Τιμᾷ
ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς
δυὸ μεγάλους Πατέρες, τοὺς
Ἅγ. Παῦλο
τὸν Θηβαῖο καὶ
Ἰωάννη τὸν
Καλυβίτη,
τῶν ὁποίων ἡ
ζωὴ εἶναι κάπως
παράξενη, ἀλλὰ εἶναι
αὐτὴ ποὺ
ταιριάζει σὲ μᾶς τοὺς
μοναχούς. Ὁ μὲν ἕνας,
εἶναι σχεδὸν ἀπὸ
τοὺς πρώτους ποὺ ἐξεκίνησαν
νὰ γίνουν μοναχοί, ἀφοῦ
ἀπαρνήθηκαν πραγματικὰ
τὸν κόσμο καὶ ἐβγήκαν
μόνοι τους ἔξω στὴν ἔρημο.
Ἔζησαν μόνοι μὲ
μόνο
τὸν Θεό, πρωτάκουστο στὶς
ἡμέρες τους καὶ σπάνιο
φυσικά. Τρόπον τινά, ἦταν οἱ πρωτοπόροι ποὺ
ἐχάραξαν τὸν δρόμο αὐτό.
Ὁ δὲ δεύτερος, εἶναι
μεταγενέστερος. Ξεκίνησε μικρὸ παιδάκι ἀπὸ
τὸ σπίτι του, μὲ ζῆλο
νὰ γίνῃ μοναχός. Μετὰ
ἀπὸ μερικὰ
χρόνια ἔφυγε ἀπὸ
τὸ μοναστῆρι του καὶ
ἐπέστρεψε καὶ ἐκάθησε
στὴν εἴσοδο τῆς
πατρικῆς του κατοικίας, ὅπου ἐκεῖ
ἐτελείωσε τὴν ζωὴ
μὲ ὑπεράνθρωπους ἀσκητικοὺς
ἀγῶνας.
Τώρα διερωτᾶται
κανείς. Ποιὸς εἶναι
ἐκεῖνος
ὁ παράγων ὁ
ὁποῖος
ἔδωσε τὴν
δύναμι αὐτὴ γι᾿
αὐτοὺς
τοὺς ὑπερφυσικοὺς
ἀγῶνες: Διότι
πραγματικὰ αὐτὸ
εἶναι καὶ τὸ
κέντρο τοῦ γενικοῦ ἐνδιαφέροντός
μας.
Διότι καὶ
ἐμεῖς πολλὲς
φορὲς λέμε: «Γιατί δὲν
ἠμποροῦμε:
Καὶ πῶς
αὐτοὶ
ἠμπόρεσαν;» Μέχρι τοῦ
σημείου ποὺ ἐρευνοῦμε
ἀκόμα καὶ στὰ
μαρτύρια τῶν Ἁγίων, πῶς
ἠμπόρεσαν, ἀφοῦ
ἦσαν πήλινες σάρκες σὰν
καὶ ἐμᾶς· καὶ
ὑπέμειναν τοὺς τρομεροὺς
αὐτοὺς ἀγῶνας,
ποὺ μόνο ἡ ἀκοή
των προκαλεῖ φρίκη! Νὰ πῇ
κανεὶς ὅτι εἶναι
ὑπερβολὲς αὐτά;
Ἀλλοίμονο κάτι τέτοιο καὶ
νὰ τὸ σκεφθοῦμε.
Ποιὸ εἶναι
ὅμως τὸ
μυστικό τους;
Ἐν ὀνόματι τίνος
κατώρθωσαν αὐτοὶ οἱ
ἄνθρωποι, οἱ πήλινοι, νὰ
φθάσουν στὴν κατάστασι αὐτή; Ἀσφαλῶς,
πρῶτος λόγος εἶναι, ὅτι
τὸ κατώρθωσαν διὰ
τῆς Χάριτος τοῦ
Θεοῦ. Τώρα ὅμως διερωτώμεθα.
Καλὰ ὁ Θεὸς ἦταν μόνο γιὰ αὐτούς; Γιὰ ἄλλες γενεὲς δὲν εἶναι; Ὁ Θεὸς μεροληπτεῖ; Ἄλλους διαλέγει καὶ ἄλλους προωθεῖ καὶ ἐνισχύει, ἐνῷ ἄλλους ἀφήνει; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρα. Ὁ Θεὸς μὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει τὴν Χάρι Του, ποὺ κάνει «σημεῖα καὶ τέρατα», ὁ ἄνθρωπος δὲ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θέτει σὲ ἐνέργεια αὐτὴ τὴν ἐπίδρασι τῆς Χάριτος. Ὕστερα αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὴ τὴν Χάρι μαζὶ κατορθώνει αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ πράγματα. Ποιὸς εἶναι λοιπὸν ὁ κυριώτερος παράγων; Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία ποῦ προκαλεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν Χάρι; θὰ τὸ βροῦμε πάλι ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας. Κάποτε εἶχε γίνει ἕνας διάλογος μεταξὺ τοῦ Ὁσίου Παύλου τοῦ Θηβαίου καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.
Ἐρώτησε
ὁ Ὅσιος Παῦλος
τὸν Μέγα Ἀντώνιο: «Πῶς
ἐγὼ ἀφοῦ
ἔχω κάνει μεγαλύτερους ἀγῶνες
ἀπὸ σένα, τὸ
ὄνομά σου ἐκυκλοφόρησε
περισσότερο ἀπὸ τὸ
ἰδικόν μου;» Καὶ φυσικὰ
ὁ διάλογος δὲν ἦταν
τόσο γι᾿ αὐτούς, ὅσο
γιὰ νὰ μείνη σὲ
μᾶς. Καὶ λέει ὁ
Ἅγιος Ἀντώνιος,
χαριεντιζόμενος. «Ἁπλούστατα, γιατὶ ἐγὼ
ἀγαπῶ πιὸ
πολὺ ἀπὸ
σένα τὸν Θεό. Καὶ ἀκριβῶς
ἐπειδὴ ἀγαπῶ
τὸν Θεὸ πιὸ
πολὺ ἀπὸ
σένα, αὐτὴ εἶναι
ἡ αἰτία ποὺ
ἐξαπλώθηκε πιὸ πολὺ
τὸ ὄνομά μου».
Πιὸ
πολύ, τώρα, ἀρχίζει νὰ ξεδιπλώνεται
τὸ μυστήριο. Ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος
ἔχει μεγαλυτέραν ἀπόδοσι,
ἐκεῖνος
εἶναι ποὺ
ἀγαπᾷ
περισσότερο τὸν Θεὸ
καὶ σὲ
τοῦτον ἐπιδρᾷ
πιὸ πολὺ
ἡ θεία Χάρις. Νὰ
τὸ κλειδί! Πῶς
καὶ ἐμεῖς
ἠμποροῦμε
νὰ ἀγαπήσωμε
πρακτικώτερα, κατὰ αὐτὸ
τὸν τρόπο τὸν
Θεό, οὕτως ὥστε
νὰ αὐξηθῆ
καὶ σὲ
μᾶς περισσότερο ἡ
Χάρις, γιὰ νὰ
ἠμπορέσωμε νὰ
δρασκελίσωμε αὐτὲς τὶς
ἐλεεινότητες ποὺ
μᾶς περισφίγγουν καὶ
νὰ ἐπιτύχωμε τὴν
πνευματική μας προαγωγή; Αὐτὸ
εἶναι τὸ πιὸ
ἐπίκαιρο ἐρωτηματικὸ
ποὺ ἠμποροῦμε
νὰ προβάλωμε καὶ ἀπασχολεῖ
ἰδιαίτερα ἐμᾶς
τοὺς μοναχούς. Γιὰ νὰ
δείξωμε πρακτικὰ πόσο ἀγαποῦμε
τὸν Θεό, πρέπει νὰ τηροῦμε
τὶς ἐντολές
Του·
«ὁ μὴ
ἀγαπῶν
με, τοὺς λόγους μου οὐ
τηρεῖ» (Ἰωάν. 14,23) καὶ
πάλι «ἐκεῖνος
ἐστὶν
ὁ ἀγαπῶν
με, ὁ ἔχων τὰς
ἐντολάς μου καὶ
τηρῶν αὐτάς» (Ἰωάν.
14,21). Ἐκεῖνο τὸ
ὁποῖο πρακτικώτερα
μπορῶ νὰ πῶ,
ποὺ τὸ ἀκούομε
καὶ ἀπὸ
τοὺς Πατέρες μας καὶ εἶναι
ἄξιο ἐφαρμογῆς
καὶ προκαλεῖ σὲ
ἕνα μεγάλο ποσοστὸ αὐτὸ
τὸ ἀποτέλεσμα, εἶναι
ἡ ἐκδήλωσι τῆς
ἀγάπης πρὸς τὸν
Θεό. Αὐτὴ ἀρχίζει
ἀπὸ τὴν
μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας ἄνθρωπος ὁ
ὁποῖος λέει ὅτι
ἀγαπᾷ κάποιον καὶ
δὲν τὸν ἐνθυμᾶται,
εἶναι σὰν νὰ
μὴ λέγῃ τὴν
ἀλήθεια. Ἔχομε πεῖρα
ὅλοι μας. Ἕνα πρᾶγμα
ποὺ τὸ ἀγαποῦμε,
ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει,
σὲ αὐτὸ
σχεδὸν κολλάει ὁ νοῦς
μας. Ἐὰν καὶ ἐμεῖς
πραγματικὰ θέλωμε νὰ ἀγαπήσωμε
τὸν Θεό, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι
νὰ βιάσωμε τὸν ἑαυτό
μας στὴν συνεχῆ
μνήμη Του.
Νὰ γίνῃ αὐτὸ
ποὺ λέει ὁ Ἅγ.
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος· «μνημονευτέον τοῦ
Θεοῦ μᾶλλον
ἢ ἀναπνευστέον». Νὰ
τώρα τὰ κλειδιά, τὸ ἕνα
πίσω ἀπὸ τὸ
ἄλλο.
Ἀνοίγουν
τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα
ἴσως νὰ ἦταν
κλειστὰ γιὰ μᾶς.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι
οἱ Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων
εἶχαν αὐστηρότατη
φιλοπονία καὶ βία. Εἰσῆλθαν,
ὅπως λένε μόνοι τους, μὲ
τέτοια σκληρότητα ζωῆς, μὲ
τέτοια σκληρὰ φιλοπονία, ποὺ
ὄχι μόνο δὲν
ὑπετάχθησαν σὲ
κανένα τρόπο ἡδονῆς
καὶ φιλαρέσκειας, ἀλλὰ
οὔτε στοὺς
νόμους τῆς χρείας δὲν
ἔφθαναν. Μὲ
τὴν βία τῆς
φιλοπονίας ποὺ εἶχαν,
ἑπόμενο ἦτο
νὰ εὕρουν
καὶ ἕνα ἀντίκρυ
τὸ νὰ
κρατοῦν τὴν
μνήμη Του. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ καλλιέργησαν περισσότερο τὸ
θέμα τῆς εὐχῆς
καὶ τῆς
ἐσωστρέφειας καὶ
ὕψωσαν τὸ
θέμα τῆς μονολόγιστης εὐχῆς
σὲ περιωπή. Αὐτὸ
παρέμεινε καὶ παρατείνεται μέχρι καὶ
σὲ μᾶς. Καὶ
εἶναι παρήγορο καὶ εὐχάριστο
γεγονός. Γιατὶ καὶ ἐμεῖς,
πραγματικά, περισσότερο ἀπὸ τοὺς
προγενεστέρους Πατέρες μας, εἴμεθα
φιλάσθενοι καὶ δὲν ἔχομε
οὔτε αὐταπάρνησι, ἀλλὰ
οὔτε καὶ δύναμι.
Θέλομε ὅμως
νὰ σωθοῦμε
καὶ τὸ
πρόβλημα εἶναι διπλό. Θέλομε νὰ
σωθοῦμε - καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε
νὰ σωθοῦμε - ἀλλὰ
καὶ τὰ πάθη
μας, χάριν τοῦ ὅτι εἴμεθα
ἀδύνατοι καὶ δὲν
ἔχομε αὐταπάρνησι, εἶναι
περισσότερο ἰσχυρὰ μέσα μας.
Δυστυχῶς εἴμεθα καὶ
περισσότερο ἁμαρτωλοί. Πρέπει λοιπὸν
ὁπωσδήποτε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ
ὅλα αὐτά, διότι παρόντων
τῶν παθῶν,
σωτηρία δὲν ἠμπορεῖ
νὰ γίνῃ.
Ἑπομένως, πάσῃ σπουδῇ
ἔχομε ἀνάγκη τῆς
ἐπιδράσεως τῆς
Χάριτος,
οὕτως ὥστε αὐτὴ
νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ
μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ
τὴν αἰχμαλωσία τῶν
παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν
μας, καὶ νὰ μᾶς
ὁδηγήση στὴν σωτηρία. Ἄρα
ἔχομε μεγαλυτέραν ἀνάγκη ἀπὸ
τοὺς προηγουμένους νὰ βροῦμε
τὴν θεία Χάρι μέσα μας νὰ
ἐνεργῇ καὶ
ποιοτικὰ καὶ
ποσοτικά.
Γι᾿ αὐτό, τὸ
μόνο ποὺ μᾶς μένει μετὰ
ἀπὸ ὅλα
αὐτά, εἶναι ἡ
ἐκδήλωσι τῆς ἀγάπης
μας πρὸς τὸν Θεὸ
μέσῳ τούτου τοῦ τρόπου, τῆς
μνήμης Του. Γι᾿ αὐτὸ
ἐπιβάλλεται νὰ
πιέζωμε τὸν ἑαυτό
μας στὴν εὐχή.
Δὲν ὑπάρχει
καλλίτερος τρόπος ἀπὸ αὐτόν,
ποὺ νὰ
κρατάῃ ὁ ἄνθρωπος
τὴν μνήμη του στὸν
Θεό.
Ὅλες οἱ ἀρετὲς
εἶναι, τρόπον τινά, δρόμοι, μονοπάτια ποὺ
ὁδηγοῦν στὸν
Θεό, στὴν μνήμη Του καὶ στὴν
σχέσι μαζί Του. Ὅλες οἱ ἐντολὲς
τηρούμενες, ἐκεῖ
ὁδηγοῦν. Ἄλλη
ὅμως ἀρετὴ
ἀπὸ τὴν
εὐχή, ποὺ
νὰ μᾶς
ὁδηγῇ
κατ᾿ εὐθεία
καὶ κατ᾿
ἐνέργεια στὴν
μνήμη τοῦ Θεοῦ,
δὲν ὑπάρχει. Αὐτὸς
εἶναι καὶ ὁ
λόγος ποὺ οἱ Πατέρες μας
ποὺ ζήσαμε κοντά τους, ἐπέμεναν πολὺ
σὲ αὐτὸ
τὸν τομέα. Ἀλλὰ
καὶ ἂν ἐρωτᾶτε,
καὶ ἡ ἰδική
μου ἐντολὴ σὲ
σᾶς εἶναι τούτη
μόνο, ὥστε νὰ μὴ
ξεχνᾶμε ὅτι σὰν
μοναχοί, πέρα ἀπὸ τὶς
ὑπόλοιπες ὑποχρεώσεις ποὺ
κρατᾶμε, ἡ εὐχὴ
εἶναι τὸ κεφάλαιο ὅλων.
Στὰ ἄλλα ὅλα
ὑπάρχει μία οἰκονομία· ἐδῶ
δὲν ὑπάρχει κάτι
τέτοιο.
Ἠμποροῦμε
ὅλοι μας ὅταν θέλωμε νὰ
ἐπιμένωμε σὲ αὐτό.
Καὶ ἱστάμενοι, καὶ
καθήμενοι, καὶ ἄρρωστοι, καὶ
δουλεύοντες, καὶ περιπατοῦντες,
καὶ τρώγοντες, καὶ
ὁτιδήποτε κάνοντες ὅσο
εἴμεθα ξύπνιοι, ὥστε
νὰ γίνῃ
συνήθεια ἀκόμη καὶ
στὸν ὕπνο
μας ἡ εὐχή.
Γιατὶ σὲ
ἐκεῖνον
ποὺ ἔχει προχωρήσει
ἡ εὐχή,
ἐνεργεῖ
καὶ στὸν
ὕπνο του ἀκόμα.
Πρέπει νὰ σπουδάζετε καὶ
νὰ προσπαθῆτε.
Μὴν ὑποχωρῆτε
κατ᾿ οὐδένα
τρόπο.
Πᾶμε
στὰ κελιά μας τώρα καὶ ἀρχίζομε.
Ἔρχεται φυσικὰ
ἡ ἀντίστασι, ὁ
πόλεμος. Αὐτὰ τὰ
ξέρομε.
Ἠμπορεῖ μιὰ
ἢ δυὸ βραδιές, μιὰ
ἑβδομάδα, 15 μέρες, νὰ ἔχωμε
ἐπίδοσι στὴν εὐχὴ
καὶ νὰ αἰσθανόμαστε
εἰρήνη. Αὐτὸ
εἶναι ἀδύνατο νὰ
μείνη, θὰ διακοπῆ, θὰ
ἔρθη ὁ ὕπνος,
ἡ ἀκηδία, οἱ
λογισμοὶ καὶ χίλια δυὸ
κακά, ἀπὸ τὰ
ὁποῖα ὅλοι
μας ἔχομε πεῖρα. Εἶναι
παράλογο νὰ μᾶς τρομάζουν αὐτά,
διότι ξέραμε πλέον ποιοὶ θἄ ᾿ρθοῦν
καὶ ἀπὸ
ποῦ θἄ ᾿ρθοῦν,
καὶ τί γυρεύουν. Ἀλλὰ
ξέρομε ὅτι ὁ
στόχος μας εἶναι ἡ
μνήμη τοῦ Θεοῦ
καὶ αὐτὸ
θὰ κάνωμε. Δὲν
μᾶς ἀφήνει
νὰ σταθοῦμε
ὄρθιοι; Θὰ
καθήσωμε. Δὲν μᾶς
ἀφήνει καθήμενους καὶ
μᾶς φέρνει ὕπνο;
Πάλι θὰ σηκωθοῦμε.
Δὲν μᾶς
ἀφήνει ἔτσι;
Θὰ περπατήσωμε. Ἔρχεται
μᾶς πιέζει, μᾶς
πιάνουν λογισμοί, σταματᾶμε μία στιγμὴ
καὶ κάνομε διάλογο καὶ
λέμε στὸν ἑαυτό
μας δῆθεν, ἀλλὰ
στὴν πραγματικότητα αὐτὸν
ποὺ μας πολεμᾷ
ἐρωτᾶμε:
«Τί ζητᾷς ἀπὸ
μένα; Δὲν πρόκειται νὰ
ὑποχωρήσω. Ἐδῶ
δὲν εὑρέθηκα
τυχαῖα. Ἔχω
πλήρη ἐπίγνωσι καὶ
αἴσθησι τῆς
ἀποστολῆς
μου πὼς εἶμαι
μοναχός. Δὲν πρόκειται νὰ
ὑποχωρήσω. Τὸ
καθῆκον εἶναι
αὐτό. Ἀγαπῶ
τὸν Χριστό μου, ποὺ
μὲ ἐφώναξε νὰ
Τὸν ἀκολουθήσω
καὶ θὰ
συνεχίσω νὰ Τὸν
ἀκολουθῶ.
Δὲν πρόκειται νὰ
μὲ ἐμποδίσης
λοιπόν».
Μὲ αὐτὸ
τὸν τρόπο ἐνισχύομε τὸν
ἑαυτό μας, δίνομε ξανὰ θάρρος καὶ
συνεχίζομε τὴν πορεία. Δὲν πάει ὁ
νοῦς στὴν εὐχή;
Τὸν συγχύζει ἡ ζάλη, ἡ
πίεσι τῶν λογισμῶν; Πᾶνε
τὰ χείλη ὅμως. Τὰ
χείλη δὲν θὰ σιωπήσουν, θὰ
φωνάζουν καὶ θὰ λένε: «Ναί, δὲν
ἀφήνεις τὸν νοῦ,
διάβολε, νὰ πάῃ; Ἐγὼ
θὰ φωνάξω μὲ τὸ
στόμα. Ὁ Θεός μου ξέρει καὶ
μὲ τὶς
κινήσεις ἀκόμα ποὺ
κάνω μὲ τὸ
χέρι μου. Ἐπιμένω καὶ
Τὸν κράζω καὶ
θἄρθη νὰ
μὲ σώσῃ.
«Ἰσχυκότες ἡττᾶσθε,
καὶ ἂν πάλιν ἰσχύσητε
καὶ πάλιν ἡττηθήσεσθε·
καὶ ἣν ἂν
βουλὴν βουλεύσητε, διασκεδάσει Κύριος, ὅτι
μεθ᾿ ἡμῶν
ὁ Θεός» (Ἡσαΐας
8,9). Αὐτὸς εἶναι
ὁ τρόπος.
Ἐὰν
ἔτσι ἐπιμένωμε, νὰ
εἶστε βέβαιοι ὅτι ἡ
ἐπιτυχία εἶναι σὲ
μᾶς, γιατὶ ἡ
ἰδική μας ζωὴ εἶναι
προγραμματισμένη ἀπολύτως ἀπὸ
τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ
καὶ εἶναι ἀδύνατο
νὰ παραχαραχθῆ. Δὲν
εἶναι προσβολὴ γιὰ
μᾶς, ἕνα παιδὶ
δώδεκα - δεκατριῶν χρόνων, μέσα ἀπὸ
ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια,
ὅπως ἦταν ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Καλυβίτης, νὰ
ξεκινήση νὰ γίνῃ μοναχὸς
καὶ νὰ γυρίση πίσω
καὶ νὰ συντρίψη
τὸ κράτος τοῦ σατανᾶ
μὲ τέτοια αὐταπάρνησι, ποὺ
μόνο ἡ ἀκοή της
προκαλεῖ φρίκη; Τί ἦταν αὐτὸ
τὸ παιδί; Μήπως ἦταν σὰν
ἐμᾶς, ποὺ
εἴμασταν ἀγρότες καὶ
ἐργάτες καὶ εἴχαμε
πεῖρα τῆς σκληρῆς
ζωῆς; Τί ἤξερε ἐκεῖνο,
ἐκτὸς ἀπὸ
τὸ νὰ ζῇ
μέσα στὰ πούπουλα; Καὶ
ὅμως τί κατώρθωσε! Γιατὶ
μὲ τὴν εἰλικρινῆ
του αὐταπάρνησι προκάλεσε τὴν
θεία Χάρι, καὶ αὐτὴ
τὸν ἔστεψε μὲ
τόσες ἐπιτυχίες.
Αὐτὴ
τὴν Χάρι ζητοῦμε καὶ
ἐμεῖς. Μὲ
αὐτὴ τὴν
Χάρι ἐξεκίνησε καὶ ὁ
Ἅγ. Παῦλος
ὁ Θηβαῖος, χωρὶς
νὰ ξέρῃ, πρώτη φορά. Ἔκανε
τὸ τόλμημα νὰ φύγη μόνος,
χωρὶς σύμβουλο, χωρὶς πεῖρα,
χωρὶς γνῶσι καὶ
νὰ ἐξέλθη στὴν
βαθύτατη ἔρημο, νὰ πολεμήση μὲ
τὰ τάγματα τῶν δαιμόνων καὶ
νὰ μὴν λυγίση στοὺς
τόσο σκληροὺς πειρασμοὺς ποὺ
τοῦ ἔκαναν, γιὰ
νὰ φοβηθῆ καὶ
νὰ γυρίση πίσω. Ἀλλὰ
ἐπίστευε καὶ ἔλεγε:
«Δὲν εἶναι δυνατό. Ἐγὼ
γιὰ τὸν Θεὸ
ἐξεκίνησα, πῶς εἶναι
δυνατὸ ὁ Θεὸς
νὰ μὲ ἀφήση;».
Καὶ πράγματι ἐπέτυχε.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου