Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ π. ΚΛΕΟΠΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ (2)

Ο μακαριστός Ρουμάνος ασκητής του Θεού, ο Γέροντας π. Κλεόπας Ηλίε (1912–1998), ευρισκόμενος για πολλά χρόνια με τα πρόβατα στα γύρω βουνά της Μονής Συχαστρία, γνώριζε όλους τους τόπους και τα κελιά των ερημιτών. Γνώριζε ακόμη αρκετούς μοναχούς ησυχαστές, οι οποίοι αγωνίζονταν σκληρά στα βάθη των ορεινών κοιλάδων, άγνωστοι από όλους και γνωστοί μόνο στον Θεό και τον πνευματικό τους.

Το έτος 1948, στις 21 Μαΐου, τη μέρα που γιορτάζονται οι άγιοι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ελένη, ο πατήρ λειτούργησε με τους άλλους ιερείς της Μονής Συχαστρία και κήρυξε στους αδελφούς επαινώντας το μεγάλο ζήλο των αγίων θεοστέπτων βασιλέων, οι οποίοι είχαν δώσει την ελευθερία στους χριστιανούς εκείνου του καιρού και ίδρυσαν αρκετές εκκλησίες.
Η πανοσιότητά του είπε περίπου τα εξής προς τους μοναχούς της Μονής του: «Να δώσει ο Θεός και οι δικοί μας κυβερνήτες να γίνουν όπως και οι άγιοι βασιλείς, για να τους μνημονεύει στους αιώνες και η Εκκλησία μας». Ένας, μέσα από το λαό, μαγνητοφώνησε αυτά του τα λόγια. Την άλλη μέρα, χωρίς να προλάβει να πάρει τίποτε από τα ρούχα του, τον άρπαξε μια ομάδα ανθρώπων της Αστυνομίας, τον έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο και τον μετέφεραν στην πόλη Τίργκου Νεάμτς. Εκεί, τον έβαλαν για πέντε μέρες μέσα σ’ ένα μπουντρούμι, χωρίς νερό και φαγητό, όπου δεν υπήρχε κρεβάτι· υπήρχε μονάχα το τσιμεντένιο κρύο δάπεδο. Έπειτα όμως, τον απέλυσαν χωρίς να τον δικάσουν.
Μετά από λίγες μέρες, ένας πιστός χριστιανός είπε στον π. Κλεόπα να αναχωρήσει για το δάσος ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος για κάποιο χρονικό διάστημα. Ακούγοντας αυτό ο στάρετς, συμβουλεύτηκε κι άλλους πνευματικούς και την ίδια κιόλας νύχτα έφυγε και πήγε και κρύφτηκε στα βουνά της Συχαστρία, σ’ έναν τόπο που ονομάζεται «Το πόδι του κούκου», έξι χιλιόμετρα ψηλότερα από το Μοναστήρι. Εκεί, έφτιαξε μια καλύβα από χοντρά ξύλα μέσα στο χώμα και προσευχόταν ακατάπαυστα, μέρα και νύχτα, ζητώντας τη βοήθεια και το έλεος του Θεού, καθώς και της Κυρίας Θεοτόκου.
Μια φορά τη βδομάδα ερχόταν, νύχτα, ο ιερομόναχος Μακάριος, τον εξομολογούσε και του έφερνε λίγα τρόφιμα. Ερχόταν ακόμη κι ο μοναχός Αντώνιος από τη στάνη των προβάτων, διότι εκεί, σ’ εκείνο το μέρος τριγυρνούσε αυτός με τα πρόβατά του.
Έλεγε αργότερα ο π. Κλεόπας ότι, όταν έφτιαχνε την υπόγεια κρύπτη του, έρχονταν μερικά πουλιά και κάθονταν πάνω στο κεφάλι του. Όταν κοινώνησε για πρώτη φορά, ήρθαν έξω από τη σπηλιά του αλλά και κοντά του ένα κοπάδι πουλιά, ενώ δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ νωρίτερα. Είχαν στο μέτωπό τους ένα σημείο με τη μορφή σταυρού και κελαηδούσαν πολύ ωραία, ενόσω αυτός κοινωνούσε· κατόπιν πέταξαν μακριά.
Όσο καιρό έμεινε σ’ αυτό τον τόπο, τον βοηθούσαν ο πνευματικός του, ο π. Ιωήλ Γεωργίου, ο τσομπάνης, ο μοναχός Αντώνιος, κι ένας ακόμη χριστιανός από το χωριό Μιτόκου. Το σύνθημα συνάντησης με τον π. Αντώνιο ήταν αυτό: Ο μοναχός χτυπούσε μια φορά σ’ ένα ξύλο και, αν ο πατήρ άκουγε το χτύπημα, χτυπούσε κι αυτός μια φορά σ’ ένα άλλο δέντρο. Αν ο ένας δεν απαντούσε, ο άλλος περίμενε μέχρι ν’ ακούσει το καθορισμένο σύνθημα. Ο π. Ιωήλ τού έφερνε τρόφιμα, αλάτι, σιτάρι, παξιμάδι και τα έβαζε κάτω από ένα δέντρο, ώστε να μη γνωρίζει κανείς τον ακριβή τόπο που βρισκόταν η σπηλιά του.
Ο π. Κλεόπας αγωνιζόταν πολύ μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά, προσευχόμενος μέρα και νύχτα. Γι’ αυτό και οι δαίμονες τού προξενούσαν πολλούς πειρασμούς και τον τάραζαν, είτε όταν ήταν ξύπνιος είτε όταν κοιμόταν. Τον φοβέριζαν επίσης με διάφορες φαντασίες, όπως έλεγε πολύ αργότερα ο ίδιος ο π. Κλεόπας στους μαθητές του.
Μας αφηγείται ο π. Κλεόπας:
«Κάποια φορά, τα μεσάνυχτα, διάβαζα τον κανόνα των προσευχών μου και, συγκεκριμένα, τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου. Ξαφνικά, άρχισε ν’ ακούγεται ένα δυνατό κατρακύλισμα. Εγώ είπα ότι τούτο είναι μεγάλος σεισμός! Όταν άνοιξα για λίγο την πορτίτσα μου, είδα ένα στρατιωτικό άρμα κι αρκετούς μαύρους στρατιώτες πάνω σ’ αυτό που κρατούσαν πύρινα ρόπαλα. Ένας απ’ αυτούς είπε: “Αυτός είναι ο στάρετς της Συχάστριας! Βάλτε τον πάνω στο άρμα!”. Κι αμέσως νόμισα ότι βρέθηκα πάνω. Οι ρόδες του άρματος άρχισαν να περιστρέφονται κι αυτοί ήταν έτοιμοι με τα πύρινα ρόπαλά τους να με χτυπήσουν και να με ρίξουν κάτω.«
»Εγώ είχα μαζί μου το βιβλίο των Χαιρετισμών της Παναγίας και είπα: “Αφήστε με λίγο, γιατί έχω ένα κείμενο να διαβάσω προς την Κυρία Θεοτόκο!”. Την ίδια στιγμή είχαν εξαφανιστεί τα πάντα. Δεν είδα ούτε άρμα ούτε κανέναν τριγύρω. Και επέστρεψα πίσω στην καλύβα μου».
Ο π. Κλεόπας καθημερινά διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Κάποια μέρα, όταν άνοιξε το βιβλίο να διαβάσει, αισθάνθηκε μια ωραία ευωδία σαν κρίνο και σαν τριαντάφυλλο. Τότε προσευχήθηκε στον Κύριο να τον διαφυλάξει από τυχόν παγίδες του πονηρού και, αν δεν είναι από τον Θεό αυτή η ευωδία, να την απομακρύνει απ’ αυτόν. Έλεγε ότι αυτή η ευωδία ίσως να ήταν από την απάτη των δαιμόνων, για να τον ρίξουν στην υπερηφάνεια.
Έλεγε συχνά ο π. Κλεόπας:
«Όταν προσεύχεσαι, μη δέχεσαι την παραμικρή αίσθηση ευωδίας ή κάποια άλλη αισθητή ωραία εμπειρία, διότι τότε μπορούν να παρουσιαστούν οι νοητοί δράκοντες και να σε ρίξουν στην υπερηφάνεια».
Όταν άρχισε πάλι την ανάγνωση του Ακάθιστου Ύμνου, δεν αισθάνθηκε ξανά το άρωμα. Ίσως όμως αυτό και να προερχόταν κι από τη χάρη της Παναγίας μας. Γι’ αυτό κάτι τέτοια φαινόμενα πρέπει να τα εξομολογούμαστε στον γέροντα ή στον πνευματικό μας. Αυτός, με πολλή προσευχή και χωρίς βιασύνη, θα μας πει τι ακριβώς συμβαίνει.
Μετά από έξι μήνες παραμονής στα βουνά, ο π. Κλεόπας επέστρεψε πίσω στη Μονή Συχάστρια προς μεγάλη χαρά όλων, τόσο των εκεί μοναχών, όσο και των ευλαβών χριστιανών.
Μετά από 40 χρόνια ο π. Κλεόπας, μαζί με δυο άλλους υποτακτικούς του, ξεκίνησαν για το δάσος προκειμένου ν’ αναζητήσουν εκείνη τη σπηλιά στην οποία έμενε το έτος 1948. Εξερεύνησαν σιγά–σιγά όλους τους τόπους, όπου ο ίδιος ασκήτευε, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τη συγκεκριμένη τοποθεσία. Μετά πορεύτηκαν πολύ μακρύτερα. Όταν επέστρεψαν, όντες κουρασμένοι, σταμάτησαν στην άκρη μιας χαράδρας για να γευθούν κάτι. Την ώρα που έτρωγαν, ο π. Κλεόπας παρατήρησε ότι καθόντουσαν ακριβώς πάνω στο μέρος της υπόγειας καλύβας του. Όταν όμως κατεστραμμένη. Μπόρεσαν όμως να δουν κομμάτια από την ξυλεία της, παλιά σίδερα και σανίδια. Ο πατήρ ήταν πολύ χαρούμενος που βρήκε τη σπηλιά που έμενε κατά τη νεότητά του και είπε: «Να, ένα αληθινό θαύμα! Μόλις είπαμε ότι μάταια κοπιάσαμε εδώ, ο Κύριος μάς χαροποίησε με τη φανέρωση της καλύβας μου!». Κατόπιν, δοξάζοντας τον Θεό, επέστρεψαν στο Μοναστήρι της Συχάστριας…
Ο π. Κλεόπας εκείνα τα χρόνια διορίστηκε από τη Μητρόπολη Μολδαβίας πνευματικός οδηγός σε πολλά Μοναστήρια κι έτσι κλήθηκε να επαγρυπνεί συνεχώς καθοδηγώντας τα στην πνευματική ζωή. Ένα απ’ αυτά τα Μοναστήρια ήταν και η Μονή Σλάτινα, η οποία είχε τότε 80 μοναχούς, εκ των οποίων οι 60 ήταν όλοι τους νέοι. Όλα εκεί διεξάγονταν με αγάπη και τάξη. Ο διάβολος όμως δεν κοιμάται ποτέ. Γι’ αυτό προέτρεψε την Κρατική Ασφάλεια να κάνει μια εξονυχιστική έρευνα στην αδελφότητα της Σλάτινα. Φθάνοντας εκεί τη νύχτα τα όργανα της μυστικής Αστυνομίας, εξέτασαν τον ηγούμενο και τους πατέρες της Μονής. Στη συνέχεια, κράτησαν μερικούς απ’ αυτούς, όπως τον π. Κλεόπα, τον π. Αρσένιο Παπατσιώκ κι έναν ακόμη δόκιμο μοναχό Κωνσταντίνο. Αφού τους μετέφεραν μέχρι την πόλη Φαλτιτσένι, τους εξέταζαν όλη τη νύχτα. Επέπληξαν τότε και τον π. Κλεόπα, λέγοντάς του: «Η αφεντιά σου, σαμποτάρεις την εθνική μας οικονομία και λες ότι σήμερα είναι ο Γεώργιος, αύριο ο Βασίλειος και μεθαύριο άλλη γιορτή και οι άνθρωποι εξαιτίας σου άφησαν κάτω την αξίνα τους και δεν δουλεύουν πια!». Ο π. Κλεόπας τούς απάντησε: «Και, πώς να μην πω ότι είναι γιορτή, εφ’ όσον είναι γραμμένη στο ημερολόγιο της αγίας μας Εκκλησίας;». Στο τέλος, τους είπαν να μην κάνουν άλλο θρησκευτική προπαγάνδα και τους άφησαν ελεύθερους.
Φθάνοντας τη νύχτα πίσω στο Μοναστήρι ο π. Κλεόπας εξομολογήθηκε στον πνευματικό του και, με τη συμβουλή του, μαζί με τον π. Αρσένιο, αναχώρησαν μυστικά προς τα βουνά Στηνισιοάρα σε άλλους άγνωστους τόπους και μακρινούς, μέχρις ότου να ηρεμήσουν τα πράγματα στη Σλάτινα. Εξομολογούνταν ο ένας στον άλλο και επιτελούσαν τα Άγια Μυστήρια μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν έμειναν στον ίδιο τόπο. Έμειναν κι οι δυο τους κρυμμένοι στα βουνά για πολύ καιρό, μέσα σ’ ερειπωμένα μαντριά προβάτων και λάμβαναν τροφή μια φορά τον μήνα από κάποιον ευλαβή χριστιανό. Πολλοί λύκοι ήταν τότε εκεί στα βουνά της Στηνισιοάρας, αλλά οι δυο ερημίτες μας τους έδιναν από το δικό τους φαγητό και, με την προσευχή τους στον Θεό, δεν τους φοβούνταν πλέον.
Αφού επέστρεψαν στη Συχάστρια, ο π. Κλεόπας διηγούνταν στους πατέρες διάφορα στιγμιότυπα από την περιπλάνησή τους μέσα στα βουνά:
«Όταν ήμουν στο δάσος περιπλανώμενος, με αναζητούσαν οι “φίλοι” μου. Κι αυτοί ήταν: ένας γέροντας αγριόχοιρος και μια πονηρή αλεπού. Τον γέροντα αγριόχοιρο τον τακτοποιούσα μ’ ευκολία. Όταν τον άκουγα να μουγκρίζει και να σκάβει, κατέβαινα και του έδινα πατάτες κι έφευγε. Αλλά με την πονηρή αλεπού, δεν ξεμπέρδευα εύκολα. Ερχόταν τη νύχτα μέχρι την πόρτα της τρώγλης μου και, αν συνέβαινε να ξεχάσω να της αφήσω κάτι, πάντα με περίμενε απ’ έξω!«
»Μια φορά, έριξα μια ματιά μέσα στο τσουκάλι που έκαμνα το ψωμί. Είχε ακόμη απομείνει λίγο. Ήρθε η αλεπού και, χωρίς φόβο και ντροπή, άρχισε να το τρώει. Εγώ την είδα από το παραθυράκι μου και βγήκα έξω. Όταν με είδε, ξεκίνησε να φύγει, αλλά ο γάντζος του τσουκαλιού έπεσε και πέρασε μέσα στο κεφάλι της. Το πρόβλημά μου τώρα δεν ήταν μόνο ότι δεν είχα ψωμί, αλλά το ότι δεν είχα ούτε και τσουκάλι, μια κι η αλεπού το πήρε στο λαιμό της κι απομακρύνθηκε. Πού να ζυμώσω λοιπόν ψωμί; Φώναξα την αλεπού από μακριά: “Άσε μου τουλάχιστον το τσουκάλι!”. Κι αυτή, γι’ άλλη μια φορά, αποδείχθηκε παμπόνηρη! Πλησίασε σ’ ένα κλωνάρι το κεφάλι της, κρεμάστηκε απ’ αυτό το τσουκάλι, έβγαλε μετά από εκεί το κεφάλι της κι έφυγε κατά το δάσος. Εγώ ήμουν πολύ χαρούμενος απ’ αυτό, διότι μου έμεινε τουλάχιστον το τσουκάλι για να ζυμώνω μέσα σ’ αυτό το ψωμί και το πρόσφορο!«
»Είχα κι άλλους “φίλους”. Αυτοί ήταν οι τυφλοπόντικες και τα ποντίκια του δάσους. Αν δεν ξέρεις πώς να οργανωθείς στην έρημο, το σίγουρο είναι ότι αυτά θα σ’ αφήσουν χωρίς τροφή στα μισά του χειμώνα. Είχα μέσα στη σπηλιά μου ένα σακί παξιμάδι, δεμένο ψηλά σ’ ένα δοκάρι. Όταν πλησίαζε το βράδυ, έρχονταν και οι “ενορίτες” μου. Τρυπούσαν κι έμπαιναν μέσα στη σπηλιά και κατάφερναν κι έφθαναν μέχρι το παξιμάδι! Εμένα δεν με στεναχωρούσε τόσο η αξία του παξιμαδιού, αλλά το γεγονός ότι δίχως την τροφή, από τη σωματική εξάντληση, δεν μπορούσα να κάνω ούτε τον κανόνα μου. Όταν άρχιζα να διαβάζω, άρχιζαν κι εκείνα να ροκανίζουν το παξιμάδι. “Τι να κάνω;”, έλεγα. Πήρα ένα ραβδί στο δεξί μου χέρι και το Ψαλτήρι στ’ αριστερό. Κι άρχισα κάπως έτσι να κάνω την προσευχή μου: “Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου…”, ενώ με το ραβδί –Παατ!– χτυπούσα τα ποντίκια τριγύρω μου. Αφού τα τραυμάτιζα, εκείνα έκαμναν τότε πως είναι πεθαμένα. Κατόπιν συνέχιζα: “…πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου…” καθώς κι άλλους στίχους. Κι όταν αυτά άρχιζαν να ροκανίζουν, εγώ με το ραβδί –Παατ!– τα χτυπούσα πάλι. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο έκαμνα τον κανόνα μου, μέχρις ότου έκλεισα όλες τις τρύπες.«
»Μια φορά, πηγαίνοντας για το δάσος, τέλος του φθινοπώρου, μ’ έπιασε μια δυνατή βροχή, η οποία μούσκεψε όλο μου το σώμα. Ήδη ήμουν πολύ μακριά από τη σπηλιά μου κι έπρεπε να διανύσω ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του δρόμου με βρεγμένα τα ρούχα μου. Καθ’ οδόν το κρύο ήταν πολύ σκληρό και ο άνεμος τόσο κρύος, που μου προκαλούσε αγκύλωση. Έπεσα λοιπόν κάτω, όχι πολύ μακριά από τη σπηλιά μου, χωρίς καθόλου να μπορώ να κουνηθώ. Σκεφτόμουν: “Θα πεθάνω τώρα και θα φύγω απ’ τη ζωή δίχως τη θεία Κοινωνία!”. Προσευχήθηκα θερμά τότε, δυνάμωσα και σιγά–σιγά έφτασα στη σπηλιά μου. Εκεί, με δυσκολία άναψα φωτιά και στάθηκα δίπλα της, στέγνωσα και έτσι λυτρώθηκα από τον κίνδυνο του θανάτου.«
»Μια νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, ήμουν στη σπηλιά μου κι είχα τελειώσει την ακολουθία του μεσονυκτικού. Έφθασα στο τέλος του όρθρου, όταν ξαφνικά άκουσα: “Μπουφ! Μπουφ! Μπουφ!”. Νόμιζα ότι έτρεμε όλη η γη. Βγήκα έξω να δω τι είναι αυτό που ακούγεται, αλλά όταν άνοιξα την πόρτα της σπηλιάς μου είδα έξω ένα δυνατό φως και μέσα σ’ αυτό ένα χάλκινο τανκς με πολλούς τροχούς.«
»Μέσα απ’ αυτό κατέβηκε ένας ψηλός άνθρωπος με μεγάλα μάτια, με μαύρο κι αγριωπό πρόσωπο, που με ρώτησε ορθά–κοφτά: “Τι ζητάς εδώ;”. Τότε θυμήθηκα τι λένε οι άγιοι Πατέρες μας· ότι, αν έχεις τ’ Άγια Μυστήρια, έχεις τον Χριστό ολοζώντανο! Μέσα στη σπηλιά μου, στην κουφάλα ενός ελάτου, είχα μαζί μου τον Άγιο Άρτο. Όταν είδα αυτή τη δαιμονική σκηνή, μπήκα γρήγορα μέσα, πήρα στα χέρια μου τα Άγια Δώρα και μαζί με αυτά είπα μονάχα τα εξής λόγια: “Κύριε Ιησού Χριστέ, μη μ’ εγκαταλείψεις!”.«
»Να δεις εσύ τι προσευχή κάνεις, όταν βλέπεις το νοητό δράκοντα έξω απ’ την πόρτα σου! Όταν κοίταξα πάλι έξω, είδα ότι με τη δύναμη του Χριστού απομακρύνθηκαν. Δίπλα στη σπηλιά μου ήταν μια βαθιά χαράδρα· μέσα σ’ αυτή πήγε κι έπεσε εκείνο το ακάθαρτο πνεύμα. Αλλά, πώς έπεσε; Όταν έφτασε εκεί στο χείλος της χαράδρας, μαζί με το φανταστικό τανκς, έκανε τρεις κύκλους γύρω από τον εαυτό του κι έπεσε το κενό κάνοντας δυνατό κρότο. Αυτός ο κρότος ακουγόταν μέσα στ’ αυτιά μου ίσαμε την άλλη νύχτα, δηλαδή για 24 ολόκληρες ώρες!».
Μια φορά, όταν ο π. Κλεόπας ήταν μέσα στη σπηλιά του, άκουσε πάλι θόρυβο. Όταν βγήκε έξω γινόταν ένας αληθινός πόλεμος! Έβλεπε τανκς να έρχονται με ορμή προς το μέρος του, αρματωμένους στρατιώτες να τρέχουν και του φαινόταν σαν όλο εκείνο το άγριο στράτευμα να προσπαθούσε να τον συλλάβει. Τότε εκείνος άρχισε την προσευχή του κι όλη αυτή η δαιμονική φαντασία εξαφανίστηκε.
Διηγήθηκε και ο συνασκητής του, ο π. Αρσένιος, τα εξής: «Κάποτε, μας έπιασε μια μεγάλη βροχή στο δάσος, όχι πολύ ψηλά, αλλά μακριά από τη σπηλιά μας. Ο π. Κλεόπας είχε σταθεί σ’ ένα μέρος κι εγώ σ’ ένα άλλο. Αναζητούσαμε συστάδες από πυκνά δέντρα και θάμνους για να φυλαχτούμε. Εκείνος, βρισκόμενος κάτω από τα κλαδιά, μου πρότεινε να πάω κι εγώ κοντά του. Μέχρι σ’ αυτόν η απόσταση ήταν 30 μέτρα. Εγώ του έλεγα ότι το δικό μου μέρος ήταν το καλύτερο, ενώ αυτός έλεγε ότι καλύτερο ήταν το δικό του. Τότε σκέφτηκα μέσα μου: “Για στάσου λίγο! Γιατί να μην ακούσω τον π. Κλεόπα;”. Τότε έφυγα από εκεί που βρισκόμουν. Κι αμέσως το μέρος όπου βρισκόμουν έπαθε κατολίσθηση. Θαύμασα και είπα: “Να, τι σημαίνει υπακοή!”».
Τον χειμώνα του 1953, το κρύο ήταν πολύ δυνατό. Ο π. Κλεόπας είχε προσκληθεί από χριστιανούς των απομονωμένων σπιτιών του δάσους, όπου τους παρηγορούσε με πνευματικές ιστορίες και αφηγήσεις. Μια οικοδέσποινα τον ρώτησε: «Πάτερ, έχω μια ανεψιά. Να έρθει κι αυτή ν’ ακούσει τα λόγια σας;» – «Ναι, ας έρθει κι αυτή». Αλλά στο τέλος ο πατήρ παρατήρησε ότι είχαν συγκεντρωθεί πάρα πολλοί άνθρωποι. Τότε άφησε ένα σημείωμα πάνω στο τραπέζι, το οποίο έγραφε: «Έχω αναχωρήσει. Συγχωρέστε με!». Κι έφυγε για το δάσος.
Όταν βρέθηκε με κάποιο χριστιανό, είχε κι έναν άλλον πειρασμό: ο εχθρός τού εμφανίστηκε σαν σκίουρος και στάθηκε πάνω από την εικόνα, εκεί στο κελί όπου έμενε. Αγανακτισμένος ο πατήρ τον έριξε αμέσως κάτω. Αμέσως ο σκίουρος άρχισε να κλαίει, ενώ θα έπρεπε ο πατήρ μονάχα με την προσευχή ν’ αντιμετωπίσει τον πόλεμο αυτό του διαβόλου.
Οι πατέρες Κλεόπας και Αρσένιος αγωνίστηκαν στα βουνά Στηνισιοάρα μέχρι το καλοκαίρι του 1954. Μέχρι δηλαδή που ο τότε πατριάρχης πέτυχε την έγκριση από το κράτος οι δύο αυτοί ασκητές να επιστρέψουν πίσω ή στο Μοναστήρι τους ή στο Πατριαρχείο.
«Προς τον Θεό να είστε με την καρδιά του γιου.
Προς τον εαυτό σας με τον νου του δικαστή.
Προς τον πλησίον σας με την καρδιά της μητέρας».
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΛΕΟΠΑΣ ΗΛΙΕ
(1912–1998)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου