3. Τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, τὴν ὁποία ἔχουμε λάβει μυστικὰ στὸ βάπτισμα, τὴ βρίσκομε μὲ δύο τρόπους. Καὶ πρῶτον, νὰ ποῦμε γενικά, ἡ δωρεὰ ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν μὲ πολὺ κόπο καὶ χρόνο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάρκος. Καὶ ὅσο ἐργαζόμαστε τὶς ἐντολές, τόσο φανερώτερα ἀκτινοβολεῖ πάνω μας τὶς μαρμαρυγές της. Δεύτερον, φανερώνεται μέσα στὴ ζωὴ τῆς ὑπακοῆς μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δηλαδὴ μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν πρῶτο τρόπο βρίσκεται πιὸ ἀργά, μὲ τὸ δεύτερο συντομότερα, ἂν βέβαια κανεὶς μάθει νὰ σκάβει τὴ γῆ μὲ κόπο καὶ καρτερία, ψάχνοντας γιὰ τὸ χρυσό. Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ βροῦμε καὶ νὰ γνωρίσομε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μὴν πλανηθοῦμε, ἂς ζητήσομε νὰ ἔχουμε μόνο τὴν καρδιακὴ ἐνέργεια ὁλότελα χωρὶς μορφὴ καὶ σχῆμα, μὴ ζητώντας νὰ βλέπομε μὲ τὴ φαντασία μορφὲς καὶ ὄψεις Ἁγίων δῆθεν ἢ διάφορα φῶτα. Γιατί ἡ πλάνη ἔχει στὴ φύση της, καὶ μάλιστα στὶς ἀρχές, νὰ ἐξαπάτα μὲ τέτοια ψεύτικα φαντάσματα τὸ νοῦ τῶν ἀπείρων. Ἀλλὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ ἔχομε μόνο τὴν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς μέσα στὴν καρδιά μας, ἡ ὁποία νὰ θερμαίνει καὶ νὰ εὐφραίνει τὸ νοῦ μας καὶ νὰ φλογίζει τὴν ψυχὴ γιὰ τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ δοῦμε νὰ προξενεῖται καὶ ταπείνωση καὶ συντριβὴ ὄχι λίγη ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἀφοῦ προσευχὴ στοὺς ἀρχαρίους εἶναι ἡ ἀεικίνητη νοερὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴν ἀρχὴ ὡς φωτιὰ εὐφροσύνης ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ στὸ τέλος ὡς φῶς ποὺ εὐωδιάζει μὲ θεία ἐνέργεια.
4. Θὰ ποῦμε τώρα τὰ τεκμήρια τῆς ἀρχῆς τῆς ἐνέργειας τοῦ Πνεύματος σ' ὅσους τὴν ἐπιζητοῦν ἀληθινὰ κι ὄχι σὰν νὰ δοκιμάζουν τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὴ Σοφία ποὺ λέει ὅτι «βρίσκεται ἀπ' ὅσους δὲν τὴ δοκιμάζουν καὶ παρουσιάζεται σ' ὅσους δὲν ἀπιστοῦν γι' αὐτὴν»[98]. Σὲ μερικοὺς φαίνεται σὰν φῶς ποὺ ἀνατέλλει. Σὲ ἄλλους σὰν ἀγαλλίαση μαζὶ μὲ τρόμο. Σὲ ἄλλους σὰν χαρά. Σὲ ἄλλους, χαρὰ ἀνάμικτη μὲ φόβο. Σὲ μερικούς, τρόμος καὶ χαρά. Κάποτε σὲ μερικούς, δάκρυα καὶ φόβος· χαίρεται δηλαδὴ ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔλεός Του, φοβᾶται ὅμως καὶ τρέμει τὴν παρουσία Του, γιατί εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες. Σὲ ἄλλους πάλι γίνεται στὶς ἀρχὲς ἀνείπωτη συντριβὴ καὶ πόνος ἄφατός της ψυχῆς, ἡ ὁποία πονεῖ σὰν τὴ γυναίκα στὴν ὥρα τοῦ τοκετοῦ, ὅπως λέει ἡ Γραφὴ»[99]. Γιατί ὁ ζωντανὸς καὶ δραστικὸς Λόγος, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς, εἰσχωρεῖ βαθιὰ ὡς ἐκεῖ ποὺ χωρίζει ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, τὸ κόκκαλο καὶ τὸ μεδούλι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος[100], γιὰ νὰ λιώσει τὴν ἐμπάθεια διὰ τῆς βίας ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Σὲ ἄλλους ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ εἰρήνη ἄμαχη. Σὲ ἄλλους ὡς ἀγαλλίαμα, τὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες ἔχουν συχνὰ ὀνομάσει σκίρτημα, καὶ εἶναι δύναμη πνεύματος καὶ κίνηση καρδιᾶς ζωντανῆς. Τοῦτο λέγεται καὶ παλμὸς καὶ στεναγμὸς τοῦ πνεύματος ποὺ μεσιτεύει γιὰ μᾶς στὸ Θεὸ μὲ ἀνείπωτους στεναγμούς.[101] Ὁ Ἠσαΐας [102] τὸ ὀνόμασε γέννημα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Ὁ μέγας Ἐφραὶμ τὸ ὀνομάζει νυγμό, δηλαδὴ κέντημα, ἐνῶ ὁ Κύριος, πηγὴ νεροῦ ποὺ ἀναβρύζει ζωὴ αἰώνια [103] -νερὸ λέει τὸ πνεῦμα- καὶ ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ κοχλάζει ἀπὸ τὴ σφοδρότητα τῆς δυνάμεως.
5. Πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι τὸ σκίρτημα, δηλαδὴ τὸ ἀγαλλίαμα, εἶναι δύο εἰδῶν: τὸ γαληνόμορφο (ποὺ λέγεται καὶ παλμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ μεσίτευση τοῦ πνεύματος [101]), καὶ τὸ μεγάλο σκίρτημα τῆς καρδιᾶς (ποὺ λέγεται καὶ σκίρτημα καὶ ἅλμα, δηλαδὴ πήδημα, καὶ ἀνυψωτικὴ πτήση καρδιᾶς ζωντανῆς πρὸς τὸν θεϊκὸ αἰθέρα). Γιατί ἡ ψυχή, καθὼς ἀναπτερώνεται ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα καὶ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν, δοκιμάζει νὰ πετάξει πρὸς τὰ ἄνω πρὶν ἀκόμη χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ποθώντας νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος. Τοῦτο λέγεται καὶ ταραγμὸς –δηλαδὴ κοχλασμὸς καὶ κίνηση- τοῦ πνεύματος, ὅπως στὴ φράση: «Ὁ Ἰησοῦς ταράχθηκε πνευματικὰ καὶ κινήθηκε μὲ ὁρμὴ λέγοντας ποῦ τὸν ἔχετε ἀποθέσει;”»[104] Τὴ διαφορὰ τοῦ μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ σκιρτήματος τὴ δείχνει ὁ θεῖος Δαβὶδ λέγοντας πὼς «τὰ ὅρη σκίρτησαν σὰν κριάρια καὶ τὰ βουνὰ σὰν μικρὰ ἀρνιὰ» [105]. Ἐννοοῦσε μ' αὐτὸ τοὺς τελείους καὶ τοὺς ἀρχαρίους· ἂν ἀναφερόταν σὲ αἰσθητὰ ὅρη καὶ βουνά, θὰ ἦταν περιττὸ νὰ πεῖ ὅτι σκιρτοῦν, ἀφοῦ δὲν ἔχουν ζωή.
6. Πρέπει νὰ γνωρίζομε ὅτι ὁ θεῖος φόβος δὲν περιέχει τρόμο (τρόμο ἐννοῶ ὄχι ἐκεῖνον ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ θεία ὀργή, δηλαδὴ τὴν παιδαγωγία καὶ τὴν ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸ Θεό)· ἔχει ὅμως ἀγαλλίαση ἔντρομη ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὴν προσευχὴ μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ θείου φόβου. Καὶ φόβο ἐννοῶ ὄχι τὸν ἔντρομο ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὴ θεία ὀργή, δηλαδὴ τὴν τιμωρία, ἀλλὰ τὸ φόβο τῆς σοφίας, ὁ ὁποῖος λέγεται καὶ ἀρχὴ τῆς σοφίας [106]. Ὁ φόβος διαιρεῖται σὲ τρία (ἂν καὶ οἱ Πατέρες ἔχουν πεῖ σὲ δύο), στὸν εἰσαγωγικὸ καὶ στὸν τέλειο, κι ἀκόμα στὸ φόβο τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο καὶ πρέπει κυρίως νὰ ὀνομάζομε τρόμο, δηλαδὴ συγκλονισμὸ καὶ συντριβή.
7. Ὁ τρόμος εἶναι πολλῶν εἰδῶν. "Ἄλλος εἶναι τῆς ὀργῆς καὶ ἄλλος τῆς χαρᾶς καὶ ἄλλος τοῦ θυμικοῦ (ὅταν γίνεται ὑπερβολικὸ κόχλασμα, ὅπως λένε, τοῦ αἵματος ποὺ εἶναι γύρω στὴν καρδιά), καὶ ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ γηρατειά, καὶ ἄλλος τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ τῆς πλάνης, καὶ ἄλλος τῆς κατάρας, ὁ ὁποῖος δόθηκε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων μέσω τοῦ Κάιν [107]. Πλὴν ὅμως τὸν ἀγωνιστὴ στὴν ἀρχὴ τὸν πολεμεῖ ὁ τρόμος ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲ συμβαίνει ὅμως ἔτσι σὲ ὅλους. Σημάδια σ' αὐτοὺς τοὺς δύο εἶναι· τοῦ πρώτου ἡ ἔντρομη ἀγαλλίαση, ὅπου μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ μὲ δάκρυα ἡ χάρη παρηγορεῖ τὴν ψυχή, ἐνῶ τοῦ δευτέρου ἢ ἀνώμαλη θέρμη, ἡ ἔπαρση καὶ ἡ σκληροκαρδία ποὺ φλογίζουν τὴν ψυχὴ καὶ πυρώνουν τὰ ὄργανα τῆς συνουσίας πρὸς σωματικὴ ἕνωση καὶ ἔρωτα καὶ μὲ τὴ φαντασία κάνουν ἐσωτερικὰ τὴν αἰσχρὴ πράξη, μὲ τὴ συγκατάθεση σ' αὐτοὺς τοὺς λογισμούς.
8. Δύο εἰδῶν εἶναι ἡ ἐνέργεια σὲ κάθε ἀρχάριο καὶ μὲ δύο τρόπους ἐνεργεῖται στὴν καρδιὰ καὶ χωριστὰ ὁ ἕνας τρόπος μὲ τὸν ἄλλον. Ἡ μία ἐνέργεια προέρχεται ἀπὸ τὴ χάρη, ἢ ἄλλη ἀπὸ τὴν πλάνη. Μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Μάρκος ὁ ἀσκητὴς ποὺ λέει: «Ὑπάρχει ἐνέργεια πνευματικὴ καὶ ὑπάρχει καὶ ἐνέργεια σατανική, ποὺ δὲν τὴν ξεχωρίζει ὁ ἄπειρος». Καὶ πάλι: «Τριῶν εἰδῶν εἶναι ἡ θέρμη ποὺ ἀνάβει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια μέσα στοὺς ἀνθρώπους· ἢ μία εἶναι ἀπὸ τὴ χάρη, ἢ ἄλλη ἀπὸ τὴν πλάνη, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τὴν ἀφθονία τοῦ αἵματος», τὴν ὁποία ὁ ὅσιος Θαλάσσιος ὁ Ἀφρικανὸς* τὴν ὀνομάζει κράση καὶ συμβουλεύει νὰ τὴ ρυθμίζομε καὶ νὰ τὴν εἰρηνεύομε μὲ τὴ μετρημένη ἐγκράτεια.
9. Ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης εἶναι ἕνα φούντωμα τῆς φωτιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ κινεῖται στὴν καρδιὰ μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ ποὺ στηρίζει, ζεσταίνει καὶ καθαρίζει τὴν ψυχή, παύοντας προσωρινά τους λογισμοὺς καὶ νεκρώνοντας πρόσκαιρα τὴν κίνηση τοῦ σώματος. Τὰ σημάδια της καὶ οἱ καρποὶ ποὺ φανερώνουν τὴν ἀλήθεια τῆς εἶναι τὰ δάκρυα, ἡ συντριβή, ἡ ταπείνωση, ἡ ἐγκράτεια, ἢ σιωπή, ἡ ὑπομονή, τὸ νὰ κρύβεσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀπὸ τὰ ὁποία βεβαιωνόμαστε χωρὶς δισταγμό.
10. Ἐνέργεια τῆς πλάνης εἶναι ἡ ἔξαψη τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀνάβει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἡδονὴ καὶ διεγείρει ξέφρενη ἐπιθυμία μέσα στὸ σῶμα γιὰ συνουσία μὲ ἄλλα σώματα. Εἶναι ὁλότελα ἀπροσδιόριστη καὶ ἄτακτη, κατὰ τὸν Ἅγιο Διάδοχο. Κι ἔχει χαρὰ ἄλογη καὶ οἴηση καὶ ταραχὴ καὶ εὐφροσύνη ἀπροσδιόριστη καὶ –ὅπως θὰ ταιρίαζε νὰ πῶ- ἀτροφική, καὶ μὲ ἡδονὴ χλιαρὴ ἐπιδρᾶ κατεξοχὴν στὸ ἐπιθυμητικό. Σὰν ὑλικό της πυρώσεώς της προμηθεύεται τὶς ἡδονὲς κι ἔχει συνεργὸ τὴν ἀχόρταστη κοιλιά. Ἀπὸ αὐτὴν ἀντλεῖ καὶ διεγείρει τὸ σύνολο τῆς σάρκας, καὶ ἀπὸ αὐτὴν παίρνει ἀφορμὴ νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ καίει τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴ σέρνει πρὸς τὸν ἑαυτό της, ὥστε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἐθισμὸ στὴν ἡδυπάθεια νὰ διώξει σιγὰ-σιγὰ τὴ χάρη ἀπὸ μέσα του.
95. Γέν. 6, 3.
96. Ψάλμ. 67, 12.
97. Β' Κόρ. 13, 5.
98. Σ. Σόλ. 1, 2.
99. Ἤσ. 26, 17.
100. Ἑβρ. 4, 12.
101. Ρώμ. 8, 26.
102. Ἤσ. 26, 18.
103. Ἰω. 4, 14.
104. Ἰω. 1, 34.
105. Ψάλμ. 113, 4.
106. Παροιμ. 1, 7.
107. Γέν. 4, 12.
*Φιλοκαλία, τόμος Β', σέλ. 286, κέφ. 35.
~ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, ΤΟΜΟΣ Δ’, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναίτης, σέλ. 216 - 219
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου