(λόγος του Οσίου Βαρλαάμ στον Ιωάσαφ)
Άνθρωπος τις είχε τρεις φίλους, εξ ών τους δύο ηγάπα και εξετίμα, τον δε τρίτον κατεφρόνει μη δεικνύον προς αυτόνφιλανθρωπίαν, ως έπρεπε.
Ελθόντες δε μίαν ημέραν φοβεροί τινες στρατιώται οδήγησαν βιαίως εκείνον τον άνθρωπον προς τον Βασιλέα, διότιεχρεώστει μυρία τάλαντα.
Στενοχωρούμενος λοιπόν ο οφειλέτης, εζήτει τινα να ομιλήση εις τον Βασιλέα και δώση εις αυτόν μικράν προθεσμίαν, ίνα εξοφλήση το χρέος του. Μεταβάς τότε εις τον πρώτον του φίλον, είπε εις αυτόν: γινώσκεις, φίλτατε, ότι πολλάκις εκινδύνευσαπρος χάριν σου. Τώρα και
εγώ σε χρειάζομαι εις την ανάγκην μου. Λοιπόν βοήθησόν με όσον δύνασαι. Ο δε φίλος του απεκρίθη: εγώ δεν είμαι φίλος σου ούτε σε γνωρίζω. Όμως δύο παλαιά ιμάτια σου δίδω και άλλην βοήθεια μην ελπίζεις.
Τότε μετέβη εις τον άλλον ενθυμείσαι, είπεν εις αυτόν, πόσην αγάπην σου έδειξα; τώρα έχω και εγώ συμφοράν μεγίστην, και ζητώ την βοήθειάν σου. Και ο δεύτερος φίλος του απάντησε: δεν έχω σήμερον καιρόν, διότι μεγάλη κακοτυχία μου συνέβη και έχω θλίψιν πολλήν, αλλά θα σε συνοδεύσω ολίγον και κατόπιν θα επιστρέψω εις την οικίαν μου.
Όταν λοιπόν εκείνος ο άθλιος είδε την απανθρωπίαν των δύο φίλων, έδραμε προς τον τρίτον τον οποίον ποτέ δενεσπλαγχνίσθη, ούτε εις χαράν του τινα τον εκάλεσε, και λέγει εις αυτόν με κατησχυμένον πρόσωπον: δεν έχω στόμα να σου μιλήσω, επειδή ουδέποτε καλωσύνη τινα σου έκαμα. Πλην σε παρακαλώ, μη ενθυμηθείς την αφροσύνην μου, αλλά δόσμοι ειςταύτην μου την ανάγκη ολίγην βοήθειαν.
Ούτος τότε είπε εις αυτόν με ιλαρό και χαρούμενο πρόσωπο: ναι, φίλε μου γνήσιε, ενθυμούμαι την μικράν καλωσύνη, την οποίαν μου έκαμες, και όσα σου χρεωστώ, θα σου ανταποδώσω με πολύ κέρδος σήμερον. Και μη φοβού, διότι εγώ θα παρακαλέσω ευθύς τον Βασιλέα, να σου χαρίσει όλον το χρέος και θέλει μου εισακούσει, ως φίλος μου. Ταύτα ακούσας ο χρεώστης κατενύχθη και έλεγε: οίμοι!
Τι να θρηνήσω πρώτον ο ανόητος; Να κατηγορήσω την φιλίαν, την οποίαν είχον προς τους ψευδείς και αχάριστους εκείνους ή να κατακρίνω την φρενοβλαβή αγνωμοσύνην, την οποίαν έδειξα εις τούτον τον αληθή και γνήσιον φίλον μου;
Ο Ιωάσαφ τότε, αφού ήκουσε την παραβολήν ταύτην, εζήτει από τον όσιο γέροντα να του εξηγήση την έννοιαν. Ο δε γέρωναπεκρίθει: ο πρώτος φίλος είναι ο πλούτος και η επιθυμία των προσκαίρων πραγμάτων, δια τα οποία ο άνθρωπος πίπτει ειςμυρίους κινδύνους και όταν έλθει ο θάνατος δεν λαμβάνει τίποτε εξ όλων όσα με κόπους και κινδύνους απέκτησεν, ειμί μόνον τα ιμάτια με τα οποία τον ενδύουσιν.
Ο δεύτερος φίλος είναι η γυνή, τα τέκνα και οι λοιποί συγγενείς και φίλοι του, τους οποίους αγαπά πολύ, και πονεί η ψυχή του εις τον χωρισμόν των, όμως δεν λαμβάνει εξ αυτών, την ώραν του θανάτου, άλλην βοήθειαν ειμί την συνοδείαν των μέχρι του τάφου του, μετά την οποίαν επιστρέφοντες λησμονούν τον φίλον των.
Τρίτος φίλος, ο καταφρονηθείς, είναι η ελεημοσύνη, η φιλανθρωπία, και αι λοιπαί αρεταί, αίτινες μεταβαίνουν ενώπιον του Θεού μεθ ημών μετά τον θάνατόν μας, και παρακαλούσιν Αυτόν να μας λυτρώση από τους δαίμονας.
Νυχθείς τότε την καρδίαν ο Ιωάσαφ είπεν: Ο Θεός να πληρώσει τον κόπον σου, διότι ηύφρανας την ψυχήν μου με τους σοφούς και αρίστους λόγους σου, πλην, σε παρακαλώ, ειπέ μοι, και άλλην παραβολήν δια τον μάταιον κόσμον και πώς να διέλθω τούτον αταράχως.
---
---
(χωρίς η παραπάνω παραβολή να καταργεί τα μυστήρια)
ΑπάντησηΔιαγραφή