Ὁ ὅσιος Νήφων προσευχόταν πάλι μία μέρα, ὅταν ὁ νοῦς του πῆγε στὸν θάνατό του καὶ στὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Κι ἐνῶ συλλογιζόταν ἐκείνη τὴν μεγάλη καὶ φοβερὴ ὥρα, ἔπεσε σὲ ἔκσταση.Βλέπει τότε μία μεγάλη θάλασσα, ὅπου κολυμποῦσαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι. Ὅλοι ἔδειχναν πὼς ἀγωνίζονταν νὰ φτάσουν σὲ κάποιαν ἀκτή, ποὺ βρισκόταν ἀπέναντι, ἀρκετὰ μακριά. Μερικοὶ ὅμως, καθὼς κολυμποῦσαν, σήκωναν στοὺς ὤμους τους τεράστια φορτία – πέτρες, λάσπη, ξύλα, στάχτη, μπακίρι, χρυσάφι…, ὅλα τὰ ὑλικὰ τοῦ κόσμου. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς – ἀλίμονο! – πνίγονταν κάτω ἀπ’ τὸ βάρος τοῦ φορτίου τους. Ἄλλοι πάλι σήκωναν μικρὰ φορτία, κολυμπώντας ὅμως μάζευαν κι ἄλλα πράγματα. Κι ἐνῶ οἱ ταλαίπωροι βούλιαζαν, πρόσθεταν συνέχεια βάρος στὸ φορτίο τους, ὥσπου πνίγονταν κι αὐτοί! Ἡ θάλασσα ἦταν φουρτουνιασμένη. Κι ὁλόγυρά της βασίλευε σκοτάδι πηχτό. Παγωνιὰ καὶ φόβος παντοῦ.
Ἀρκετοὶ κολυμβητὲς δὲν εἶχαν φορτία. Ὁρισμένοι προχωροῦσαν σταθερὰ πρὸς τὴν ἀκτή, περνώντας ἄνετα μέσ’ ἀπὸ τὰ κύματα. Ἄλλοι ὅμως, ἐκεῖ ποὺ κολυμποῦσαν, ἔκαναν ξαφνικὰ ἕνα μακροβούτι, καὶ χάνονταν γιὰ πάντα μέσα στὴν θανάσιμη ἀγκαλιὰ τοῦ βυθοῦ. Μερικοὶ περπατοῦσαν πάνω στὸ νερὸ σὰν σὲ στέρεο ἔδαφος. Μὰ τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν, ὅτι κάποιοι εἶχαν φωτεινὰ φτερά. Μ’ αὐτὰ πετοῦσαν πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα κι ἔφταναν γοργὰ στὴν ἀκτή.
Ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ κολυμποῦσαν, οἱ περισσότεροι σταματοῦσαν πότε-πότε, γιατί, καθὼς φαίνεται, κουράζονταν. Πολλοί, ἐνῶ κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου τους, μάζευαν κι ἄλλα πράγματα. Ἀντίθετα, κάποιοι βαρυφορτωμένοι, θέλοντας νὰ σωθοῦν, τὰ πετοῦσαν λίγα-λίγα ἀπὸ πάνω τους, καὶ ξαλαφρωμένοι κολυμποῦσαν γρήγορα πρὸς τὴν ἀκτή. Ὅσα ὅμως πετοῦσαν ἐκεῖνοι, τὰ μάζευαν ἄλλοι, ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ πίσω.
Θλιβερὸ θέαμα… Ἕνας ἔσπρωχνε τὸν μπροστινό του. Ἄλλος ἔπνιγε τὸν διπλανό του. Καὶ οἱ περισσότεροι, ἐνῶ εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ μποῦν σὲ πλοῖα, προτιμοῦσαν νὰ θαλασσοπνίγονται σφιχταγκαλιασμένοι μὲ τὰ φορτία τους…
Μὲ βαρειὰ τὴν καρδία παρακολουθοῦσε ὁ ἅγιος τὸ ὅραμα.
– Τί θέλουν νὰ ποῦν ἄραγε ὅλα τοῦτα; μουρμούρισε.
Καὶ ἄκουσε φωνή, ποὺ τοῦ ἐξήγησε:
– Θάλασσα εἶναι ὁ κόσμος. Καὶ κολυμβητὲς οἱ ἄνθρωποι. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ μιὰν ἀκτὴ στὴν ἄλλη σημαίνει τὴν παροῦσα ζωή. Καὶ οἱ διάφοροι τρόποι τοῦ περάσματος φανερώνουν τὸ πόσο εἶναι κάθε ἄνθρωπος δεμένος μὲ τὴν ὕλη καὶ μὲ τὶς βιοτικὲς μέριμνες. Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ φτάσει μὲ ἀσφάλεια στὴν αἰώνια βασίλεια τοῦ Θεοῦ, ἂς ξέρει πὼς πρέπει νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του κάθε μάταιο φορτίο καὶ ν’ ἀναγεννηθεῖ πνευματικά. Ἀλλιῶς, ἂν προσπαθήσει νὰ περάσει τὴν θάλασσα τῆς ζωῆς αὐτῆς φορτωμένος μὲ τὴν ὕλη καὶ τὴν ματαιότητα, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ βρεθεῖ στὸν βυθὸ τοῦ ἅδη…
---
Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει σε καμμιά βοήθεια εκτός από τον Θεό, και σε καμμιά ζωή εκτός από αυτόν, και σε καμμιά άλλη χαρά εκτός από αυτόν, και σε καμμιά δικαιοσύνη εκτός από αυτόν, και κρεμιέται με δάκρυα μονάχα σ’ Εκείνον, έχοντας «μονογενή ελπίδα», αυτός βρίσκει έλεος και αναπαύεται από «τα της ματαιότητος και πολυμόχθου σαρκός». Γι’ αυτόν «η αγάπη η εν Χριστώ ισχυροτέρα εστί της ενταύθα ζωής», κατά τον άγιο Ισαάκ. Και δεν θέλει να χωρισθεί από τον Θεό, και προτιμά τον θάνατο από τούτον τον χωρισμό, γιατί νοιώθει καλά πως σωστά λέγει ο άγιος Κύριλλος ότι «θάνατος αληθής είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεόν και όχι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα». Σ’ αυτή τη μακάρια κατάσταση βρίσκονται οι άγιοι, όχι λίγες ώρες της ζωής τους, αλλά παντοτεινά. Και για τούτο νοιώθουνε πως από τούτον τον κόσμο απογευθήκανε σαν ένα αρραβώνα τη μακαριότητα της αιωνίου ζωής. Και αγαπούνε κάθε άνθρωπο και κάθε πλάσμα, επειδή η τέλεια αγάπη προέρχεται από τη χαρά της πίστεως κι’ από τη βεβαιότητα κι’ από τη στερεή ελπίδα που έχουνε μέσα στην ψυχή τους. Οι άλλοι άνθρωποι, οι αμαρτωλοί, μπορεί να ελεηθούνε και να αξιωθούνε για λίγο αυτή την απελευθέρωση από τη δουλεία της φθοράς, ν’ απογευθούνε λίγο από τον ουράνιον άρτον. Μα ύστερα πάλι, σαν αδύνατοι άνθρωποι που είναι, από αμέλεια ξαναπέφτουνε στις μέριμνες του βίου, και χάνουνε εκείνη την ευωδία του μυστικού κόσμου στον οποίον ζήσανε εκείνον τον σύντομον καιρό. Και ποθούνε θερμά να ξαναμπούνε πάλι στην ουράνια εκείνη πολιτεία, και την αναθυμιούνται με δάκρυα, κι’ ολοένα ελπίζουνε να την ξαναδούνε. Κι’ απορούνε πώς την χάσανε και πώς καταντήσανε πάλι δούλοι της σαρκός, και θρηνούνε σαν τους πρωτόπλαστους που καθήσανε έξω από τον Παράδεισο, μη μπορώντας να ξαναμπούνε μέσα. Ξέρω πως πολλοί, διαβάζοντας αυτά που γράφω, θα πούνε πως η ζωή μας σήμερα δεν σηκώνει τέτοια καλογερίστικα πράγματα. Μα δεν έχουνε δίκιο. Οι σημερινοί άνθρωποι, όπως έγραψα κι’ άλλη φορά, δεν είναι όλοι ευχαριστημένοι από τη ζωή που ζούνε, ας έχουνε κάθε λογής υλικές αναπαύσεις και ασχολίες. Ίσια-ίσια σήμερα η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται σε παραζάλη και σε αγωνία, γιατί είδε καλά πως, ενώ ήλπιζε να πιάσει την ευτυχία με την επιστήμη και με την υλική και διανοητική δραστηριότητα, δεν επέτυχε αυτό που ήλπιζε. Υπάρχουνε λοιπόν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για αληθινή τροφή της ψυχής, και γι’ αυτούς γράφω. Κ’ εκτός από την Ελλάδα, μια τέτοια δίψα κατατρώγει εκατομμύρια κόσμο, κατά τα λόγια του Προφήτη που λέγει: «Να, έρχονται ημέρες, λέγει Κύριος, και θα στείλω επάνω στη γη όχι πείνα για ψωμί, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα του ν’ ακούσετε λόγον Κυρίου»…
+ Φώτης Κόντογλου
---
συνειρμικές σκέψεις, σχετικές με την θάλασσα του κόσμου