Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

από την δυσώδη κόλαση στον ευωδιαστό παράδεισο…

…“Την πήρα την απόφαση, ό,τι κι αν γίνει, θα πάω στο Όρος!” , είπε ο Βασίλης. 

Δεν κατάλαβε πως, βυθισμένος στο συλλογισμό του, τα τελευταία λόγια τα είπε δυνατά. Μα εκείνη ούτε καν πρόσεχε! Συνέχισε την απασχόληση της στον καθρέφτη, γιατί και απόψε πάλι θα 'βγαινε.... 

Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ. Μόλις έπαιρνε να σουρωπώνει, η μάνα του έφευγε. Και οι παρέες, άφθονες και ... ποικίλλες. Την όμορφη νέα χήρα, βλέπεις, την προτιμούσαν για παρέα όλοι οι “ελεύθεροι” στην πόλη. Έφτανε μια φευγαλέα ματιά να της ρίξει κανείς και να μείνει μαγνητισμένος απ’ τα “φαινόμενα κάλλη” της. Κι εκείνη, άλλωστε, δεν άντεχε πια με τη σκέψη του εδώ και δυο χρόνια “φευγάτου” άντρα της. Εκείνου η καρδιά, ξαφνικά μια νύχτα, σταμάτησε και πήγε για το “απάνω ταξίδι”, όπως έλεγε κι ένας θείος του ορφανού πια δεκαεννιάχρονου Βασίλη. 

Το άλλο πρωί, ο ήρεμος, αποφασισμένος πια, έφηβος, άφησε ένα σημείωμα στη μητέρα του, που κοιμόταν, φορτώθηκε ένα σακίδιο και κατηφόρισε για το σταθμό λεωφορείων. 

Ο μεσήλικας ξερακιανός μοναχός μπήκε τελευταίος στην τράπεζα της Μονής. Κάθισε στην άκρη του πάγκου, απέναντι από δυο-τρεις επισκέπτες, δίπλα στον αρχοντάρη, τον γέροντα Αντώνιο. Οι φιλοξενούμενοι τον κοίταξαν περίεργα. Ο

λόγος ήταν ότι το δεξί του χέρι ήταν μπανταρισμένο με γάζες, ενώ από πάνω ήταν δεμένο με ένα κομμάτι τριμμένου, πολυκαιρισμένου ράσου. Ο μοναχός αυτός τελείωσε το λιτό του γεύμα ταυτόχρονα με το τέλος της ανάγνωσης του ιερού κειμένου από τον αναγνώστη. Έπειτα αποσύρθηκε αθόρυβα. Οι επισκέπτες, σαν απόφαγαν, όλο περιέργεια, πήραν να ρωτάν τον αρχοντάρη για τον μοναχό αυτό. Ο αρχοντάρης, αφού τους είπε ότι αυτός ο μοναχός ονομαζόταν Βησσαρίων, τους υποσχέθηκε ότι μετά τον εσπερινό θα τους έλυνε τις απορίες. 

Καθισμένοι οι τρεις φίλοι σε ένα πεζούλι στο προαύλιο της Μονής, κοιτάζοντας στο πέλαγος κι ενώ συζητούσαν για θέματα που τους εντυπωσίασαν στο μοναστήρι, είδαν χαρούμενοι τον μοναχό Αντώνιο να έρχεται κοντά τους. Ακόμη τους “έτρωγε” η περιέργεια για το γέροντα Βησσαρίωνα. “Τον πατέρα Βησσαρίωνα, παιδιά μου τον γνώρισα πριν από τριάντα περίπου χρόνια”, άρχισε να διηγείται ο αρχοντάρης. “Ήλθαμε στη Μονή την ίδια χρονιά. Το κοσμικό όνομά του ήταν Βασίλης. Αφού περάσαμε κι οι δυο το δοκιμαστικό στάδιο και δεχθήκαμε την κουρά της αγγελικής ζωής, εκείνος πήρε ευχή και έζησε υποτακτικός σ’ εναν άγιο γέροντα στα τρομερά “Καρούλια”. Επέστρεψε έξι χρόνια αργότερα, μετά την κοίμηση του γέροντά του, αλλά με δεμένο το χέρι του! Κάποτε τον ρώτησα γι’ αυτό και εκείνος μου είπε την φοβερή του ιστορία. Όταν πήγε στην Έρημο του Όρους, πληροφορήθηκε πως η χήρα μητέρα του αποδήμησε εις Κύριον. 

Εκείνος φοβόταν για την κατάληξή της, επειδή είχε ζωή άστατη. Άρχισε λοιπόν να έχει αγωνία κι ερωτήματα. Πάντως, συνεχώς τη μνημόνευε, της έκανε μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές και δεήσεις για την ανάπαυσή της, μα ακόμη βασανιστικά ερωτήματα τον απασχολούσαν: Σώθηκε η μητέρα του; Αν δεν σώθηκε, τι μπορούσε να κάνει; Με τέτοιους λογισμούς απευθύνθηκε στον γέροντά του για να τον ρωτήσει. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του και, με δάκρυα στα μάτια, τού μίλησε για τον επίγειο βίο της μητέρας του και ποιες ήταν μέχρι τότε οι ενέργειες του για τη σωτηρία της ψυχής της. 

Εκείνος του απάντησε πως αυτό που ζητούσε να μάθει, ήταν αδύνατο για τα ανθρώπινα μέτρα. Αλλά, του είπε εν τέλει, ότι θα παρακαλούσαν το Θεό, κι οι δύο μαζί, να τους πει πού βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας του. Έπειτα, ο γέροντας έβγαλε τον Βησαρίωνα έξω από την καλύβη τους και του είπε να μείνει εκεί όρθιος, επτά ολόκληρες ήμερες προσευχόμενος, χωρίς να φάει τίποτε και ούτε να κινηθεί ή να καθίσει. Κι ο Βησαρίων έμεινε εκεί επτά μέρες και νύχτες, όρθιος, ακίνητος, διαρκώς ένδακρυς, προσευχόμενος να ελεήσει ό Θεός φωτίζοντάς τον με την αποκάλυψη της κατάστασης της ψυχής εκείνης. Ο γέροντάς του, έκανε ακριβώς το ίδιο μέσα στην καλύβη. Όταν έφθασε η νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ο νους του Βησαρίωνα στον ουρανό και σε έκσταση είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Είδε ότι πραγματικά οι ψυχές στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν! Είδε στα αριστερά του, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο ακαθαρσίας, λάσπης, ανυπόφορης δυσωδίας, που έβραζε κοχλάζοντας. Μέσα σ’ αυτή τη λίμνη την “καιομένη του πυρός”, είδε να ξεχωρίζουν ανθρώπινες ψυχές. Πότε βυθίζονταν και πότε ανέβαιναν ψηλά, σαν να παίρνουν μια ανάσα και ξανά πάλι μέσα και ξανά έξω, αδιάκοπα. Κάποτε, μέσα στις τόσες δύστυχες ψυχές, αναγνώρισε και τη μάνα του. Ναι, την έβλεπε για λίγο από τους ώμους και πάνω κι αναρρίγησε. Κι εκείνη αναγνωρίζοντας το γιό της στην όχθη αυτής της “Γέεννας”, του φώναξε ξέπνοα: “Παιδί μου! Βοήθησέ με!”, και ξαναβυθίστηκε. Έπειτα ξαναφάνηκε για να φωνάξει ξανά: “έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”. Πριν βυθιστεί πάλι στο βόρβορο, φώναξε στο γιο της: “Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!”. Ήταν τόση η θλίψη του Βησσαριώνα, όταν έβλεπε κι άκουγε αυτά, βούτηξε το χέρι του μέσα, την άρπαξε από τα μαλλιά και με δυσκολία την τράβηξε έξω! Έξω από τη λίμνη ο Βησσαρίων είδε κάτι σαν χρυσή κολυμβήθρα. 

Από κάποιο σημείο της, δίπλα σε βράχο, έτρεχε γάργαρο νερό μέσα στην κολυμβήθρα, χωρίς όμως ποτέ να γεμίζει. Πήρε τότε τη μάνα του αγκαλιά στα δυο του χέρια και την έβαλε σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, όπου πλύθηκε, καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν χιόνι. Έπειτα, κάποιοι λευκοντυμένοι νέοι, που δεν τους είχε προσέξει νωρίτερα, της έδωσαν λευκό φόρεμα. Εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και έφυγε μαζί τους. Καθώς απομακρυνόταν ανάμεσά τους, στην αντίθετη από τη λίμνη κατεύθυνση, είδε να του γνέφει χαιρετώντας χαρούμενη. Αμέσως, μετά ο Βησσαρίων επανήλθε στα γήινα. Το χάραμα, μετά το τέλος της έβδομης νύχτας, ήταν εκεί, ορθός, έξω από την καλύβη, παρακαλώντας ακόμη το Θεό για τη σωτηρία της μητέρας του, ευγνωμονώντας ταυτόχρονα Εκείνον για την οπτασία. Λίγο μετά, ο γέροντάς του βγήκε από την καλύβη και τον ρώτησε τι είχε δει. Εκείνος ξέσπασε με λυγμούς σε ευχαριστίες στο Θεό για την ευσπλαχνία Του που έβγαλε τη μάνα του από τον Άδη. Το χέρι του όμως που βούτηξε στη φοβερή λίμνη του πυρός, μέχρι τον αγκώνα, ήταν καμένο και βρωμούσε απαίσια. Ο Βησσαρίων μου είπε ότι παρακάλεσε το γέροντά του, μετά απ’ αυτά, να του θεραπεύσει το χέρι του, όμως εκείνος αρνήθηκε να σβήσει εκείνο το “σημείον μέγα”, που αποτελούσε σημάδι του θαύματος! Ο γέροντας τού τόνισε πως το “σημείον” εκείνο ήταν η απόδειξη για το πόση δύναμη έχουν Θεία Λειτουργία, μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές με κομποσκοίνι και ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. 

Έπειτα, ο άγιος Γέρων ασκητής έσκισε ένα κομμάτι από το ράσο του και του είπε: “Τύλιξε το χέρι σου μ’ αυτό. Ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και σε όσους αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας”. Εγώ, όταν μου τα έλεγε αυτά ο αδελφός μου, είχα λογισμούς δυσπιστίας. Εκείνος με κατάλαβε και τράβηξε λίγο τη μια άκρη του ράσου. Παιδιά μου!”, έκανε κοιτώντας κατάματα τους ακροατές του ο αρχοντάρης, “δεν άντεξα την “βρώμα” εκείνη κι έφυγα μακριά. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντα ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό κι ευωδίαζε!”.

αληθινό γεγονός [Θεοδώρητος, 6ος αι. μ.Χ.] 

---

(εκτιμώ χρειαζούμενες σκέψεις, που να συνδέουν τα προηγούμενα άρθρα, με αυτό...) 

μια κολυμβήθρα δρόμος, μια έμπονος προσευχή, μια κατά Θεόν αγάπη…. 

μια ‘’περιτομή’’ (όπως συνδυάζεται στην 31Δεκ/1 Ιαν) … η κοσμική έναρξη της έλικος του ενιαυτού… και η περιτομή για να περιτεμούν οι αμαρτίες που θολώνουν το νου, περιέλει Ο Κύριος το κάλυμμα των παθών για να ‘’δούμε’’ και βιώσουμε με ακρίβεια τα συμφέροντα… 

...μπορεί τα σχήματα πάνω - κάτω, 9άρια και 6άρια, ελικοειδείς κλίμακες χωρίς κάγκελα, νάναι νοητικώς κατατοπιστικά σαν φυσιογνωσία και εν μέρει της δράσης των ενεργειών σαν θεογνωσία, αλλά στερούνται μιας παραμέτρου ''πραγματικότητας''. Είναι η θέα σαν πίσω από πλεξιγκλάς διάφανο, που να επιτρέπει μεν την όραση, αλλά έχει κόφτη συχνοτήτων, ενεργειών, ήχων που να μην μπορούν να ταράξουν ή συγ-κινήσουν [μέσα στο επιτρέπεται και ευλογία (ανάλογα) την φύση του καθενός και το συμφέρον του], ειδικά σε πάθη μέσω ενήδονων προσβολών στην όραση, ή προς κατάκριση, ή προς φθόνο και οποιαδήποτε άλλη εφάμαρτη κίνηση ως ασφάλεια κάθε εμπάθειας, τον ορώντα... Είναι μία από τις ιδιότητες του απαθούς υπερβατικού νοός... απαραίτητης προϋπόθεσης να υπερπηδούνται εμπόδια, σαν να υπάρχει ένα παραπέτασμα υγιούς ‘’αναισθησίας’’. Με αυτό το σκεπτικό, ''συμφέρει'' ώστε το κακό να μην ενεργεί καταπάνω μας, ώστε να είμαστε ασφαλισμένοι. Κάτι ανάλογα σαν ‘’κόφτη’’ ισχύει και με το καλό, όταν οφθαλμοί παρότι ''δουν''  λόγω σκληροκαρδίας και ανετοιμότητος, δεν κατανοούν το βάθος.... απαγορευτικά σε αμύητους και ανέτοιμους οφθαλμούς, ‘’οράσεις’’ χωρίς χαρά, χωρίς ειρήνη, χωρίς ευλογία… (για να μην κατακριθούν ότι είδαν και δεν πίστεψαν… απόδειξη απείρου ευσπλαγχνίας)…

Η άλλη απαραίτητη παράμετρος (με ισορροπίες* που βρίσκονται στον θεάνθρωπο Χριστό, που και κλαίει σαν άνθρωπος (για τον φίλο Του Λάζαρο, τον καθένα μας, και τον ανασταίνει σαν Θεός), είναι το έμπονο βίωμα των ‘’πασχόντων’’ εκατέρωθεν. [...όταν παρακαλούσαν τον άγιο Παΐσιο να προσευχηθεί για κάποιον, τους ζητούσε να του πουν κάτι να πονέσει... γιατί η έμπονος προσευχή κι όχι η ψυχρή, εισακούεται ευχερέστερα.... και από τον αγ. Ιάκωβο Τσαλίκη: …Όποιος διαβάζει με πόνο ψυχής τους ψαλμούς, παιδί μου, μοιάζει με τον Δαβίδ.Γιατί εκείνος με πόνο ψυχής τους έγραψε. Και είναι αδύνατο στο Θεό να μην ακούσει τέτοια ψυχή σε ότι του ζητήσει. Καρδίαν συντετριμμένη και τεταπεινωμένη ο Θεός ούκ εξουδενώσει. Κατάλαβες; με προϋπόθεση την συγχωρετικότητα, όπως κάπως αναλύθηκε στο… το πυρ της κοινωνίας και επικοινωνίας με Τον Θεό]. Έτσι, από την μία έχουμε την γνωστική υπερβατική ιδιότητα του νοός, χάρι της θεότητος και από την άλλη την πάσχουσα φύση, με Τον πάσχοντα σαν εμάς και για εμάς Κύριο, που παραινεί... χαίρειν μετά χαιρόντων, κλαίειν μετά κλαιόντων  (Ρωμ.ιβ'15)... * ισορροπίες ορθοδοξίας,που είναι σαν την κόψη του ξυραφιού και επί της οποίας πρέπει να βαδίζουμε... όταν, λιγότερο από όσο πρέπει λίπασμα ή νερό σε ένα φυτό, αυτό δεν μεγαλώνει, περισσότερο από όσο πρέπει ή το καίει ή το πνίγει....   

...παράδεισος και κόλαση, βιωμένα κι όχι απλά, απαθώς, μαθηματικώς… ορώμενα… ώστε να προσδώσουν τα απαραίτητα (συμπληρωματικά) εργαλεία φόβο και ελπίδα, όχι προς μηδενισμό τους, αλλά ούτε και μονοδιάστατα, χωρίς επίγνωση, αλλά να δράσουν υγιώς, για να επιτευχθεί το μεν, αποφευχθεί το δε και το σπουδαιότερο, να μην λυπούμε Τον Κύριο με νου και χου, αλλά αγιαζόμενοι κατά την προτροπή Του, για το δικό μας καλό, προς δόξαν Θεού. Να αναπαύεται η χάρις. Τότε και έτσι, το γνωστικό σκέλος και φιλοσοφία, παραδίδει την σκυτάλη στο βίωμα και φιλοκαλία. Υποτονούν όλα τα σημεία και ελικοειδείς κινήσεις, αφού δεν έχει πλέον νόημα η τοπική μετάβαση, αλλά γνωρίζεται η θεία συγκατάβαση. Η μεταξύ 6 και 9 απόσταση είναι ου μακράν. Τόση μικρή ''στροφή'' σε νου και σε καρδιά, να πρόσκειται προς τα θεία για να γίνει αγωγός (9), ή να αντίκειται στα θεία και καταντά μονωτής (6) απαγορεύοντας την διέλευση (και ανάπαυση) στην ζωή του... Μια μικρή στροφή με τόσο μεγάλη αξία. Αμήν σαν με κατσαβίδι ο καλός Θεός να στρίψει λίγο την βίδα και Τον αφήσουμε να μας διορθώσει και αλλάξει συμ-περι-φορά, αφού και ο βίος είναι τόσο μοναδικός και η κατάληξη τόσο σπουδαία (και αιώνια). Αμήν να την σπουδάσουμε και καταφέρουμε χάριτι. [...καὶ νῦν, βασιλεῖς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οἱ κρίνοντες τὴν γῆν.δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ. δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας.ὅταν ἐκκαυθῇ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ. (ψαλμ.β')] 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου