Απέθανεν ο βασιλεύς της
Σκυθίας, Περισαΐδης το όνομα, αφήσας τρεις υιούς κληρονόμους της βασιλείας·
αλλά θέλων έκαστος από τους αδελφούς να βασιλεύσει μόνος, ήλθον εις μάχην
θανάσιμον. Βάλλουν κριτήν άλλον βασιλέα της Θράκης, φίλον του πατρός των, ο
οποίος τεχνεύεται να τους συμβιβάσει με τρόπον αληθώς επιτήδειον, αλλ' όλως
παράδοξον. Προστάζει να εκβάλωσιν από τον τάφον το λείψανοντου πατρός των και
να το κρεμάσωσιν εις ένα δένδρον' έπειτα καλείτους τρεις αδελφούς και τους
λέγει: «Έκαστος από σας ας ρίψη το βέλος του εις το νεκρόν τούτο σώμα και
όποιος το κτυπήση καλλίτερα,εκείνος να είναι βασιλεύς».
Παίρνει το τόξον ο πρώτος
υιός, το εκτείνει, βάζει το βέλος, σημαδεύει, ρίπτει’ το όμοιον κάμει και
ο δεύτερος. Πώς σας φαίνεται η αχαριστία, η απανθρωπία, η σκληροκαρδία
τοιούτων υιών;
Έρχεται και ο τρίτος,
παίρνει και ετοιμάζει και αυτός το βέλοςτου, αλλά βλέπων που πρόκειται να το
ρίψει, τρομάζει, αφήνει να πέση το τόξον από τας χείρας του και λέγει:
«Εγώ δεν επιθυμώ να γίνω με τοιούτον τρόπον βασιλεύς. Παραιτούμαι καλύτερον της
βασιλείας, παρά να τοξεύσω το λείψανον του αποθαμμένου πατρός μου».
Τι έκαμεν τότε ο
κριτής; Τούτον τον τρίτον υιόν απεφάσισε διά βασιλέα.
Τούτο το ίδιον κάμνω και εγώ
σήμερον εις τούτους τους αχαρίστους, τους