Εἶχα πεῖ σέ ἕναν συγκεκριμένο ἱερέα, πού ὑπηρετεῖ σέ μία
κοινότητα μέ λίγους κατοίκους, νά ἀρχίση νά κάνη τό Σαρανταλείτουργο τῶν
Χριστουγέννων.
Καί ὁ καλός ἱερέας μοῦ λέει:
– Μά, Πανιερώτατε, τό χωριό μας ἔχει λίγους κατοίκους, ἐμεῖς
δέν ἔχουμε καί ψάλτες τακτικούς, πῶς θα κάνω σαρανταλείτουργο;
– Βάλε μία γυναῖκα, τοῦ λέω, νά σοῦ λέη ἕνα Κύριε ἐλέησον,
τό Ἀμήν καί τό Παράσχου Κύριε.
Ξεκίνησε ο ἱερέας αὐτός, ὄντως, Σαρανταλείτουργα πρίν ἀπό 4
χρόνια.
Την τρίτη χρονιά, περίοδο τῶν Χριστουγέννων, ἔρχεται
συγκινημένος καί μοῦ λέει:
– Σέ εὐχαριστῶ, πού μέ ἔβαλες να κάνω Σαρανταλείτουργα,
διότι ἔγινες ἡ ἀφορμή ἡ θεία Λειτουργία γιά μένα νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀκουστική
(βρῆκε και ψάλτες), ὄχι μόνο νά διαβάζουμε εὐχές (νά εἶναι ἀνάγνωσμα), ἀλλά ἔγινε
καί ὁρατή… τήν εἶδα μέ τά μάτια μου!
– Κύριε ἐλέησον, τοῦ λέω. Τί εἶδες;
Καί μοῦ λέει:
–Τό πρωΐ μνημόνευσα 2.000 ὀνόματα στην Πρόθεση καί ξεκίνησα
τή θεία