
ΣΤΟΥΣ ΚΟΡΦΟΥΣ ΒΡΕΧΕΙ, ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ ΚΑΙ ΒΡΟΝΤΑ
Οἱ παλιοὶ ἀνθρῶποι, παρατηρώντας τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, γίνονταν οἱ πιὸ καλοὶ καὶ οἱ πιὸ σωστοὶ μετεωρολόγοι. Ἂς εἶχε ὁ τόπος τους ἡλιοφάνεια καὶ καλοκαιρία. Παρακολουθώντας γύρω-γύρω τὰ ἄκρα τῆς γῆς, ποὺ τὰ ὠνόμαζαν κόρφους, ἔλεγαν «ὅπου εἶναι ἔρχεται βροχή, ἔρχεται κακοκαιρία καὶ στὸν δικό μας τόπο· μαζέψτε τὰ γενήματά σας, ποὺ κινδυνεύουν ἀπὸ τὴν κακοκαιρία». Ἡ μάννα ἔλεγε «δὲν θὰ ἁπλώσουμε ἀπόψε μπουγάδα, γιατὶ ἔρχεται βροχή». Καὶ ὁ βοσκὸς μάζευε τὰ ζῶα του στὸν στάβλο.
– Πατέρα, καλὸς εἶναι ὁ καιρός.
– Παιδί μου, δὲν ἀκοῦς τὸ ποδοβολητὸ τῆς βροχῆς;
Ἴσως ἐκεῖ στὸ μοναστήρι ποὺ σύχναζε ἄκουσε τὸν Ἠλία νὰ λέγη «Δὲν ἀκοῦτε τὰ πόδια τῆς βροχῆς;».