Ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος ἦταν μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ προφήτη Ἠλία. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε, ἀπέκτησε μαθητές, «υἱοὺς προφητῶν», οἱ ὁποῖοι αὐξήθηκαν καὶ δὲν χωροῦσαν πλέον μὲ ἄνεση στὸ οἴκημα ὅπου διέμεναν.
Ἔτσι, κατέβηκαν μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό τους σὲ μιὰ κατάφυτη ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ γιὰ νὰ κόψουν ξύλα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔχτιζαν τὸ νέο μεγαλύτερο σπίτι τους. Καθὼς ὅμως ἔκοβαν δένδρα, πετάχθηκε τὸ μεταλλικὸ τμῆμα ἑνὸς τσεκουριοῦ καὶ ἔπεσε στὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.
–Ἄχ, κύριε! εἶπε αὐτὸς ποὺ ἔπαθε τὸ ἀτύχημα. Αὐτὸ τὸ τσεκούρι ἦταν δανεικό.
–Ποῦ ἔπεσε; τὸν ρώτησε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
–Ἐδῶ.
Ὁ προφήτης ἔκοψε ἕνα ξύλο, τὸ ἔκανε στειλιάρι καὶ τὸ ἔριξε στὸν Ἰορδάνη, στὸ σημεῖο ὅπου εἶχε βυθισθεῖ τὸ σίδερο. Τότε ἔγινε κάτι θαυμαστό: Τὸ σίδερο ἀνέβηκε στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ ἐφάρμοσε στὸ ξύλο.
–Πάρ’ το, τοῦ εἶπε.
Πράγματι, ὁ μαθητὴς ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὸ πῆρε μὲ χαρά (βλ. Δ΄ Βασ. ς΄ 1-7).
Τὸ ξύλο μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε αὐτὸ τὸ θαῦμα, προτυπώνει, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συμβολίζει τὸν Τίμιο Σταυρό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες