Ήταν Άγιος λοιπόν εκείνος ο γέροντας που με υποδεχόταν χωρίς να μιλά όταν έμπαινα στο κελάκι του τρομαγμένη; Ήταν άγιος εκείνο το γλυκό, υπομονετικό γεροντάκι που σεβάστηκε πάντα την άρνησή μου να ακούω συμβουλές τύπου Κατηχητικού και δε μου έδωσε ποτέ καμιά τέτοια συμβουλή;
Ήταν Άγιος λοιπόν! Κι εγώ νοιώθω ανόητη γιατί πάντα ήξερα ότι ήταν Άγιος, κι όμως τον φοβόμουν. Ένα παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα, με όλα τα θέματα που έχει ένα παιδί που μπαίνει σε μια άγρια μαύρη εφηβεία. Ένα παιδί, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που όμως ήθελε να τις γκρεμίσει γιατί δεν του άρεσαν, δεν το ικανοποιούσαν, το καταπίεζαν. Τέτοιο παιδί ήμουν όταν γνώρισα το Γέροντα, γι’ αυτό και καταπιεζόμουν όταν έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένειά μου που λαχταρούσε να τον επισκεφτεί.
Εκείνα τα Κυριακάτικα μεσημέρια όταν έπρεπε να βγάλω τα αγαπημένα μου τζιν και να φορέσω
τη φούστα για να πάω να του φιλήσω το χέρι με εξόργιζαν. Τη
θυμάμαι αυτή την οργή που έσκαγε μέσα μου σιωπηλά – γιατί δεν
τολμούσα να πω ότι δεν ήθελα να τον δω. Δεν τολμούσα γιατί μέσα
μου ήξερα ότι ήταν Άγιος- πώς να αρνηθώ την ευχή ενός τέτοιου
ανθρώπου; Κι από την άλλη τον φοβόμουν που ήταν Άγιος. Στην αρχή
φοβόμουν γιατί ένοιωθα ότι ήξερε τις σκέψεις και τις πράξεις
μου και έτρεμα μην τις αποκάλυπτε στη μαμά μου...