—Ἐδὼ εἶσαι παιδί μου; εἶπε μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥρα μὲ μιὰ γλυκειὰ σβυσμένη φωνή.
—Ἐδὼ εἶμαι Γέροντα. Μὰ τώρα εἶμαι πολὺ φοβισμένη. Τώρα βλέπω καθαρὰ πὼς διακονῶ ἕναν ἅγιο καὶ δὲν εἶμαι ἄξια νὰ τὸν πλησιάζω.
—Εὐλογημένη, ἐσὺ τὸν μισθόν σου δὲν θὰ τὸν χάσεις. Ἐγὼ ὅμως δὲν εἶμαι αὐτὸ ποὺ νομίζεις· εἶπε, γιὰ νὰ μοῦ σβύσει αὐτὸ ποὺ εἶδα. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶδα δὲν περιγράφεται ὅσο καὶ ἄν προσπαθήσω. Εἶχε γύρει τὸ κεφάλι του πρὸς τὸ ἀριστερό μέρος. Τὸ πρόσωπό του εἶχε πάρει μιὰ τελείως ἄλλη μορφή. Εἶχε κλειστὰ τὰ μάτια του. Νόμιζε κανεὶς πὼς δὲν ἀνέπνεε. Μόνο ἀπὸ τὶς ἀνεπαίσθητες κινήσεις ποὺ ἔκαναν τὰ δάκτυλά του γυρίζοντας τὸ κομπόσχοινο καταλάβαινες πὼς ζοῦσε.
Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ πῆγα στὴν Πάτμο ἦταν Νοέμβριος. Ὁ Γέροντας χάλασε τὸν κόσμον νὰ κοιμηθῶ στὸ κρεββάτι του. Ἔβαλε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοῦ ἐτοίμασαν ἕνα ἄλλο δωμάτιο καὶ μοῦ παραχώρησε αὐτὸς τὸ δικό του. Φυσικὰ ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτα. Τὸ μεσημέρι ὅμως μιὰ ἀδελφὴ, τὴν ὁποία ὁ Γέροντας ἔθεσε στὴν ἐξυπηρέτησί μου μὲ ὁδήγησε ἐκεῖ, μὲ ἔβαλλε καὶ ξάπλωσα καὶ φιλῶντας με μοῦ εἶπε:
—Ὁ Γέροντας σᾶς παρεχώρησε τὸ κρεββάτι του.
Ἡ ἀδελφὴ νόμιζε πὼς θὰ μὲ χαροποιοῦσε, γι᾿ αὐτὸ καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Ἐγὼ ὅμως λυπήθηκα πολὺ καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἄκουγα κανένα περπάτημα στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ σηκωνόμουνα. Ἐπὶ τέλους ἔφθασε ἡ ὥρα καὶ ἀνήσυχη βρῆκα τὸν Γέροντα νὰ κάθεται γυρίζοντας τὸ κομποσχοίνι του σὲ ἕνα ἡμιυπόγειο ἀνήλιο καὶ ὑγρὸ δωμάτιο.
—Γέροντα, τοῦ λέω, εἶμαι πολὺ στενοχωρημένη. Ἐσεῖς βγήκατε ἀπὸ τὸ κρεββάτι σας;
—Εὐλογημένη, μοῦ ἀπαντᾶ, καὶ ἐγὼ ἔλεγα πὼς θὰ χαιρόσουνα ποὺ θὰ ἔπαιρνες εὐλογία ἀπὸ τὸ κρεββάτι τοῦ Γέροντά σου.
Μὲ τὴν ἀπάντησί του ἔφυγε ἡ θλίψις καὶ μὲ χαρὰ κοιμώμουνα στὸ κρεββάτι του.
Μιὰ μέρα ὅμως ἦλθε στὸ ραφεῖο ποὺ καθόμουνα μὲ τὶς ἀδελφὲς καὶ καταφανῶς ταραγμένος εἶπε σὲ μιὰ ἀδελφή:
—Ἀδελφὴ Αἰκατερίνη, τὴν κ. Μαρίκα θὰ τὴν φέρετε ἐδῶ, νὰ κοιμᾶται σ᾿ αὐτὸ τὸ ντιβανομπάουλο.
Ξαφνιάστηκαν ὅλες . Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν γιατί θὰ μὲ μετέφερε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ δωμάτιο, ποὺ σὰν ραφεῖο ἦταν ἀκατάστατο, καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἔκπληκτες.
—Παρακαλῶ, τὴν κ. Μαρίκα ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἐξῆς θὰ τὴν κοιμίζετε ἐδῶ. Καὶ δὲν θὰ βάλετε καὶ λάμπα στὸ παράθυρό της.
Εἶπε αὐτὰ καὶ ἔφυγε.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ μεσημέρι, ὥρα ὕπνου, ἔπεσε κεραυνὸς ἀπάνω στὸ κρεββάτι του καὶ μάλιστα ἔκαψε τὸ μαξιλάρι. Ἐὰν ἤμουνα ἐκεῖ ἤ ἐὰν ἐκεῖνος εἶχε πάει, κανείς μας δὲν θὰ ζοῦσε. Εἶχε προείδει τὸν κεραυνὸ 24 ὥρες πιὸ μπροστά.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς μοῦ εἶπε:
—Τώρα παιδί μου θὰ τοποθετήσω ἀλεξικέραυνο. Ὡς τώρα τὸ θεωροῦσα ὁλιγοπιστία μου. Τώρα ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς μοῦ ἔδειξε αὐτὸ τὸ σημεῖον ἐπιβάλλεται νὰ ἐνεργήσω καὶ ἐγὼ ἀνάλογα.
Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ πῆγα στὴν Πάτμο δόθηκε ἐντολὴ ἀπ᾿ τὸ Πατριαρχεῖο νὰ μεταφέρουν τὴν κάρα τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ ἀπὸ τὴν Πάτμο στὴν Ἀθήνα, στὸν ἐκεῖ ἀνεγειρόμενο Ναόν του. Ποιὸν ἄλλον θὰ ἔστελναν παρὰ τὸν Γέροντα; Εἶχα τὴν μεγάλη χάρι, τὴν ὑψίστη τιμὴ νὰ συνταξιδεύω μαζί του. Κρατῶντας τὴν Ἁγία Κάρα ἦταν σὲ συνεχὴ ἔκστασι ἀπὸ Πάτμο μέχρι Λέρο, ποὺ ταξιδεύσαμε μὲ ἕνα μικρὸ πλοιάριο. Εἰς δὲ τὴν Λέρον εἶχε τέτοια ἁγιότητα ποὺ ἐτρομάξαμε ὅλοι ὅσοι εἴμεθα μαζί του. Πήγαμε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο ὅπου μὲ πολλὴ εὐλάβεια ἐναπέθεσε σὲ ἕνα δωμάτιο τὴν Ἅγία Κάρα, ἐθύμιασε, ἔκαμε δέησιν, ἔπειτα κλείδωσε τὸ δωμάτιο καὶ μαζὺ πήγαμε σὲ διάφορα πνευματικοπαίδια του γιὰ νὰ τὰ δῇ.
Τὸ πλοῖο περνοῦσε ἀκατάστατες ὥρες. Ἦταν ἄγονη γραμμὴ καὶ οἱ ἐπιβάτες ποὺ θὰ ἔφευγαν πήγαιναν ἀπὸ τὶς 7 τὸ βράδυ στὴν προκυμαῖα καὶ πολλὲς φορὲς καθόνταν μέχρι τὰ μεσάνυχτα ὥσπου νὰ ἔφτανε τὸ πλοῖο. Πήγαμε καὶ ἐμεῖς στὶς 7. Φορῶντας ἐπιτραχήλιο καὶ κρατῶντας τὴν Ἁγία Κάρα διασχίσαμε τὴν πλατεία καὶ πήγαμε σὲ μιὰ ἄκρη. Ἀμίλητος καὶ μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα κρατοῦσε τὸ πολύτιμο φορτίο καὶ κάπου κάπου ἔλεγε:
—Ἄν μποροῦσε κανεὶς νὰ δῇ τὶς χιλιάδες τῶν Ἀγγέλων ποὺ συνοδεύουν αὐτὴν τὴν στιγμὴ τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ… *
Καὶ πάλι ἔμενε ἐκστατικὸς κοιτάζοντας πρὸς τὰ ἐπάνω. Φρόντισα μὲ πολλὰ βάσανα καὶ τοῦ βρῆκα μιὰ καρέκλα γιατὶ λυπόμουνα ἔτσι ποὺ τὸν ἔβλεπα ὄρθιο νὰ κρατᾶ τόσο βάρος.
Μὲ εἶχε συμβουλέψει κάποτε ὡς ἐξῆς:
— Ὅταν κοινωνῆς θὰ λέγης ἀμέσως τὸ «Θεοτόκε Παρθένε» τρεῖς φορὲς· διότι ὁ χριστιανὸς ὅταν κοινωνήσει εὑρίσκεται στὴν ἴδια θέσι ποὺ βρέθηκε ἡ Παναγία ὅταν ὁ ἄγγελος τῆς πῆγε τὸ μήνυμα.
Συνάντησε κάποτε τὸν π. Φιλόθεο Ζερβάκο στὴν Ἀγ. Εὐφημία καὶ εἶχα τὴν μεγάλη χάρι νὰ παρακολουθῶ τοὺς δύο σεβασμίους κληρικοὺς νὰ συνομιλοῦν. Εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφὸς τοῦ π. Φιλοθέου ἐκείνες τὶς ἡμέρες καὶ κουβέντιαζαν γιὰ τὸν νεκρὸ σὰν νὰ εἶχε ξεκινήσει γιὰ κανένα ταξίδι. Ὅταν ἔφυγε ὁ π. Φιλόθεος ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε:
—Ἧταν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συναντήσης αὐτὸν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ πάρης τὴν εὐχή του.
Τὸ ἴδιο μοῦ εἶχε πεῖ παλαιώτερα καὶ γιὰ τὸν π. Ἀβιμέλεχ, ὅταν τοῦ εἶπα πὼς τὸν συναντησα καὶ μέ εὐλόγησε.
—Πῆρες εὐλογία ἀπὸ μεγάλο ἅγιο· μοῦ εἶχε πεῖ τότε.
Κάποτε ἦλθε στὸ σπίτι μας ὁ π. Μ. Μ. Ἧταν νέος ἱερεῦς καὶ εἶχε τοποθετηθῆ σὲ χωριό. Ὁ Γέροντας λοιπὸν τὸν ρώτησε ἄν κάνη κάθε μέρα ὄρθρο καὶ ἐσπερινό, κι᾿ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε πὼς οἱ χωρικοὶ δὲν ἐκκλησιάζονται καὶ ἔτσι καὶ αὐτὸς δὲν κάνει.
—Ὄχι τοῦ λέει. Πρέπει νὰ κάνης κάθε μέρα καὶ ὄρθρο καὶ ἐσπερινό. Νὰ κτυπᾶς τὴν καμπάνα, νὰ ἀκοῦν οἱ ἐνορῖτες σου πὼς ὁ ἱερεῦς τους προσεύχεται. Καὶ μόνον τὸν σταυρό τους νὰ κάνουν ἐκεὶ ποὺ ἐργάζονται εἶναι καὶ αὐτὸ ὡφέλεια.
Τοῦ ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ μεταξὐ τῶν ἄλλων τοῦ εἶπε:
—Ἄν καμμιὰ φορὰ σοῦ λείψει ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο καμμιὰ μερίδα μὴν φοβηθῆς. Ἄγγελος Κυρίου θὰ τὴν παρέλαβε καὶ θὰ ἐκοινώνησε κάποιον ἐρημίτη ἤ φυλακισμένον ἤ ἐτοιμοθάνατον ποὺ θὰ ἐποθοῦσε νὰ κοινωνήση. Καὶ θὰ μοῦ πῆς πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶδε τὸν ἅγγελο καὶ τοῦ προσεκόμισε τὰ Τίμια Δώρα; Ὄχι! εἶδε κάποιον πατέρα Μιχαὴλ ποὺ τοῦ τὰ προσεκόμισε. Καὶ ἄν καμμιὰ φορὰ δεῖς τὰ τίμια δώρα νὰ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ ἀληθινὴ σάρκα καὶ αἵμα , μὴν φοβηθῆς. Γονάτισε, προσευχήσου καὶ θὰ ἐπανέλθουν στὴν ἀρχική τους κατάστασιν.
Τὸ 1966 τὸν εἶδα στὴν Ρόδο ὅπου τὸν ἐπισκεύθηκα. Εἶχα πειρασμοὺς πολλοὺς μὲ τὴν ἐδὼ ἐργασίαν καὶ ἔπρεπε νὰ πάω, νὰ πάρω τὴν εὐχή του, νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ νὰ μοῦ δώση κατευθύνσεις. …
Κι᾿ ἔπειτα πήγαμε στὸ δωμάτιό του. Καὶ ἐγὼ ἔλεγα , ὅλο ἔλεγα. Μοῦ εἶπε πολλὰ καὶ στὸ τέλος τὰ ἐξῆς:
—Παιδί μου οἱ Δεσποτάδες εἶναι οἱ μεγαλύτεροι πολέμιοι τῶν πνευματικῶν ἔργων. Γι᾿ αὐτὸ πρόσεξε μὴν βάλλης ρασοφόρο γιατὶ θὰ σοῦ διαλύσουν τὸ Ἵδρυμα. Θὰ παίρνεις κορίτσια καλά, θὰ τὰ προσλαμβάνης ὡς ὑπαλλήλους ἐπὶ μισθῷ γιὰ νὰ τὰ ἀποδεσμεύσης ἀπὸ τὰ σπίτια τους καὶ ἔτσι θὰ τὰ κρατᾶς ὡς ἀφοσιωμένες στὸ ἔργον.
Μοῦ ἔδωσε πάλι τὶς σοφὲς συμβουλές του. Μοῦ ἔδωσε τὶς βάσεις γιὰ τὴν λειτουργία τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Μοῦ ἔδωσε τὶς γραμμὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσω.
Τὸ μόνον ποὺ βλέπω εἶναι ὅτι ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας μας δὲν ἐπικρατεῖ ἡ δικαιοσύνη καὶ ὅτι ἀνθρώπους ποὺ ἠμποροῦν νὰ δώσουν ζωὴν καὶ δύναμιν στὸν χριστιανικὸν λαὸν τοὺς παραβλέπουν. Πρὸ ἐβδομάδος, ποὺ εὐρισκόμουν στὰς Ἀθήνας εἶδα μακρόθεν τὸν π. Ν., ἐντὸς τοῦ Ὑπουργείου. Δὲν ἠθέλησα νὰ τὸν πλησιάσω. Ὅλοι ὅσοι γνώριζαν τὸν ἄνθρωπον γέλασαν διὰ τὴν τόσην αὐθάδειάν του, ποὺ δὲν ἀφήνει τὰ ὑπουργεία ἥσυχα. Καὶ ἔπειτα ἠμπορεῖ νὰ τὸν δεῖτε ὡς ἐπίσκοπον τῶν Χανίων καὶ νὰ σᾶς εὐλογεῖ. Ὁ Θεὸς νὰ σώση τὴν ἐκκλησίαν του. Ἐπιστολή. 1956.08.08
---
* για τις χιλιάδες τῶν Ἀγγέλων ποὺ συνοδεύουν τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ…
με λίγα λόγια για τον Απόστολο Θωμά και το κυριότερο (όπως ισχύει για πολλά πνευματικά), είναι ότι το όνομά του μεθερμηνευόμενο, σημαίνει ''δίδυμος'' **.
Στην εν ημίν δόμηση του ναού, η ''κολώνα'' του απ.Θωμά είναι λειτουργικότατη πρακτικά, παρότι παρεξηγημένη, υποτιμημένη και τελικά μάλλον άγνωστη.
Ο καθένας μας είναι δίδυμος, με έναν ''αδελφό'' τον βιολογικά περιορισμένο που νομοτελειακά δυσπιστεί για την ανάσταση και τον άλλον ''αδελφό'' που του έχει προετοιμαστεί απ'αιώνων μια θέση στον ουρανό. Μεταξύ αυτών μία διαδρομή: Η Κλίμαξ, ως δρόμος από το κατ’εικόνα στο καθ’ωμοίωσιν
Στην
κορυφή εδρεύουν οι θείες δυνάμεις και άγγελοι, όπως τους είδε ο άγιος να συνοδεύουν
τον απ.Θωμά, αμήν και εμάς αφού περάσουμε νικηφόρα τους κάτωθεν κύκλω δαίμονες
που πιέζουν το σώμα, ως πιο αδύνατο για να σαρκοποιήσουν δι αυτού το πνεύμα, να
παχυλοποιήσουν τον νου και τον καταρρίψουν από αναβάτη (ηγεμονικό νου ως
προόρισται) κάτω του αλόγου (σώματος) και ποδοπατηθεί.
Θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την έκπληξη (με το κατενόησα τα έργα Σου) και να δοξάσουμε την θεότητα!! ευχόμενοι δι ευχών του μεγάλου αυτού αποστόλου να μας περάσει από την πίστη δια σημείων (ψηλαφητών) στην μακαρία πίστη. Συμφωνούντες βιωματικά με το ψαλμικό: .... Ο Κύριός μου και Θεός μου, ΔΟΞΑ ΣΟΙ!!
** για την ομοιότητα των διδύμων (Κυρίου και Θωμά αποστόλου Του και με τον καθένα μας, όσο πνευματικώς εν αληθεία Τον ωμοιάζουμε αμήν δι ευχών)
από τον συναξαριστή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου