Ζούσε στους πρώτους αιώνας ένας μοναχός, ό οποίος όσες φορές τον ερωτούσε ό Ηγούμενος του «Πώς πηγαίνει; στην υγεία σου, αδελφέ;».
Αυτός πάντοτε παραπονιόταν ότι ήταν κατάκοπος από την πολλή εργασία.
Ακούγοντας καθημερινώς ό Ηγούμενος το ίδιο παράπονο ερώτησε κάποια ημέρα τον Μοναχό: «Τι είδους εργασία κάμνεις και κοπιάζεις τόσον πολύ, αδελφέ;»
Και ό Μοναχός απάντησε: Άγιε Ηγούμενε έχω τόσες εργασίες κάθε ημέρα και νύκτα, ώστε οί δυνάμεις μου δεν θα έφθαναν γι’ αυτές, εάν ό Θεός δεν με βοηθούσε:
Πρώτον, έχω δύο γεράκια, τα οποία προσπαθώ να κρατώ δέσμια και να τα εξημερώνω.
Δεύτερον, έχω δύο λαγούς, τους οποίους φυλάγω για να μη φύγουν.
Τρίτον, έχω δύο βόδια, τα οποία επιβλέπω για να εργάζονται.
Τέταρτον, έχω ένα λύκο τον οποίον προσέχω δια να μη βλάψει κανένα.
Πέμπτον, έχω ένα λιοντάρι, το οποίο προσπαθώ να κατανικήσω, και
Έκτον, έχω ένα ασθενή, τον οποίον πρέπει πάντοτε να τον περιποιούμαι.
Δεύτερον, έχω δύο λαγούς, τους οποίους φυλάγω για να μη φύγουν.
Τρίτον, έχω δύο βόδια, τα οποία επιβλέπω για να εργάζονται.
Τέταρτον, έχω ένα λύκο τον οποίον προσέχω δια να μη βλάψει κανένα.
Πέμπτον, έχω ένα λιοντάρι, το οποίο προσπαθώ να κατανικήσω, και
Έκτον, έχω ένα ασθενή, τον οποίον πρέπει πάντοτε να τον περιποιούμαι.
Ό Ηγούμενος αφού άκουσε αυτά γέλασε λίγο και είπε στον Μοναχό: Αυτά. παιδί μου, δεν