Κάποια μοναχή πήγε στην Κηφισιά και πήρε ένα ταξί, για να ανέβει στο Μοναστήρι [στην Ιερά Μονή Άγιο Παντελεήμονα Ν. Πεντέλης]. Ο ταξιτζής, που την μετέφερε, είχε ακούσει για τον πάτερα Σίμωνα [Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης] και ρώτησε την μοναχή γιατί ανεβαίνει επάνω.
Εκείνη του είπε ότι πηγαίνει, για να εξομολογηθεί. Όταν άκουσε αυτό ο ταξιτζής, την ρώτησε με έκπληξη:
– Τι αμαρτίες έχεις εσύ που είσαι μοναχή;
Εκείνη του απάντησε πως όλοι έχουμε αμαρτίες. Όταν έφτασε κοντά στο μοναστήρι, η άσφαλτος τελείωνε και άρχιζε ο χωματόδρομος, που ήταν χαλασμένος, και είπε η μοναχή να την αφήσει εκεί, αλλά ο ταξιτζής της είπε:
-Θα σε πάω μέχρι το Μοναστήρι.
Όταν έφτασαν, η μοναχή του είπε να περάσει στην κουζίνα να πάρει έναν καφέ. Μόλις τελείωσε η μοναχή την εξομολόγησή της, είπε στον ταξιτζή:
– Θέλεις να πας μέσα να πεις καμιά λέξη να εξομολογηθείς και να πάρεις την ευχή του;
Ο ταξιτζής δέχτηκε, μπήκε μέσα, πήρε την ευχή του και άρχισε να εξομολογείται. Σηκώθηκε να φύγει, αλλά η πόρτα του κελιού δεν άνοιγε. Ο ταξιτζής λέει στον Γέροντα:
– Πάτερ Σίμων, η πόρτα του κελιού δεν ανοίγει.
Εκείνη του είπε ότι πηγαίνει, για να εξομολογηθεί. Όταν άκουσε αυτό ο ταξιτζής, την ρώτησε με έκπληξη:
– Τι αμαρτίες έχεις εσύ που είσαι μοναχή;
Εκείνη του απάντησε πως όλοι έχουμε αμαρτίες. Όταν έφτασε κοντά στο μοναστήρι, η άσφαλτος τελείωνε και άρχιζε ο χωματόδρομος, που ήταν χαλασμένος, και είπε η μοναχή να την αφήσει εκεί, αλλά ο ταξιτζής της είπε:
-Θα σε πάω μέχρι το Μοναστήρι.
Όταν έφτασαν, η μοναχή του είπε να περάσει στην κουζίνα να πάρει έναν καφέ. Μόλις τελείωσε η μοναχή την εξομολόγησή της, είπε στον ταξιτζή:
– Θέλεις να πας μέσα να πεις καμιά λέξη να εξομολογηθείς και να πάρεις την ευχή του;
Ο ταξιτζής δέχτηκε, μπήκε μέσα, πήρε την ευχή του και άρχισε να εξομολογείται. Σηκώθηκε να φύγει, αλλά η πόρτα του κελιού δεν άνοιγε. Ο ταξιτζής λέει στον Γέροντα:
– Πάτερ Σίμων, η πόρτα του κελιού δεν ανοίγει.