα απειροελάχιστα για να αναπτυχθεί και να καταλήξει στα μέγιστα, γίνεται για τον φιλόσοφο μία κλίμακα με απειράριθμες βαθμίδες, η οποία έχει την κορυφή της στον ουρανό. Ο φιλόσοφος ανεβαίνει με θαρραλέο βήμα τα σκαλοπάτια της ατενίζοντας μόνο προς τον Ουρανό. Αποσπάται όλο και περισσότερο από τη γη, πετάει από επάνω του το περιττό άχρηστο γήινο φορτίο και ζητάει να γίνει πνεύμα, για να πλησιάσει το Θείο Πνεύμα, του οποίου τον θρόνο τοποθετεί στον Ουρανό. Κατανοεί ότι μία Αρχή, μία Δύναμη, μία απέραντη Σοφία, ένα αγαθό θείο Ον υπήρξε ο Δημιουργός της θαυμαστής αυτής δημιουργίας. Αυτή η κατανόηση του Θείου από τις θεϊκές του ιδιότητες, του γεννά, την ίδια στιγμή, το συναίσθημα της αγάπης και της λατρείας. Η καρδιά του φιλοσόφου γεμίζει από θείον έρωτα και θερμαίνεται από θεία δύναμη και αυτή η δύναμη τον έλκει και τον κατευθύνει προς τον Θεό. Η ισχύς της είναι ακατανόητη, αλλά και ισχυρή, σαν Θεία δύναμη. Αυτή τον κατακυριεύει και αυτή διευθύνει τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις κατά την θέλησή της. Έχει διαφορετική θέληση από τον σωματικό άνθρωπο. Αυτή επικρατεί στον εσωτερικό του κόσμο και κατευθύνει τα πάντα. Είναι περίεργο αυτό το φαινόμενο. Και τότε διερωτάται. Τι γίνεται εντός μου; Ποια είναι η σχέση μου προς το θείο, προς το οποίο αυτή η εσωτερική δύναμη κατευθύνεται ακατάσχετη, ζητεί να Το πλησιάσει και έχει την τάση να αφομοιωθεί προς αυτό; Πώς είναι δυνατό να έχει υποταγεί σ’ αυτή την υπερφυσική δύναμη η φυσική μου κατάσταση και πώς εγώ ο φυσικός άνθρωπος δέχομαι να υποταχθώ σ’ αυτήν; Και μάλιστα, αισθάνομαι μεγαλύτερη χαρά για μία τέτοια υποταγή, παρά για την ακατάσχετη φυσική ελευθερία των ορμών μου; Ποιος είμαι εγώ και ενώ έχω προέλθει από τη γη επιζητώ τον Ουρανό; Ποια είναι η σχέση της γης προς τον Ουρανό; Των αισθητών προς τα υπεραισθητά; Ποια η σχέση μου με το Θείο; Γιατί το αγαπώ; Γιατί Το ποθώ τόσο πολύ; Γιατί θέλω να γίνω όμοιος μ’ Αυτό; Είμαι λοιπόν Πνεύμα; Είμαι κάποια υπερφυσική δύναμη; Αλλά, από την άλλη πλευρά, πεθαίνω και ο τάφος καλύπτει το νεκρό και χωρίς πνοή σώμα μου. Πώς, όμως, ο θάνατος αδυνατεί να με πείσει ότι πεθαίνω για πάντα; Πώς ελπίζω, ακόμη, ότι μου επιφυλάσσεται αιώνια ζωή; Από πού έρχεται αυτή η πληροφορία για αιώνια ζωή; Βλέπω ότι πεθαίνω, και όμως, είμαι βέβαιος, πιστεύω ότι θα ζήσω για πάντα, στην αιωνιότητα. Ολόκληρος ο βίος του ανθρώπου μαρτυρεί αυτό. Οι άνθρωποι ζουν για την αιωνιότητα. Άρα ο άνθρωπος έχει από κοινού την πληροφορία για την αιωνιότητά του. Και αυτό, για την αθανασία και την αιωνιότητά του, το έχει διδαχθεί από την εσωτερική του Θεία Δύναμη, η οποία τον έλκει και προς το Θείο. Η Δύναμη αυτή και τον πληροφορεί και τον πείθει. Γι’ αυτό πιστεύει στην αθανασία. Είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος μία ύπαρξη, ένα ον αθάνατο, επειδή κατανοεί το Θείο, επειδή έλκεται από το Θείο, επειδή λατρεύει το Θείο, επειδή, ακριβώς, μέσω της εσωτερικής του μυστηριώδους δυνάμεως, παίρνει πληροφορίες από τον ίδιο τον Θεό.
Ο Έλληνας, λοιπόν, με τη βοήθεια της φιλοσοφίας, εγνώρισε πρώτα την ύπαρξη του θείου και στη συνέχεια τον εαυτό του και το ποιος ακριβώς είναι. Με τη γνώση του Θεού απέκτησε και την τέλεια γνώση του εαυτού του και με αυτόν τον τρόπο κατενόησε την σχέση του προς το θείο, την ευγένειά του, δηλαδή την ανωτερότητα της καταγωγής του και έμαθε ότι η αφοσίωση προς το θείο είναι το πρώτο από τα καθήκοντά του. Εγνώρισε, εξ άλλου, ότι η αποστολή του στον κόσμο είναι να προσπαθεί να γίνει τέλειος και να ανυψωθεί από τον υλικό κόσμο προς τον πνευματικό. Έμαθε, ότι ο πνευματικός κόσμος πρέπει να δίνει ζωή στον υλικό κόσμο, ότι το πνεύμα πρέπει να επικρατεί στην ύλη, ότι οι εσωτερικοί πνευματικοί νόμοι έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τους εντός του φυσικούς νόμους και ότι μέσα του πρέπει να επικρατούν αυτοί οι λογικοί νόμοι. Έμαθε ότι ο άνθρωπος γίνεται τέλειος όταν αφομοιωθεί με τον Θεό και ότι αφομοιώνεται με το Θείο, όταν στολίζεται με ευσέβεια, δικαιοσύνη, αλήθεια και επιστήμη, δηλαδή, με την πλήρη γνώση της αληθείας. Γιατί είναι αλήθεια, ότι αυτές οι αρετές έχουν τη δύναμη να τελειοποιούν τον άνθρωπο. Και αυτό, επειδή η ευσέβεια αποτελεί για τον άνθρωπο το δρόμο για να πλησιάσει το Θείο, ενώ η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η επιστήμη τον οδηγούν στο να επιτύχει την μετατροπή του σε εικόνα και ομοίωση του Θείου.
Ο Έλληνας, αφού έμαθε ποιος είναι και ποιος πρέπει να γίνει, έβαλε ως στόχο του την τελειοποίησή του. Ελάτρευσε το πνεύμα και εδημιούργησε ένα πνευματικό κόσμο, μέσα στον οποίον ήθελε να ζει. Η γνώση του καλού, του αγαθού και του αληθινού, καθώς και η έμφυτη αγάπη προς τον πλησίον ανέπτυξε στην καρδιά του τον πόθο της μεταδόσεως και με αυτόν τον τρόπο έγινε διδάσκαλος της ανθρωπότητος. Εζήτησε να εξομοιώσει όλους προς τον εαυτό του. Δεν εγεννήθηκε, όμως, κατακτητής του σώματος, αλλά του πνεύματος. Δεν ανεζήτησε δούλους, αλλά ελευθέρους. Αυτό αγάπησε. Και αυτή η θεία αγάπη έγινε το κίνητρο όλων των ορμών του. Αυτή η αγάπη διεμόρφωσε τον εθνικό του χαρακτήρα, ο οποίος και έμεινε αναλλοίωτος. Με αυτόν τον τρόπο επλάσθηκε ο Έλληνας και με αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε το ήθος του και ο ηθικός χαρακτήρας του. Και ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν ήταν δυνατόν παρά να ενθουσιασθεί από τις αρχές του Χριστιανισμού.
Ο Χριστιανισμός ήταν αγάπη, έδινε υπόσχεση να διδάξη στους ανθρώπους την αλήθεια στην τελειότερη και πληρέστερη μορφή της, να ενισχύσει και να ανυψώσει την φιλοσοφία στην πιο υψηλή της μορφή, να αποκαλύψει σ’ αυτήν όσα μυστήρια της έμεναν κρυμμένα, να διαλύσει το σκοτάδι από τα μάτια της ανθρωπίνης διανοίας, να ξυπνήσει τον κοιμισμένο, να απαλλάξει από τις δεισιδαιμονίες, να συνδέσει όλους τους ανθρώπους με δεσμούς αδελφικής αγάπης, να οδηγήσει στον Θεό και να σώσει από την κυριαρχία του διαβόλου, χαρίζοντας στον πρόσκαιρο σημερινό κόσμο την αληθινή ευτυχία και στο μελλοντικό την αιώνια μακαριότητα. Ο Έλληνας, εφόσον ευρήκε στον Χριστιανισμό τις ίδιες τις αρχές του, την εικόνα του τέλειου και του ιδανικού του και, κυρίως, το μόνο Διδάσκαλο ικανό να τον διδάξει όλα όσα ήθελε να μάθει και να γνωρίσει και ό,τι εποθούσε και επιζητούσε και εφόσον ευρήκε, ότι ο Χριστιανισμός εξέφραζε τα αισθήματά του, τον αγκάλιασε και τον προστάτεψε θερμά. Και ο Χριστιανισμός του εχάρισε ως πρώτο δώρο νέα ζωή. Σε αντάλλαγμα, ο Ελληνισμός τον υπεστήριξε με τους αγώνες και το αίμα του.
Η Ελληνική φιλοσοφία οδηγούσε το Ελληνικό Έθνος προς τον Χριστιανισμό. Το ότι η Ελληνική φιλοσοφία υπήρξε τέτοιος καθοδηγητής μαρτυρεί ο Ιερός Πατέρας Κλήμης ο Αλεξανδρινός, όταν αναφέρει:
«Η φιλοσοφία ήταν αναγκαία για τους Έλληνες προ της παρουσίας του Κυρίου για να υπάρξει δικαιοσύνη. Τώρα πάλι είναι χρήσιμη για να επιτύχει κανείς την ευσέβεια προς τον Θεό, επειδή θεωρείται ως προπαίδεια για όσους αποκτούν την πίστη με αποδείξεις. Διότι, όπως λέγεται (στις Παροιμίες στην Π. Διαθήκη), δεν θα στραβοπατήσεις αν φροντίζεις και προνοείς για όσα είναι ορθά, είτε προέρχονται από τους Έλληνες, είτε είναι δικά μας (των Εβραίων). Διότι, ο Θεός είναι η αιτία όλων των καλών και των ορθών. Και ενώ στους Εβραίους εδόθησαν ορθά από πριν, δηλαδή, η Παλαιά Διαθήκη προ της Καινής, στους Έλληνες όσα σωστά επέτυχαν ήταν επακολούθημα της φιλοσοφίας. Μήπως, όμως, και στους Έλληνες δεν είχε δοθεί πριν ο Κύριος καλέσει και αυτούς; Διότι η φιλοσοφία παιδαγωγούσε και οδηγούσε και το Ελληνικό Έθνος, προς τον Χριστό, όπως τους Εβραίους ο Νόμος».
Επομένως, η φιλοσοφία προπαρασκευάζει ετοιμάζοντας τον δρόμο όσων πρόκειται να φθάσουν στην τελειοποίηση διά του Χριστού και με την βοήθειά Του. Γιατί ένας είναι ο δρόμος προς την αλήθεια και σ’ αυτόν, όπως σ’ ένα ασταμάτητο ποταμό, συγκεντρώνονται όλα τα υδάτινα ρεύματα, αν και έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις».
Και πάλι ο ίδιος Ιερός Πατέρας, αναφέρει για την Ελληνική φιλοσοφία: «Αλλά, και αν ακόμη δεν αντιλαμβάνεται η ελληνική φιλοσοφία ολόκληρο το μέγεθος της αληθείας και επί πλέον δεν έχει το σθένος να εφαρμόζει, τις εντολές του Κυρίου, όμως, προετοιμάζει τον δρόμο για την βασίλισσα όλων των διδασκαλιών (τον Χριστιανισμό), ενώ συγχρόνως, δίνει (στους ανθρώπους) σωφροσύνη, προσδιορίζοντας και προσαρμόζοντας τον ηθικό τους χαρακτήρα, ώστε να τους προετοιμάζει να παραδεχθούν την Αλήθεια».
Ο Κλήμης δέχεται ότι ο,τιδήποτε ορθό έχει λεχθεί από τους φιλοσόφους ήταν έργο της θείας μέριμνας για τον κόσμο. Και να τι ακριβώς αναφέρει: «Και αν ακόμη ισχυρίζονται ότι από τυχαία σύμπτωση οι Έλληνες εξέφρασαν κάποιες αλήθειες της σωστής φιλοσοφίας, η σύμπτωση οφείλεται στη θεία μέριμνα• και βεβαίως δεν θα εκθειάσει κάποιος ένα τυχαίο γεγονός, με το να το θεωρεί έργο Θεού, για να φανεί φιλότιμος απέναντί μας. Και γι’ αυτό στην πραγματικότητα, είτε λεχθεί ότι έγινε από σύμπτωση –αφού καμμία σύμπτωση δεν γίνεται χωρίς πρόνοια- είτε ότι οι Έλληνες είχαν έμφυτη από την ίδια τη φύση τους τη νόηση είναι το ίδιο, αφού εμείς γνωρίζουμε ότι ένας είναι ο Δημιουργός της φύσεως, γι’ αυτό και λέγομε ότι και η δικαιοσύνη είναι φυσική κ.λπ.».
Ο Κλήμης, αναφερόμενος στο έργο της Ελληνικής φιλοσοφίας, δείχνει με ποιον τρόπο η φιλοσοφία καθοδηγούσε προς την αλήθεια και ότι έργο της υπήρξε ο πόλεμος κατά του ψεύδους. «Η συμπαράσταση της ελληνικής φιλοσοφίας δεν ενισχύει απλώς την αλήθεια, αλλά, αφ’ ενός κάνει αδύνατη κάθε επίθεση με απατηλά σοφίσματα εναντίον της, ενώ από την άλλη πλευρά αποκρούει τα εναντίον της δόλια και απατηλά σχέδια, ώστε σωστά να λέγεται, ότι η Ελληνική φιλοσοφία αποτελεί το φραγμό και το επιστέγασμα του αμπελώνος (δηλαδή της Εκκλησίας)».
Ότι κάθε αληθινή σοφία, και ιδιαιτέρως η Ελληνική, προέρχεται από τον Θεό μαρτυρεί και η Γραφή όταν αναφέρει: «Απέστειλε η σοφία τους δούλους της για να καλέσουν με δυνατή φωνή σε συμπόσιο λέγοντας, όποιος είναι ανόητος ας αλλάξει την πορεία του και ας έλθει προς εμέ».
Ότι η ελληνική φιλοσοφία είναι δώρο Θεού και κάθε σοφία προέρχεται από τον Θεό αναφέρεται και στις Παροιμίες και στον Εκκλησιαστή και στη Σοφία Σειράχ. Στις Παροιμίες (κεφ. β΄ 3-9) αναφέρονται τα εξής: «Γιατί αν επικαλεστείς τη σοφία και φωνάξεις τη σύνεση και αν αναζητήσεις με ισχυρή κραυγή την εμπειρία και η αναζήτησή σου είναι τόσο πρόθυμη, σαν να αναζητάς μετρητά χρήματα ή σαν να ψάχνεις θησαυρούς, θα ανακαλύψεις συνυφασμένο τον φόβο του Κυρίου και θα αποκτήσεις την γνώση του Θεού, επειδή ο Κύριος δίνει τη σοφία και από το Πρόσωπό Του πηγάζει η γνώση και η σύνεση και αυτός αποταμιεύει σωτηρία για όσους έχουν σωστή κρίση και θα τους υπερασπισθεί στην πορεία τους και θα προστατεύσει το δρόμο των δικαίων και των ευλαβών».
Ο Κλήμης παραβάλλει την σοφία προς την βροχή και όσους φιλοσοφούν με την ποικιλία των βοτάνων, τα οποία, αν και ποτίζονται όλα με τα ίδια ύδατα, το καθένα μεταβάλλει τους χυμούς σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση του. Και να οι λόγοι του: «Είναι προφανές ότι η ελληνική προπαιδεία, καθώς και η φιλοσοφία η ίδια, έχουν έλθει στους ανθρώπους από το Θεό, όχι κατά σειρά προτεραιότητος, αλλά όπως ακριβώς οι βροχές κατακλύζουν την καλή γη και στην κοπριά και στα δώματα και έτσι με τον ίδιο τρόπο βλασταίνει και το γρασίδι και το σιτάρι και η άγρια συκιά επάνω στα μνήματα και τα άγρια δέντρα. Και το καθένα από όσα φυτρώνουν είναι πανομοιότυπο του φυτού από το οποίο προέρχεται».
Από όσα προαναφέρθηκαν φαίνεται ότι ο Κλήμης παραδέχεται ως φιλοσοφία μόνον την ορθή. Δηλαδή, παραδέχεται μόνο τις υγιείς ιδέες της φιλοσοφίας. Αυτό φαίνεται και από τα εξής: «Ασφαλώς και δεν αποδεχόμαστε κάθε είδους φιλοσοφία, αλλά μόνον εκείνη, στην οποία αναφέρεται και ο Σωκράτης στους Πλατωνικούς διαλόγους. Επειδή, όπως λέγει, στις τελετές πολλοί κρατούν βακχικά καλάμια, αλλά λίγοι είναι όσοι εκστασιάζονται. Με την έννοια, ότι «πολλοί είναι οι κλητοί (προσκεκλημένοι), αλλά λίγοι οι εκλεκτοί». «Με αυτά τα λόγια εκφράζει επομένως καθαρά τη γνώμη του ο Σωκράτης. Κατά τη δική μου γνώμη (του Κλήμεντος) οι αναφερόμενοι δεν είναι άλλοι από όσους φιλοσοφούν σωστά, ανάμεσα στους οποίους και εγώ (ο Κλήμης), δεν παρέλειψα τίποτε στη ζωή μου, αλλά έδειξα κάθε προθυμία, ώστε να έχομε επιτύχει κάτι μέχρι σήμερα και να ελπίζομε ότι, αν θέλει ο Θεός, θα γνωρίσωμε στο μέλλον και ολόκληρη την καθαρή αλήθεια, όταν φθάσουμε εκεί (στον άλλο κόσμο)».
Ο Κλήμης διακρίνει την αληθινή φιλοσοφία από τη σοφιστεία και τα όσα ορθά αναφέρει η φιλοσοφία από τα μη ορθά. Αυτό φαίνεται από τα ακόλουθα: «Ονομάζω φιλοσοφία όχι τη Στωική, ούτε την Πλατωνική ή την Επικούρειο ή την Αριστοτελική, αλλά τα όσα ορθά έχουν λεχθεί από την κάθε μία διαίρεση της φιλοσοφίας. Δηλαδή, όσα διδάσκουν δικαιοσύνη με ευλαβική επιστήμη. Όλην αυτή την επιλογή ονομάζω φιλοσοφία. Αλλά δε θα έλεγα ποτέ, ότι έχουν θεία προέλευση όσα επιλέγουν οι ψευδοφιλόσοφοι για να διαστρέφουν ή αλλοιώνουν την αλήθεια με ανθρώπινους διαλογισμούς».
Ο Ιερός Κλήμης αυτή τη φιλοσοφία (την ορθή), ως υγιή, την θεωρεί άψογη και, για να προλάβη οποιαδήποτε μομφή από παρερμηνεία ορισμένων περικοπών της Ιεράς Γραφής, ερμηνεύει αυτές τις περικοπές λέγοντας: «Όταν η Γραφή αποκαλεί τους Έλληνες σοφούς φίλαυτους (εγωιστές) και αλαζονικούς κατηγορεί όχι βέβαια τους αληθινούς σοφούς, αλλά τους δοκισήσοφους (ψευτοφιλόσοφους). Εναντίον αυτών λέγεται ότι… θα καταστρέψω τη σοφία των σοφών και θα απορρίψω τη σύνεση των συνετών».
Ο Κλήμης τόσο πολύ προχωρεί στη θεωρία του ότι κάθε (ορθή) φιλοσοφία προέρχεται από τον Θεό και ότι η Θεία σοφία εφώτιζε και καθοδηγούσε τα βήματα του Ελληνικού Έθνους, ώστε πιστεύει ότι και τα Ιερά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης κατά θεία Πρόνοια μεταφράσθηκαν στα ελληνικά και τα (Ιερά Βιβλία) της Καινής Διαθήκης εγράφηκαν στα Ελληνικά, με τελικό σκοπό το Ελληνικό Έθνος, το οποίο με τη φυσική και μόνο θεογνωσία οδηγήθηκε στην ανεύρεση της αληθείας, να γνωρίσει και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια, όταν έγινε γνωστή, και με την βοήθεια και των δύο να οδηγηθεί στην υψίστη αλήθεια. Να τι ακριβώς λέει για την μετάφραση των Ιερών Γραφών στα Ελληνικά: «Διότι γι’ αυτό μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα οι Γραφές, για να είναι αδύνατον να προβάλουν ποτέ οι Έλληνες σαν πρόφαση την άγνοια και για να είναι ικανοί να εννοήσουν και τα δικά μας (των Εβραίων), αρκεί να το θελήσουν».
Από όλα αυτά είναι προφανές ότι ο Κλήμης δέχεται, ότι η Θεία Πρόνοια εμερίμνησε υπέρ των Ελλήνων για να γνωρίσουν την αλήθεια και να μην αγνοούν, λόγω ελλείψεως γνώσεως της Εβραϊκής γλώσσης, την εξ αποκαλύψεως αλήθεια και από αυτό το λόγο παραπλανηθούν έξω από τον ίσιο δρόμο, ο οποίος οδηγεί στην αποστολή τους. Με τη γνώμη αυτή συμφωνούμε και εμείς (Άγ. Νεκτάριος). Και αλήθεια, είναι δυνατό να ρωτήσει κάποιος. Γιατί να γραφούν ελληνικά οι Γραφές και όχι ρωμαϊκά; Ή σε κάποια άλλη γλώσσα; Η θεία πρόνοια είχε γι’ αυτό (ειδικό) λόγο, το ότι το Ελληνικό Έθνος είχε ήδη κληθεί από την εμφάνισή του για τον Χριστιανισμό.
Χωρίς αμφιβολία είχε κληθεί το Ελληνικό Έθνος να εργασθεί για τον Χριστιανισμό και γι’ αυτό υπήρξε πρόνοια να γνωρίσει την εξ αποκαλύψεως αλήθεια και με την βοήθεια της φιλοσοφίας και με την βοήθεια της αποκαλύψεως. Ήδη έχουμε τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε, ότι η φιλοσοφία οδηγούσε το Ελληνικό Έθνος στον Χριστό για να το αναδείξει κατάλληλο όργανο για τη διάδοση των θείων αρχών Του.
Και αυτή είναι η πεποίθησή μου. Ενδεχομένως, όμως, να υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι έχουν τη γνώμη, ότι η ελληνική φιλοσοφία είναι μία άποψη της δυνάμεως της ανθρωπίνης διανοίας και το τέρμα και ο σκοπός των ενεργειών του πνευματικού βίου του ανθρώπου, όπου και η εκπλήρωση των πνευματικών αναγκών και των εγκαρδίων πόθων του. Και ότι αυτή η ολοκλήρωση θα του φέρει την ευδαιμονία και την μακαριότητα. Γι’ αυτούς επιχειρούμε με λίγα λόγια να αποδείξουμε για ποιους λόγους είναι αδύνατον η Ελληνική φιλοσοφία να είναι ο σκοπός, αλλά ότι είναι, απλώς, μία παράλληλη αιτία και ο οδηγός προς τον σκοπό.
Για το ζήτημα αυτό να τι λέει ο Ιερός Κλήμης:
«Η φιλοσοφία είναι αναζήτηση της αληθείας για την κατανόησή της, είναι ευνόητον, ότι δεν είναι συγχρόνως αιτία της κατανοήσεως, αλλά, μαζί με άλλες αιτίες, αιτία και συνεργός και ίσως και συναίτιο αίτιο της κατανοήσεως. Και όπως και η ευδαιμονία αν και είναι μία, έχει πολλές αιτίες, τις αρετές, κατά τον ίδιο τρόπο είναι πολλά αυτά, τα οποία αναζητούν την πραγματική αλήθεια».
Επομένως, η Ελληνική φιλοσοφία, είναι στην πραγματικότητα, «συναίτιον αίτιον» και συνεργός και αιτία να αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια, αλλά δεν είναι η ίδια η αλήθεια, η οποία θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί το τέρμα των ενεργειών της ανθρωπότητος και η κατεύθυνση και ο σκοπός της δράσεώς της.
Μέσα στην καρδιά του ανθρώπου παρέμενε πάντοτε κάποιο κενό, το οποίο δεν ήταν δυνατό να γεμίσει η φιλοσοφία. Και όχι μόνο δεν εγέμιζε το κενό της καρδιάς, αλλά το μεγάλωνε περισσότερο, με το να ανακαλύπτει τον Θεό μέσα στα δημιουργήματά Του, χωρίς όμως, να έχει τη δυνατότητα να Τον πλησιάσει και να Τον εγκολπωθεί. Η φιλοσοφία, λέει ο Κλήμης, έβλεπε την εικόνα της αληθείας όπως μέσα σε καθρέπτη, όπως μία φανταστική εικόνα φαίνεται μέσα στο νερό και όπως βλέπει κανείς ανάμεσα από διαφανή και καθαρά σώματα. Όμως, η ανθρωπότητα ήθελε να ιδεί καθαρά και επιζητούσε να ενωθεί με το Θείο. Αλλά η φιλοσοφία εννοούσε, βέβαια, τον Θεό από τις θείες του ιδιότητες, συναισθανόταν το απέραντο μεγαλείο Του, αλλά Τον έβλεπε σαν σε εικόνα και της ήταν αδύνατο να ενώσει τον άνθρωπο με το Θείο. Η κατανόηση των θείων ιδιοτήτων με τη βοήθεια της φιλοσοφίας εδίδαξε στον άνθρωπο τις ηθικές αρετές για να αφομοιωθεί με τη βοήθειά τους προς το Θείο. Αλλά, μόνη η διδασκαλία δεν είχε τη δύναμη να υψώσει τον άνθρωπο μέχρι το θρόνο του Θεού, προς Τον οποίον επιθυμούσε να φθάσει για να Τον ιδεί πρόσωπο προς Πρόσωπο. Δεν είχε αυτή τη δυνατότητα, γιατί δεν της ήταν δυνατό να ρίξει το τείχος της αμαρτίας το υψωμένο μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων. Δεν είχε αυτή τη δυνατότητα, γιατί της ήταν αδύνατο να διαπλάσει τον διεφθαρμένο από την αμαρτία άνθρωπο, γιατί δεν είχε θεία διαπλαστική δύναμη. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε θείο κύρος. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε πίστη να τον πληροφορεί μυστικά μέσα στην καρδιά, ώστε να αποδεχθεί χωρίς καμμία επιφύλαξη την αλήθεια. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε την δύναμη να ανακουφίσει τις πάσχουσες καρδιές της ανθρωπότητος. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε την ισχύ της Χριστιανικής αγάπης, η οποία αμείβεται από τη θεία αγάπη με την πλουσιοπάροχη δωρεά της ευτυχίας και της μακαριότητος. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε την πίστη, η οποία θα πληροφορούσε τους οπαδούς της για την απόλυτη αλήθεια των αρχών της. Δεν της ήταν δυνατό, γιατί δεν είχε θεία δύναμη, ώστε να ελκύσει την ανθρωπότητα προς αυτή. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε την δύναμη να πείθει και στα λόγια και στα έργα. Της ήταν αδύνατον γιατί δεν διέθετε το μεγαλείο της δυνάμεως, η οποία εκθαμβώνει και καταπλήσσει με τα έργα Της. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε την άνωθεν, την από τον ουρανό, μαρτυρία να διαβεβαιώσει, ότι οι λόγοι της ήταν αληθινοί. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε τα χαρίσματα τα οποία χαρίζει πλουσιοπάροχα ο ουρανός στους οπαδούς Του. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε τον αγιασμό και τη δύναμη της μεταδόσεώς του. Τέλος, της ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε τη Θεία Αποκάλυψη και το θρησκευτικό κύρος, ώστε να καθησυχάζει τις καρδιές των οπαδών της. Και όλα αυτά τα είχε ανάγκη η ανθρωπότητα για να πεισθεί να βαδίσει στον ίσιο δρόμο, να φύγει από την πλάνη, να αναπλασθεί και να αποκτήσει τη μακαριότητα. Οι ελλείψεις αυτές της φιλοσοφίας την έκαναν ανίσχυρη να γίνει ο σκοπός και η κατάληξη του πνευματικού βίου του ανθρώπου. Γι’ αυτόν το λόγο, πιστεύουμε, ότι η φιλοσοφία δεν ήταν ο σκοπός και το τελικό όριο, αλλά ο παιδαγωγός προς τον Χριστιανισμό, όπου ευρίσκετο η ολοκλήρωση των ελλείψεων της φιλοσοφίας και η τέλεια ικανοποίηση των πόθων της καρδιάς του ανθρώπου.
Το ότι η φιλοσοφία δεν ήταν ο σκοπός και η κατάληξη του πνευματικού βίου του ανθρώπου και η ολοκλήρωση των πόθων της καρδιάς του φαίνεται και εκ του ότι δεν είχε τη δύναμη να λύση τα ακόλουθα τρία σπουδαιότατα ζητήματα, τα οποία από αιώνων απασχόλησαν το πνεύμα της ανθρωπότητος και να την πείσει να δεχθεί χωρίς δισταγμό την αλήθεια της φιλοσοφίας. 1) Ο άνθρωπος ήθελε να γνωρίσει και να πιστέψει τον αληθινό Θεό, γιατί αισθανόταν την ανάγκη να Τον πλησιάσει. 2) Είχε την επιθυμία να γνωρίσει τον εαυτό του και να πεισθεί για την αξία του και τη σχέση του προς το Θεό. Και το 3) είχε την επιθυμία να μάθει για την αιωνιότητά του. Η φιλοσοφία είχε τη δύναμη να φέρει όσους φιλοσοφούν προς την αλήθεια, να τους φανερώσει την εικόνα της αλήθειας σαν μέσα σε καθρέπτη ή μέσα από διαυγές και διαφανές σώμα, αλλά δεν ήταν δυνατό να πείσει με τη διδασκαλία της για όλα αυτά, ούτε να σηκώσει το πιεστικό βάρος από τις ανθρώπινες καρδιές. Προς τα ζητήματα αυτά ήταν συνδεδεμένος ολόκληρος ο ηθικός και πνευματικός βίος του ανθρώπου και ολόκληρη η δραστηριότητα της ζωής του. Ο άνθρωπος είχε την επιθυμία να πληροφορηθεί και να βεβαιωθεί για να βάλει κανόνες στον ηθικό του βίο. Επειδή κανένας δεν οικοδομεί στερεά τον ηθικό του βίο επάνω σε αβέβαιες και ασταθείς αρχές και μάλιστα επάνω σε αρχές χωρίς Θείο Κύρος. Η φιλοσοφία εδίδαξε υγιείς θεωρίες, αλλά κανένα δεν έπεισε να κανονίσει τον βίο του σύμφωνα με αυτές τις καλές θεωρίες, επειδή δεν είχαν θείο κύρος και δεν υπήρχε η εσωτερική πληροφορία γι’ αυτές. Ο άνθρωπος εζητούσε με πάθος πληροφορίες, εζητούσε απόδειξη για την αλήθεια της φιλοσοφίας, αλλά η απόδειξη έλειπε.
Η απαίτηση αυτή, απαίτηση του πνεύματος και της καρδιάς του ανθρώπου ήταν απλώς το προστάδιο του νου και της καρδιάς για την άσκηση ηθικού βίου, όχι, όμως, και το μέσο για να το κατορθώσει κανείς, γιατί πάντοτε υπήρχε η απόλυτος ανάγκη να υπάρχουν και όσα αποδείξαμε προηγουμένως και γι’ αυτό η απαίτηση αυτή υπήρξε ο σκόπελος, επάνω στον οποίο ναυαγούσε ευθύς εξ αρχής η φιλοσοφία, παρόλον, ότι ξεκινούσε με ολάνοιχτα πανιά. Η ιστορία μαρτυρεί αυτή την αδυναμία και την ανικανότητα να επιτελεσθεί η ηθικοποίηση της ανθρωπότητος και να ικανοποιηθούν οι ακόρεστοι πόθοι της καρδιάς και οι απαιτήσεις του Νου. Αυτό ακριβώς δείχνει πόσο ανεπαρκής ήταν η φιλοσοφία για να επιτύχει το μεγάλο έργο της διαπλάσεως της ανθρωπότητος. Η ανθρωπότητα εζητούσε θεία αποκάλυψη για να μάθει την αλήθεια. Και για να βεβαιωθεί και να πεισθεί χρειαζόταν Θείο Διαπλάστη. Η φιλοσοφία όμως δεν τα είχε αυτά. Η ανθρωπότητα τα βρήκε στον Χριστιανισμό, προς τον οποίο οδηγούσε τα βήματά της η Ελληνική φιλοσοφία.
Αυτή είναι η ταπεινή μου γνώμη για το ζήτημα αυτό.
Εν Αθήναις τη 17 Ιουνίου 1896
Ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
*η Νεοελληνική απόδοση είναι της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΥ-ΔΕΪΛΑΚΗ .

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου