Κάποτε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ὁ ἀββᾶς Μακάριος στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ ἔλεγε:
«Μακάριε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὰ μέτρα τῶν τάδε γυναικῶν αὐτῆς ἐδῶ τῆς πόλης».
Τὸ πρωὶ ὁ Γέροντας σηκώθηκε, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του κι ἄρχισε νὰ ὁδοιπορεῖ γιὰ τὴν πόλη.
Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη καὶ βρῆκε τὸ σπίτι, χτύπησε τὴν πόρτα. Βγῆκε ἡ μία καὶ τὸν ὑποδέχτηκε στὸ σπίτι. Ἀφοῦ κάθισε γιὰ λίγο, ἦρθε καὶ ἡ ἄλλη. Τὶς κάλεσε, κι ἐκεῖνες ἦρθαν καὶ κάθισαν μαζί του. Τὶς λέει ὁ Γέροντας:
«Γιὰ σᾶς ἔκανα τόση πορεία καὶ ὑπέμεινα τόσο κόπο, ὥσπου νὰ φτάσω ἀπὸ τὴν ἔρημο. Πέστε μου λοιπὸν τὴν ἐργασία σας, ποιὰ εἶναι;»
«Πάτερ -τοῦ λένε- πίστεψέ μας, δὲν εἴμαστε ἡ καθεμιά μας ἔξω ἀπὸ τὴν κλίνη τοῦ ἄνδρα της μέχρι σήμερα. Ποιὰ ἐργασία λοιπὸν ζητᾷς ἀπὸ μᾶς;»
Ὁ Γέροντας ἔβαλε μετάνοια καὶ τὶς παρακαλοῦσε:
«Φανερῶστε μου τὸ ἔργο σάς».
Τότε τοῦ λένε:
«Ἐμεῖς κατὰ κόσμον εἴμαστε ξένες μεταξύ μας. Ἔτυχε ὅμως νὰ παντρευτοῦμε δυὸ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ὡς σήμερα κατοικοῦμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν ξέρουμε νὰ φιλονικήσαμε ποτὲ ἢ νὰ ἀναφερθήκαμε σὲ αἰσχρὰ πράγματα. Μάλιστα, ἦρθε στὸ λογισμό μας νὰ ἀφήσουμε τοὺς ἄνδρες μας καὶ νὰ μποῦμε στὸ τάγμα τῶν μοναχῶν. Πολὺ παρακαλέσαμε τοὺς ἄνδρες μας νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ φύγουμε, ἀλλὰ δὲν τοὺς πείσαμε. Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν πετύχαμε αὐτὸν τὸν σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό, μέχρι τὸν θάνατό μας νὰ μὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα μας κανένας κοσμικὸς λόγος».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, εἶπε:
«Ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει παρθένα ἢ παντρεμένη ἢ μοναχὸς ἢ κοσμικός, ὁ Θεὸς τὴν πρόθεση ζητάει καὶ δίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ὅλους»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου