Ει και πατάσση, Μερκούριε, τω
ξίφει,
και νεκρός εχθρόν συ πατάσσεις
Κυρίου.
Ήταν σκυθικής καταγωγής «νέος, ωραίος, ξανθός την
κόμην, υψηλός και την όψιν διαπρεπής». Ο πατέρας του λεγόταν Γορδιανός και ήταν
χριστιανός. Είχε καταταγεί στο στράτευμα των Μαρτησίων, φθάνοντας σε ηλικία 25
ετών στον βαθμό του στρατηγού, για τα ανδραγαθήματά του στο πεδίο της μάχης,
επί αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.)
Εκείνη την περίοδο βάρβαροι λαοί εισήλθαν στα
ανατολικά σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και ο αυτοκράτορας Βαλεριανός
(253-259 μ.Χ.) έστειλε τον Μερκούριο με το στράτευμά του να τους πολεμήσει. Οι βάρβαροι
ήταν πολλοί, και ο άγιος σκεπτόταν με απορία τι να κάνει.
Ξαφνικά, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας λευκοντυμένος
άγγελος, κρατώντας ξίφος στο χέρι. Το έδωσε στο νέο και του είπε: «Αγαπημένε μου φίλε Μερκούριε, με έστειλε ο Κύριος για να
σε ενθαρρύνω και να σε δυναμώσω. Χτύπησε τους εχθρούς σου, και, με τη βοήθεια
του Θεού, θα νικήσεις. Με τη νίκη αυτή θα γίνεις παντού περιβόητος. Πρόσεξε
όμως, να μη φανείς στον Ευεργέτη σου αχάριστος, αλλά πάντα να θυμάσαι τη
βοήθειά Του. Στην ψυχή σου πρέπει να ριζώσει ο πόθος Του, γιατί κάποια μέρα θα
μαρτυρήσεις για το άγιο όνομά Του και θα λάβεις του μαρτυρίου το στεφάνι».
Ο Μερκούριος, με αυτά που άκουσε, πήρε θάρρος και δύναμη. Όρμησε ακάθεκτος στη
μάχη και κατατρόπωσε τους εχθρούς με το σπαθί του αγγέλου. Οι βάρβαροι
βλέποντάς τον, να τους θανατώνει σαν άγριο λιοντάρι, έφυγαν έντρομοι. Έτσι ο
Μερκούριος
αντιμετωπίζοντας μόνος του τον αρχηγό τους
Ρήγα, τον σκότωσε. Οι υπόλοιποι βάρβαροι βλέποντας ότι ο αρχηγός τους έπεσε
νεκρός, έφυγαν όλοι.
Ο αυτοκράτορας θαύμασε τον ηρωισμό του και τον
ανακήρυξε στρατηλάτη (αρχιστράτηγο). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά του πρόσφερε δώρα,
τον διαφήμισε στο λαό και τον προσκαλούσε καθημερινά στο βασιλικό τραπέζι. Η
πολλή όμως αγάπη του επίγειου βασιλιά έκανε τον άγιο να λησμονήσει τον ουράνιο.
Γι’αυτό ο άγγελος παρουσιάζεται πάλι μια νύχτα, τον
ξυπνάει και τον παρατηρεί: «Τι σου είπα,
Μερκούριε, όταν σου πρόσφερα το διαλεχτό σπαθί και νίκησες με τη θεϊκή βοήθεια
τα στίφη των βαρβάρων; Είναι γραφτό να μαρτυρήσεις για τον Χριστό και να
δοξαστείς αιώνια. Εσύ όμως λησμόνησες τον ουράνιο Βασιλιά και προτίμησες τις
τιμές του επίγειου. Ξύπνα από την αμέλειά σου, καταφρόνησε την πρόσκαιρη
απόλαυση, κι έτσι θα αξιωθείς να κατοικήσεις στα παλάτια του ουρανού».
Ο άγγελος αμέσως έγινε άφαντος. Ο Μερκούριος έκλαψε πικρά και απαρηγόρητα.
Μετανοημένος ειλικρινά, αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του αγγέλου.
Μία μέρα ο αυτοκράτορας κάλεσε τον Μερκούριο να πάνε
μαζί στο συνέδριο, αλλά βρήκε κάποια πρόφαση και αρνήθηκε. Την επόμενη ο
αυτοκράτορας επέμεινε: «Ας πάμε να θυσιάσουμε στο ναό της Αρτέμιδος, για να την
έχουμε κι άλλη φορά σύμμαχο στους πολέμους». Ο στρατηλάτης βρίσκοντας πάλι
πρόφαση, επέστρεψε σπίτι του. Τότε κάποιος ευγενής ονόματι Κάτουλος (Catullus)
τον κατήγγειλε ότι είναι χριστιανός για να φανεί πιστός στον αυτοκράτορα και να
πάρει το αξίωμα του στρατηλάτου. Στην αρχή ο αυτοκράτορας δεν τον πίστεψε και
κάλεσε τον Μερκούριο για εξέταση. Ο Μερκούριος αρνήθηκε τη θυσία στους
ψεύτικους θεούς και ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Με παρρησία
λέει στον αυτοκράτορα: «Αυτή την τιμή, την οποία λέγεις ότι μου έδωσες, εγώ
καθόλου δεν τη συλλογίζομαι, αλλά φροντίζω να λάβω από τον Θεό μου τιμή αιώνια,
ο οποίος μου έδωσε δύναμη και νίκησα τους εχθρούς σου». Ύστερα έβγαλε τη ζώνη
και το μανδύα του στρατηλάτη και τα έριξε καταγής.
Ο αυτοκράτορας διέταξε να τον φυλακίσουν και να
προσπαθήσουν να τον μεταπείσουν με τα λόγια. Στη φυλακή που τον έβαλαν,
προσευχόταν μέχρι αργά τα μεσάνυχτα. Τότε πλησίασε κοντά του πάλι ο άγγελος και
τον παρότρυνε: «Κήρυξε με παρρησία τον Χριστό,
και υπόμεινε με ανδρεία τα πρόσκαιρα βασανιστήρια, για να απολαύσεις αιώνια
δόξα και αγαλλίαση».
Το πρωί ο αυτοκράτορας κάθισε στο θρόνο, έφεραν τον
Άγιο και τον δοκίμασε πρώτα με κολακείες κι ύστερα με αγριότητα και
βασανιστήρια. Βλέποντας ότι τίποτα δεν καταφέρνει, διατάζει τους στρατιώτες να
τον δέσουν και να τον τεντώσουν μεταξύ τεσσάρων πασσάλων. Κατόπιν άναψαν φωτιά
από κάτω και έτσι ψηλά κρεμασμένο, άλλοι άρχισαν να κατακόπτουν τις σάρκες του
με μαχαίρια από πάνω, κι άλλοι να τον κατακαίουν από κάτω για να έχει τριπλή
τιμωρία. Το μαρτύριο κράτησε τρεις ώρες. Τόσο πολύ αίμα έρευσε από τις πληγές
του, που έσβησε την φωτιά. Στη συνέχεια τον κατέβασαν κάτω και τον έριξαν σε σκοτεινή
και ζοφώδη φυλακή.
Στη φυλακή, ήρθε πάλι σύμμαχός του ο άγγελος και του
είπε: «Χαίρε γενναίε και ανίκητε στρατιώτη του
Χριστού». Με το χαιρετισμό αυτό του αγγέλου, ο άγιος συνήλθε κι
έγινε υγιής όπως πρώτα. Ο αυτοκράτορας εκείνη τη νύκτα δεν κοιμήθηκε καθόλου
από τους λογισμούς και τη μανία ότι νικήθηκε από τον Άγιο και διατάζει να τον
φέρουν μπροστά του πριν ξημερώσει. Τότε έκπληκτος αντίκρυσε τον Άγιο υγιή χωρίς
πληγές. Από το θυμό του διέταξε νέα χειρότερα βασανιστήρια: να διαμερίσουν τα
μέλη του μάρτυρα και άλλοι να τον κεντούν με κέντρα κοπτερά, άλλοι να τον
τρυπούν με πυρακτωμένα σουβλιά και άλλοι να τον δέρνουν στο πρόσωπο. Αλλά με
όλα αυτά δεν πέτυχε τον σκοπό του, ο μάρτυρας υπέμεινε και αυτή την τιμωρία με
θαυμάσια γενναιότητα. Οι δήμιοι κουράστηκαν.
Έτσι έδωσε την τελευταία διαταγή να τον αποκεφαλίσουν.
Στον τόπο της εκτέλεσης τον πήγαν σηκωτό οι δήμιοι, επειδή δεν μπορούσε να
περπατήσει καθόλου. Ο Άγιος προσευχήθηκε για τους στρατιώτες να τους συγχωρέσει
για τα μαρτύρια που του έκαναν, έπειτα εδεήθη για εκείνους οι οποίοι θα του
κάνουν εορτή να απολαύσουν πολλαπλάσιο μισθό και αφού σφράγισε σε όλο του το
σώμα τον Τίμιο Σταυρό, είπε στους στρατιώτες να τελέσουν το πρόσταγμα του
αυτοκράτορα.
Κι ενώ ετοιμάζονταν να τον αποκεφαλίσουν, παρουσιάζεται
ο Δεσπότης Χριστός και του απευθύνει τον ύστατο επίγειο χαιρετισμό: «Χαίρε, Μερκούριε! Το μαρτύριό σου έφθασε στο τέλος, κι
εσύ θα απολαύσεις στον ουρανό πλούσια την ανταμοιβή των πόνων σου!».
Τον αποκεφάλισαν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, περίπου το 253 με 259 μ.Χ.
Ουράνιον Άγγελον, χειραγωγόν ασφαλή,
προς δόξαν αρίδηλον, ως του φωτός κοινωνός, Μερκούριε έσχηκας· όθεν τω αθανάτω,
Βασιλεί πειθαρχήσας, ήθλησας υπέρ φύσιν, ως γενναίος οπλίτης' διό τους σοι
προσιόντας, μάκαρ περίσωζε.
Κάποτε ο ασεβής αυτοκράτορας Ιουλιανός εξεστράτευσε προς τα μέρη της Περσίας. Πέρασε όμως και από την Καισάρεια. Ειδοποίησε προτύτερα τον Μέγα Βασίλειο να βγη και να παραδώση το χρυσάφι της Εκκλησίας. Ο Βασίλειος τον είχε γνωρίσει στην Αθήνα, όταν ήταν φοιτητής, και βγήκε με τον λαό να τον υποδεχθή. Προσέφερε όμως στην βασιλική ακολουθία, αντί για χρυσάφι που ζήτησε ο Ιουλιανός, τρία κριθαρένια ψωμιά, από αυτά που τρεφόταν, αφού δεν είχε τίποτα πλουσιότερο να του προσφέρει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ βασιλιάς αφού δέχθηκε το δώρο χωρίς να πει τίποτα, με τη σειρά του διέταξε τους υπηρέτες του και έδωσαν στον άγιο ως ανταπόδοση του δώρου του, χόρτο και σανό, που τρώνε τα ζώα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να ειρωνευτεί τον άγιο.
(Μετά από μια στιχομυθία) ο Ιουλιανός οργισμένος λέει προς τον Βασίλειο: «…όταν επιστρέψω από την Περσία νικητής θα κάψω όλη σου την πόλη και τον ανόητο λαό σου, ο οποίος ατιμάζει τους θεούς μας και εσύ θα πάρεις την πρέπουσα ανταμοιβή». Και ξεκίνησε με τα στρατεύματα του για την Περσία.
…Κάποια μέρα έρχεται το μαντάτο στον άγιο ότι ο βασιλιάς επιστρέφει από την Περσία και χωρίς να χάσει καιρό σύναξε όλους τους χριστιανούς λέγοντας τους να νηστέψουν τρεις μέρες.
Κατόπιν τους παίρνει στο όρος Δίδυμο της Καισαρείας, όπου εκεί ήταν ναός αφιερωμένος στην Παναγία, για να προσευχηθούν κλήρος και λαός στον Θεό και να τον παρακαλέσουν να αλλάξει τη γνώμη του Ιουλιανού.
Καθώς προσευχόντουσαν ξαφνικά ο Μέγας Βασίλειος βλέπει πλήθος από στρατιές αγγέλων να κυκλώνουν το όρος και στη μέση τους μια γυναίκα ένθρονη, τὴν Παναγία, να λέει σε αυτούς: «Καλέστε μου τον Μερκούριο και πέστε του να πάει να κτυπήσει τον εχθρό του Υιού μου, τον Ιουλιανό».
Έκπληκτος βλέπει τότε ο Μέγας Βασίλειος, να καταφθάνει αμέσως ο Μάρτυς Μερκούριος, φέροντας τα όπλα του, να παίρνει θεία προσταγή και να φεύγει αμέσως για να εκτελέσει την προσταγή της Θεοτόκου. Μετά η Παναγία προσκαλώντας τον άγιο του έδωσε ένα βιβλίο που έγραφε μέσα όλη τη δημιουργία της κτίσεως. Και πράγματι ο άγιος έγραψε την ερμηνεία της εξαημέρου δημιουργίας από τον Θεό και όταν έφτασε στον άνθρωπο εκοιμήθη. Συμπλήρωσε την ερμηνεία ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης.
Ο Άγιος Βασίλειος μόλις τελειώνει η οπτασία αυτή κατεβαίνει μαζί με τους κληρικούς του από το όρος και πηγαίνει στην πόλη, όπου υπήρχε ναός προς τιμή του Αγίου Μερκουρίου και εκεί φυλαγόταν το τίμιο του λείψανο και τα όπλα του. Μπαίνοντας μέσα στον ναό βλέπουν ότι το λείψανο και τα όπλα δεν ήταν στη θέση τους και κανείς δεν ήξερε που πήγαν. Τότε ο Μέγας Βασίλειος κατάλαβε ότι το όραμα ήταν αληθινό και ότι εκείνητη νύχτα ο Ιουλιανός σκοτώθηκε.
Τρέχει αμέσως στο όρος και αναγγέλλει το χαρμόσυνο γεγονός στους χριστιανούς, λέγοντας τους ότι τώρα θα πάρουν πίσω τα χρήματα τους. Ο πιστός λαός του Μεγάλου Βασιλείου όμως είχε αντίθετη γνώμη και του λένε: «Αυτά θα τα δίναμε για τον ασεβή βασιλιά για να σώσουμε τη ζωή μας. Τώρα να μην τα δώσουμε στον Βασιλιά του ουρανού και της γης, ο οποίος μας χάρισε τη ζωή»;
Ακούγοντας τον λαό του με ένα στόμα να μιλά έτσι ο άγιος αφού τον επαίνεσε, όρισε να πάρουν το ένα τρίτο από όσα έδωσε ο καθένας και με το υπόλοιπο να κτίσουν πτωχοτροφεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, γηροκομεία και ορφανοτροφεία.