Το
2001 κάποιος χριστιανός ονόματι Νικόλαος, νοσηλευόταν βαρειά άρρωστος σε
νοσοκομείο της Αθήνας.
Βλέποντας, ότι πάει πρός το χειρότερο, ειδοποιεί επειγόντως τον πνευματικό του
να έλθει στο νοσοκομείο. Ό πνευματικός, ο οποίος είναι Γέροντας σε μοναστήρι,
φθάνει εσπευσμένα στον θάλαμο, τραβάει το παραβάν και ακούει με προσοχή, όσα
του λέει ο ασθενής. Κάποια στιγμή ο ασθενής φοβισμένος, πιάνει σφιχτά το χέρι
του πνευματικού.
- Τί συμβαίνει Νικόλαε, τον ρωτάει ο πνευματικός.
- Πλησίασαν τρεις με μαυριδερή όψι, απαντάει.Έχει άρα και μαύρους γιατρούς το νοσοκομείο; Οι δικοί μας με τα λευκά ρούχα, στέκουν μακριά.
Ο έμπειρος πνευματικός, καταλαβαίνει τί συμβαίνει και προσπαθεί να τον βοηθήση. Τον ρωτάει μήπως έχει διαπράξει τήν «τάδε αμαρτία. Πράγματι θυμάται ο Νικόλαος και παραδέχεται ότι τήν έχει διαπράξει. Ταυτόχρονα λέει στον πνευματικό, ότι ο ένας από τούς τρεις μελαμψούς βγαίνει έξω, απειλώντας τον με νοήματα.
Ο πνευματικός του υπενθυμίζει και μια άλλη αμαρτία. Ομολογεί, ότι τήν έπραξε
- Τί συμβαίνει Νικόλαε, τον ρωτάει ο πνευματικός.
- Πλησίασαν τρεις με μαυριδερή όψι, απαντάει.Έχει άρα και μαύρους γιατρούς το νοσοκομείο; Οι δικοί μας με τα λευκά ρούχα, στέκουν μακριά.
Ο έμπειρος πνευματικός, καταλαβαίνει τί συμβαίνει και προσπαθεί να τον βοηθήση. Τον ρωτάει μήπως έχει διαπράξει τήν «τάδε αμαρτία. Πράγματι θυμάται ο Νικόλαος και παραδέχεται ότι τήν έχει διαπράξει. Ταυτόχρονα λέει στον πνευματικό, ότι ο ένας από τούς τρεις μελαμψούς βγαίνει έξω, απειλώντας τον με νοήματα.
Ο πνευματικός του υπενθυμίζει και μια άλλη αμαρτία. Ομολογεί, ότι τήν έπραξε