Κάποτε ό πανάγαθος Κύριος καθόταν μπροστά στο ναό της Ιερουσαλήμ. Μιλούσε σε κάποιους ανθρώπους και ή γλυκιά διδασκαλία Του έτρεφε τις πεινασμένες καρδιές. Γύρω Του σιγά σιγά μαζεύτηκε ένα μεγάλο πλήθος (βλ. Ίωάν. η' 2). Μιλούσε στους ανθρώπους ό Κύριος για την αιώνια μακαριότητα, για την ατελεύτητη χαρά πού περιμένει τούς δίκαιους στην αιώνια κατοικία, στους ουρανούς. Οι άνθρωποι χαίρονταν με τη διδασκαλία Του, με τα θεϊκά Του λόγια.
Ή πίκρα πολλών απογοητευμένων ψυχών κι ή έχθρα πολλών ανθρώπων πού τούς είχαν προσβάλει, έσβηναν όπως το χιόνι μόλις τ' αγγίξουν οι θερμές ακτίνες του ήλιου. Ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσε ή υπέροχη αύτη σκηνή ειρήνης κι αγάπης πού έσμιγε τη γη με τον ουρανό, αν δεν την είχε διακόψει κάτι αναπάντεχο.
Ό Μεσσίας αγαπά τους ανθρώπους και δεν κουράζεται ποτέ να τους διδάσκει.
Και οι ευλαβείς πιστοί δεν κουράζονται ποτέ ν' ακούν την θαυμάσια θεραπευτική και σοφή διδασκαλία του.
Ή πίκρα πολλών απογοητευμένων ψυχών κι ή έχθρα πολλών ανθρώπων πού τούς είχαν προσβάλει, έσβηναν όπως το χιόνι μόλις τ' αγγίξουν οι θερμές ακτίνες του ήλιου. Ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσε ή υπέροχη αύτη σκηνή ειρήνης κι αγάπης πού έσμιγε τη γη με τον ουρανό, αν δεν την είχε διακόψει κάτι αναπάντεχο.
Ό Μεσσίας αγαπά τους ανθρώπους και δεν κουράζεται ποτέ να τους διδάσκει.
Και οι ευλαβείς πιστοί δεν κουράζονται ποτέ ν' ακούν την θαυμάσια θεραπευτική και σοφή διδασκαλία του.