Του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Ενάτη Κυριακή του Ματθαίου σήμερα, αγαπητοί, και είναι συνέχεια του Ευαγγελίου της προηγούμενης Κυριακής. Ο Χριστός αφού έκαμε το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων, εκεί στην έρημο, και αφού ανάγκασε τους Μαθητάς να περάσουν αντίπερα, να ‘ρθουν στο άλλο μέρος της λίμνης Γεννησαρέτ, στη Γαλιλαία δηλαδή, στη Γεννησαρέτ που ήταν και πόλις, απέλυσε τους όχλους που ήθελαν να Τον κάνουν Βασιλέα άκαιρα και κατά τρόπο παρερμηνευμένο, ανέβηκε στο βουνό και προσευχότανε. Κι ήτανε βράδυ κι ήταν μόνος εκεί ο Κύριος.
Τι ωραίο κανείς να ‘ναι σε ησυχία και να προσεύχεται, να απολαμβάνει τον Κύριό του, τη Χάρη Του, την ευλογία Του, την παρουσία και την ευχή Του!
Οι Απόστολοι, όμως, ήσαν μέσα στη θάλασσα, κάπου εκεί στη μέση. Και
ξεσηκώθηκε τρικυμία και θύελλα. Και τα έχασαν, φοβήθηκαν. Νόμισαν πως τελειώνουν τα πάντα. Κι ο Ιησούς δεν ήταν μαζί τους. Ηταν μαζί τους, αλλά δεν εφαίνετο, όπως και σε μας συμβαίνει αυτό. Νομίζομε ότι δεν έχομε κανέναν, ότι δεν μας υποστηρίζει κανένας, κι όμως ο Ιησούς είναι μαζί μας, όλες τις ημέρες της ζωής μας, καθώς και η Παναγιά και οι άγιοι.
Και Κείνος τότε στα ξημερώματα, τρεις με έξι το πρωί, «την τελευταία φυλακή της νυκτός», όπως έλεγαν τότε, έφυγε από το όρος, κατέβηκε στην παραλία, και άρχισε να περπατά επάνω στα κύματα σαν να ήταν ξηρά, ο Λυτρωτής του κόσμου, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος. Κι έφτασε κοντά στο καράβι, το τρικυμισμένο καράβι, στις τρικυμισμένες ψυχές των Αποστόλων και των υπολοίπων. Και μόλις εκείνοι Τον είδαν, τα χρειάστηκαν, φοβήθηκαν. Είπαν πως είναι φάντασμα ή σκέφτηκαν πως τάχα οι όχλοι σκότωσαν τον Χριστό, θέλοντας να Τον κάνουν βασιλέα, και μη δεχόμενος Εκείνος, τι έκαμαν; Σου λέει: «Τον σκότωσαν και είναι το φάντασμά Του». Και έκραξαν από τον φόβο.
Και ο Ιησούς τότε, αφού δοκιμάστηκαν και με τα κύματα και με την τρικυμία, αλλά και με την παρουσία Του κατ’ αυτόν τον τρόπο, τους είπε: «Εχετε θάρρος, μη φοβάστε. Εγώ είμαι». Οταν τ’ άκουσε αυτά ο αυθόρμητος Πέτρος, Του λέει: «Αν είσαι Συ, διάταξέ με να ‘ρθω πάνω στη θάλασσα, να περπατήσω και να ‘ρθω κοντά Σου». Κι ο Κύριος του λέει: «Ελα». Και κείνος κατέβηκε. Και με την πίστη αυτή που είχε στον Κύριο πατούσε πάνω στη θάλασσα σαν σε ξηρά και προχωρούσε. Οταν είδε όμως τον άνεμο ορμητικό, φοβήθηκε. Κι ενώ νίκησε τα νερά, δεν νίκησε τον άνεμο. Τότε τα ‘χασε και τα δυο. Αρχισε να καταποντίζεται και φώναξε τον Ιησού, τον Κύριο, τον Επιστάτη, να τον φροντίσει.
Κι ο Κύριος, χωρίς να καταπαύσει την τρικυμία, τον πιάνει από το χέρι και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί εδίστασες; Αφού πατούσες στα νερά σαν σε ξηρά τι φοβήθηκες τον άνεμο;». Καμιά φορά νικάμε στα μεγάλα και χάνομε στα μικρά.
Και τον πήρε, λοιπόν, από το χέρι και ανέβηκαν στο πλοίο και εκόπασεν ο άνεμος, και ησύχασε η θάλασσα. Κι έγινε γαλήνη μεγάλη. Και όλοι ήρθαν και Τον προσκύνησαν, και είπαν πως είναι στ’ αλήθεια Υιός του Θεού. Και βγήκαν στην ξηρά στην πόλη της Γεννησαρέτ. Τι βλέπουμε εδώ; Τον Κύριο να περπατάει μαζί μας στης ζωής τα κύματα και τις τρικυμίες. Κι όσο εμείς έχουμε το βλέμμα μας προς Εκείνον, τα μάτια της ψυχής και της πίστεως προς Εκείνον, δεν βουλιάζουμε.
Οταν όμως αφήσουμε αυτό το όραμα, αυτή την προσήλωση και αυτή την πίστη και κοιτάξουμε τις δυσκολίες της ζωής και της θάλασσας του βίου και φοβηθούμε τους αγέρες της ιστορίας και του κακού, τότε βυθιζόμεθα. Αλλά και πάλι είναι κοντά μας ο Χριστός, ο Οποίος μας αρπάζει με το κραταιό χέρι Του.
Και ποιος μπορεί να μας πάρει απ’ αυτό, όταν Εκείνος μας αρπάζει και μας κρατεί και μας βγάζει πέρα στην άλλη όχθη, στην κάθε όχθη της ζωής, αλλά και στην αιώνια όχθη, όταν έρθει η ώρα και μας πάρει κοντά στη Βασιλεία Του; Γι’ αυτό ας Του έχουμε εμπιστοσύνη, ας Του έχουμε αγάπη, ας είμεθα όσο μπορούμε κοντά Του. Θα κερδίζουμε πάντοτε.
Ενάτη Κυριακή του Ματθαίου σήμερα, αγαπητοί, και είναι συνέχεια του Ευαγγελίου της προηγούμενης Κυριακής. Ο Χριστός αφού έκαμε το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων, εκεί στην έρημο, και αφού ανάγκασε τους Μαθητάς να περάσουν αντίπερα, να ‘ρθουν στο άλλο μέρος της λίμνης Γεννησαρέτ, στη Γαλιλαία δηλαδή, στη Γεννησαρέτ που ήταν και πόλις, απέλυσε τους όχλους που ήθελαν να Τον κάνουν Βασιλέα άκαιρα και κατά τρόπο παρερμηνευμένο, ανέβηκε στο βουνό και προσευχότανε. Κι ήτανε βράδυ κι ήταν μόνος εκεί ο Κύριος.
Τι ωραίο κανείς να ‘ναι σε ησυχία και να προσεύχεται, να απολαμβάνει τον Κύριό του, τη Χάρη Του, την ευλογία Του, την παρουσία και την ευχή Του!
Οι Απόστολοι, όμως, ήσαν μέσα στη θάλασσα, κάπου εκεί στη μέση. Και
ξεσηκώθηκε τρικυμία και θύελλα. Και τα έχασαν, φοβήθηκαν. Νόμισαν πως τελειώνουν τα πάντα. Κι ο Ιησούς δεν ήταν μαζί τους. Ηταν μαζί τους, αλλά δεν εφαίνετο, όπως και σε μας συμβαίνει αυτό. Νομίζομε ότι δεν έχομε κανέναν, ότι δεν μας υποστηρίζει κανένας, κι όμως ο Ιησούς είναι μαζί μας, όλες τις ημέρες της ζωής μας, καθώς και η Παναγιά και οι άγιοι.
Και Κείνος τότε στα ξημερώματα, τρεις με έξι το πρωί, «την τελευταία φυλακή της νυκτός», όπως έλεγαν τότε, έφυγε από το όρος, κατέβηκε στην παραλία, και άρχισε να περπατά επάνω στα κύματα σαν να ήταν ξηρά, ο Λυτρωτής του κόσμου, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος. Κι έφτασε κοντά στο καράβι, το τρικυμισμένο καράβι, στις τρικυμισμένες ψυχές των Αποστόλων και των υπολοίπων. Και μόλις εκείνοι Τον είδαν, τα χρειάστηκαν, φοβήθηκαν. Είπαν πως είναι φάντασμα ή σκέφτηκαν πως τάχα οι όχλοι σκότωσαν τον Χριστό, θέλοντας να Τον κάνουν βασιλέα, και μη δεχόμενος Εκείνος, τι έκαμαν; Σου λέει: «Τον σκότωσαν και είναι το φάντασμά Του». Και έκραξαν από τον φόβο.
Και ο Ιησούς τότε, αφού δοκιμάστηκαν και με τα κύματα και με την τρικυμία, αλλά και με την παρουσία Του κατ’ αυτόν τον τρόπο, τους είπε: «Εχετε θάρρος, μη φοβάστε. Εγώ είμαι». Οταν τ’ άκουσε αυτά ο αυθόρμητος Πέτρος, Του λέει: «Αν είσαι Συ, διάταξέ με να ‘ρθω πάνω στη θάλασσα, να περπατήσω και να ‘ρθω κοντά Σου». Κι ο Κύριος του λέει: «Ελα». Και κείνος κατέβηκε. Και με την πίστη αυτή που είχε στον Κύριο πατούσε πάνω στη θάλασσα σαν σε ξηρά και προχωρούσε. Οταν είδε όμως τον άνεμο ορμητικό, φοβήθηκε. Κι ενώ νίκησε τα νερά, δεν νίκησε τον άνεμο. Τότε τα ‘χασε και τα δυο. Αρχισε να καταποντίζεται και φώναξε τον Ιησού, τον Κύριο, τον Επιστάτη, να τον φροντίσει.
Κι ο Κύριος, χωρίς να καταπαύσει την τρικυμία, τον πιάνει από το χέρι και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί εδίστασες; Αφού πατούσες στα νερά σαν σε ξηρά τι φοβήθηκες τον άνεμο;». Καμιά φορά νικάμε στα μεγάλα και χάνομε στα μικρά.
Και τον πήρε, λοιπόν, από το χέρι και ανέβηκαν στο πλοίο και εκόπασεν ο άνεμος, και ησύχασε η θάλασσα. Κι έγινε γαλήνη μεγάλη. Και όλοι ήρθαν και Τον προσκύνησαν, και είπαν πως είναι στ’ αλήθεια Υιός του Θεού. Και βγήκαν στην ξηρά στην πόλη της Γεννησαρέτ. Τι βλέπουμε εδώ; Τον Κύριο να περπατάει μαζί μας στης ζωής τα κύματα και τις τρικυμίες. Κι όσο εμείς έχουμε το βλέμμα μας προς Εκείνον, τα μάτια της ψυχής και της πίστεως προς Εκείνον, δεν βουλιάζουμε.
Οταν όμως αφήσουμε αυτό το όραμα, αυτή την προσήλωση και αυτή την πίστη και κοιτάξουμε τις δυσκολίες της ζωής και της θάλασσας του βίου και φοβηθούμε τους αγέρες της ιστορίας και του κακού, τότε βυθιζόμεθα. Αλλά και πάλι είναι κοντά μας ο Χριστός, ο Οποίος μας αρπάζει με το κραταιό χέρι Του.
Και ποιος μπορεί να μας πάρει απ’ αυτό, όταν Εκείνος μας αρπάζει και μας κρατεί και μας βγάζει πέρα στην άλλη όχθη, στην κάθε όχθη της ζωής, αλλά και στην αιώνια όχθη, όταν έρθει η ώρα και μας πάρει κοντά στη Βασιλεία Του; Γι’ αυτό ας Του έχουμε εμπιστοσύνη, ας Του έχουμε αγάπη, ας είμεθα όσο μπορούμε κοντά Του. Θα κερδίζουμε πάντοτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου