Η Λυδία, κόρη
ενός ιερέως της πόλεως Ούφα1, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1901.
Από παιδί ήταν ευαίσθητη, στοργική και αγαπητή από όλους. Φοβόταν την αμαρτία
και κάθε τι που δεν το επέτρεπε ο νόμος του Θεού. Μόλις τελείωσε το
παρθεναγωγείο στα δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε και αμέσως έχασε τον άνδρα
της στον εμφύλιο πόλεμο με την αναχώρησι του Λευκού (τσαρικού) Στρατού.
Ο πατέρας της,
από τις πρώτες αρχές του σχίσματος των «Ανακαινιστών»2 που
οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1922, προσχώρησε σ' αυτό. Η θυγατέρα του
τότε γονάτισε μπροστά στα πόδια του πατέρα της και είπε: «Δώσε μου την ευχή
σου, πατέρα, να σ' αφήσω, για να μη σε δεσμεύω στη σωτηρία της ψυχής σου». Ο
γέρων ιερέας ήξερε καλά την κόρη του, όπως ήξερε καλά και το εσφαλμένο της
κινήσεώς του. Δάκρυσε και, δίδοντας την ευλογία του στη Λυδία να ζήση μόνη της,
της είπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, όταν