Ὁ Ἅγιος στὸ δρόμο, καθὼς ἔσερνε τὰ κουρασμένα καὶ πληγωμένα καὶ γέρικα πόδια του, προσευχότανε μὲ ψαλμοὺς πρὸς τὸν Κύριον, πού τοὺς ἤξερε ἀπ’ ἔξω. Ἔλεγε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸν 100ο ψαλμὸ:
«Ἔλεος καὶ κρίσιν ἀσομαί Σοι Κύριε...».
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφτασε ἐκεῖ σήκωσε τὰ χέρια του καὶ τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε:
— Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, εἶπε, γιατὶ εἶσαι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος. Σὺ Παντοδύναμε ἐκτύπησες τὸν ἐχθρὸν μας διάβολον. Σὺ ἐκτύπησες καὶ τὸν Ἅδην μὲ τὸ νὰ ἀπαλλάξης ἀπὸ τὸν θάνατο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μνήσθητὶ μου, Κύριε, ἐν τὴ Βασιλεία Σου.
Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστόν. Ανοίξανε γιὰ μιά στιγμὴ οἱ Οὐρανοί, φάνηκε ὁ Χριστὸς μὲ πλῆθος Ἀγγέλων. Κατέβηκε κοντὰ του καὶ τοῦ λέγει:
— Ἔλα, προσφιλέστατε καὶ ἀγαπημένε μου Χαράλαμπε, πού τόσο πολὺ