«Τί είναι αυτό το κόκκαλο παπά
μου;
Πάρτο από δω και τράβα σπίτι σου»
Με αυτά τα λόγια ο ασεβής γιατρός έδιωξε
τον πιστό ιερέα που έφερε στην άρρωστη πρεσβυτέρα απότμημα του ιερού λειψάνου
του Αγίου Παντελεήμονα. Μετανιωμένος, όμως, επέστρεψε στον ιερέα για να
απολογηθεί.
Ή πρεσβυτέρα είχε όγκο στο στήθος καί
εγχειρίστηκε. Μόλις έβγαλαν τον όγκο, δίνουν ένα κομμάτι στον πατέρα Ευάγγελο
να το πάει για βιοψία καί να φέρει αμέσως τ’ αποτελέσματα. Μετά την απάντηση
της εξετάσεως, οι γιατροί δεν δίνουν ούτε έξι μήνες ζωής στην άρρωστη.
Ή κόρη του παπα-Βαγγέλη λιποθυμά μόλις
το ακούει, ό ίδιος τα χάνει. «Ακου, λέει, γιατροί να το πουν έτσι ξαφνικά στο
παιδί! Στά χέρια του όμως σφίγγει το χέρι του Αγίου Παντελεήμονα, πού έχει
φέρει μαζί του, καί προσεύχεται.
Βγάζουν την πρεσβυτέρα από το
χειρουργείο. Με λαχτάρα ό πατήρ Ευάγγελος ακουμπά πάνω στις γάζες πού
σκεπάζουν το εγχειρισμένο στήθος της πρεσβυτέρας, το χέρι του ‘Αγίου καί
γονατιστός προσεύχεται.
Εκείνη την ώρα μπαίνει ό χειρουργός με
τη μάσκα ακόμη. Βλέπει τη σκηνή καί βάζει τίς φωνές.
-Τί είναι αυτό το κόκκαλο παπά μου;
Πάρτο από δω και τράβα σπίτι σου.
Ζαλισμένος ό καημένος, μαζεύει γρήγορα
τ’ αγία λείψανα καί προσπαθεί να βρει την πόρτα. Μέσ’ τη ζάλη του, όμως, ακούει
τη νοσοκόμα να φωνάζει το γιατρό στο τηλέφωνο, πού τον ζητά επειγόντως ή
γυναίκα του.