Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

σωματική και πνευματική όραση

Πριν από την προπατορική πτώση, η σωματική και η πνευματική όραση του ανθρώπου ήταν υπερβολικά δυνατές. Μετά την πτώση και εξαιτίας της, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη περιορίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσαμε να πούμε πως ο μεταπτωτικός άνθρωπος, σε σύγκριση με τον προπτωτικό, είναι τυφλός σωματικά και πολύ περισσότερο πνευματικά. 

Ο νους και η καρδιά μας έχουν τυφλωθεί. Εξαιτίας αυτής της τυφλότητας, ο νους δεν μπορεί να ξεχωρίσει τους ορθούς λογισμούς από τους πλανεμένους και η καρδιά δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα πνευματικά αισθήματα από τα εμπαθή, ιδιαίτερα όταν τα τελευταία δεν είναι προφανή. 

Λόγω λοιπόν, της νοητικής και καρδιακής τυφλότητάς μας, όλες οι ενέργειές μας καταντούν λίγο ή πολύ λαθεμένες. Γι’ αυτό ο Κύριος αποκάλεσε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, αν και μορφωμένους, ''μωρούς καί τυφλούς'' (Ματθ. 23, 17) και ''τυφλούς ὁδηγούς τυφλῶν '' (Ματθ. 15, 14), που ούτε οι ίδιοι μπαίνουν στη Βασιλεία των Ουρανών, ούτε τους άλλους αφήνουν να μπουν (Ματθ. 23, 14). 

Στη γνήσια Χριστιανική άσκηση, η Χάρη του Θεού, την οποία έχουμε λάβει με το άγιο Βάπτισμα, αρχίζει να μας θεραπεύει λίγο-λίγο από την πνευματική τυφλότητα μέσω της Μετάνοιας και της κατανύξεως. Έτσι σταδιακά, από την κατάσταση της τυφλότητας μπαίνουμε στην κατάσταση της θεωρίας. 

Στην κατάσταση αυτή, εκείνος που βλέπει είναι ο νους, γι’ αυτό και οι Πατέρες την ονομάζουν νοητή, αλλά και πνευματική, καθώς είναι δώρο και καρπός του Αγίου Πνεύματος. Απ’ αυτή την άποψη η θεωρία διαφέρει από την όραση. 

Η όραση είναι φυσική σ’ όλους τους ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος μπορεί να δει, όποτε το θελήσει. Ικανοί για τη θεωρία όμως, είναι μόνο εκείνοι που έχουν καθαρθεί με την Μετάνοια. Κι αυτοί πάντως, δεν φτάνουν στη θεωρία από μόνοι τους, αλλά όταν το Πανάγιο Πνεύμα του Θεού θελήσει να κοινωνήσει με το πνεύμα τους.

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ.

1 σχόλιο:

  1. Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Παναγία μου βοήθησέ με…

    Γίνου λοιπόν ένα παιδάκι μικρόν, με την παιδικήν του απλότητα, και ρίξου στους πόδας της γλυκιάς σου Μανούλας, της Παναχράντου Μητρός Του, όπου βαστάζει ως βρέφος μικρόν, τον Μέγαν Θεόν.

    Και κλάψε και φώναζε με αγάπη πολλήν:

    «Γλυκιά μου Μανούλα, βοήθησέ με, οδήγησέ με πως να σωθώ! Μεσίτευσε, Μάνα μου, εις τον Υιόν σου να με οδηγήσει πως να σωθώ. Τι είναι το θέλημά Του να κάνω, και τι από Αυτόν να ζητώ.

    Να μου ανοίξει τους οφθαλμούς της ψυχής, όπου είναι κλειστοί και δεν Τον βλέπω, όταν εκείνος με βλέπει εις κάθε στιγμή, αλλά συνεχώς Τον λυπώ».

    ΑπάντησηΔιαγραφή