Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Ἀναφορὰ στὴν Θεολογία τοῦ Γέροντος Σοφρωνίου

«Είναι ανάγκη δια πάντας ημάς, όπως διέλθωμεν δια του μυστηρίου του θανάτου χάριν τελειοτέρας εξομοιώσεως προς τον Χριστόν.» (σ. 63)

«Η ψυχή βλέπει εαυτήν ερριμμένην εις το σκότος του θανάτου. Ο φόβος εκ του σκότους τούτου είναι μαρτυρικός, διότι τούτο δεν υπάρχει μόνον πέριξ εμού, αλλ’ εδρεύει εν εμοί. Όταν όμως το άκτιστον Φώς αποδεσμεύη εμέ εκ του εσωτερικού μου άδου, τότε απέρχεται απ’ εμού πάν πάθος» (σ. 78)

«Ενσυνειδήτως κατερχόμεθα εις τον άδην, διότι, αφ’ ής στιγμής αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του προαιωνίου Ανθρώπου, ζώμεν οξύτερον το βάθος του σκοτασμού ημών. Μεγάλη θλίψις πλήττει όλον το είναι ημών. Τα εξωχρονικά παθήματα του πνεύματος υπερβαίνουν πάντα φυσικόν πόνον. ... «Ελθέ και ίασαί με εκ του συνέχοντός με θανάτου ...» (σ. 102)

Τινές εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον, ακολουθούντες Αυτόν, οδηγούνται μέχρι του χείλους της αβύσσου, ήτις απροσδοκήτως διανοίγεται έμπροσθεν αυτών, άνευ της δυνατότητος οπισθοχωρήσεως. ... Δια την πτήσιν επάνω της αβύσσου ταύτης έχομεν χρείαν της δυνάμεως της ευλογημένης απογνώσεως ...


Το Φώς διαφαίνεται μακρόθεν. Ελκυόμενοι προς αυτό υπό μυστηριώδους δυνάμεως, αποφασίζομεν να ριφθώμεν εις το άγνωστον, επικαλούμενοι το Άγιον Όνομα του Ιησού Χριστού, του Θεού Σωτήρος. Και τί συμβαίνει τότε; Αντί να συντριβή η κεφαλή ημών επί των κεκρυμμένων εις τον γνόφον υφάλων, αόρατός τις χείρ εμφανίζεται, στοργικώς κρατούσα ημάς επάνω της αβύσσου. Άνευ αυτής της φιλικής χειρός του Ζώντος Θεού ουδείς άνθρωπος δύναται να αντεπεξέλθη εις τας συνθήκας των αντιξόων περιστάσεων.» (σ. 107)

Εάν αι ρίζαι δεν εισέδυον εις τα σκοτεινά έγκατα της γης -ίσως τοσούτον βαθέως,
όσον υψούται και η κορυφή-, εάν ο όγκος των ριζών και η ισχύς αυτών δεν ανταπεκρίνοντο εις τον όγκον και το βάρος του ορατού τμήματος του δένδρου, τότε δεν θα ηδύναντο αύται ούτε να τρέφουν, ούτε να στηρίζουν το δένδρο· και ασθενής τις άνεμος θα ανέτρεπεν αυτό. ... Η κίνησις προς τα κάτω, προς το σκότος τα εξώτερον, είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς, ίνα παραμείνωμεν σταθεροί εν τω πνεύματι της αυθεντικής χριστιανικής ζωής. Τούτο εκφράζεται εν τη συνεχεί μνήμη της εξ αρχής μηδαμινότητος ημών δια της πλέον αυστηράς αυτομεμψίας εις πάντα. Και όσον βαθύτερον ταπεινούται ο άνθρωπος δια της αυτοκαταδίκης, τοσούτον μάλλον υψούται υπό του Θεού.» (σ. 121)

«Ο Γέροντας ορίζει την προσευχή ως ατελεύτητη δημιουργία, γιατί με αυτήν δίνεται στον άνθρωπο το προνόμιο να γίνει συνεργός Θεού για την ολοκλήρωσή του ως προσώπου. Δέχεται το χάρισμα να αναδειχθεί ο ίδιος αυτουργός της τελειώσεως της υποστατικής του αρχής. ... Το έργο του αγώνα αυτού είναι γεμάτο σοφία και έμπνευση, κάλλος και μεγαλείο· είναι υψηλό και δημιουργικό. 

... Όλος ο αγώνας της προσευχής στοχεύει στην ανεύρεση και κατάκτηση της καρδιάς. Την οδό προς αυτήν φράζει μόνο η κενοδοξία.»[1]

Απορρίπτομεν εκείνα τα οποία εθεωρούμεν κατά το παρελθόν ως πλούτον ημών. Απογυμνούμεθα από πασών των γηΐνων προσκολλήσεων και γνώσεων, έτι δε και από του ιδίου θελήματος. Πτωχεύομεν και «κενούμεθα». ... Η πνευματική πτωχεία, ομού μετά της οδύνης της Θεοεγκαταλείψεως, βυθίζει ημάς εις απόγνωσιν. ... Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι της καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα. ... Δεν κατανοούμεν την εν ημίν ενέργειαν Αυτού, αλλ’ εν τούτοις δια της δυνάμεως Αυτού σμικρυνόμεθα μέχρι του μηδενός· και τούτο είναι δι’ ημάς φρικτόν ... Δι’ αυτού του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της «κατηραμένης» κληρονομίας (σ. 195) 

... Επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή. ... Αναζητώ λόγους, ίνα εκφράσω μυστήριον απολεσθέν υπό των ανθρώπων. (σ. 196)

Μη όντες ελεύθεροι εκ των καταλοίπων του εν ημίν ενεργούντος νόμου της αμαρτίας, αυτοκαταδικαζόμεθα μετ’ οργής και αυτομίσους να κατακαυθώμεν εις το σκότος το εξώτερον· διότι δεν υπάρχει άλλο πύρ. όπερ θα εσθέννυε την εν ημίν ενέργειαν των παθών. (σ. 123)

Δια της αυτομεμψίας καταβαίνομεν εις ζοφώδη χάσματα, διότι, αφ’ ής στιγμής εν Χριστω και δι’ Αυτού αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του Ανθρώπου, καθώς υπάρχει προαιωνίως εν τω δημιουργικώ νοΐ του Θεού, κατανοούμεν την άβυσσον του σκοτασμού ημών. Ως η αστραπή φωτίζει την νύκτα, όταν δε αύτη σβεσθή, το σκότος γίνεται πλέον αδιαπέραστον, κατά τον ίδιον τρόπον η εμφάνισις του Φωτός της Θεότητος επιτρέπει να ίδωμεν το εν ημίν σκότος όμοιον προς συμπεπυκνωμένην μάζαν απεχθούς ακαθαρσίας. (σ. 254)

«Η καρδιά και ο νούς κατά την ιερά ησυχία ζουν αποκλειστικά «επί τω ονόματι του Ιησού και τη εντολή Αυτού». Έχουν εντελώς ιδιαίτερη εσωτερική αίσθηση, που ελέγχει ακόμη και την περιοχή του υποσυνειδήτου.» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 232)

«Η εμπειρική γνώση της ταπεινής αυτής αγάπης (τού Χριστού) οδήγησε τον Γέροντα Σωφρόνιο στην πρωτότυπη διατύπωση της θεωρίας της «ανεστραμμένης πυραμίδος», θεωρίας που εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο το μυστήριο της αγάπης του Χριστού και πώς αυτή ενεργεί ή πάσχει μέσα στον κόσμο αυτόν, ο οποίος «εν τω πονηρώ κείται».

Στην θεωρία αυτή παρουσιάζεται όλο το ανθρώπινο είναι δομημένο σαν πυραμίδα. Η ιεράρχηση σε ανώτερη και κατώτερη τάξη ανθρώπων, όπως και κάθε διαίρεση και ανισότητα ανάμεσά τους, είναι συνέπεια της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας κατακυριεύουν και κατεξουσιάζουν τους κατώτερους, ενώ η δικαιοσύνη, ως απαίτηση του κατ’ εικόνα Θεού πνεύματος του ανθρώπου, δεν υπάρχει. Για να θεραπεύσει ο Χριστός όλο τον άνθρωπο, να λύσει το αδιέξοδο της αδικίας του και να υψώσει προς τα άνω όλους εκείνους που είναι ταπεινωμένοι στη γή, ανατρέπει αυτή την πυραμίδα του είναι, θέτοντας την κορυφή της προς τα κάτω, και έτσι εγκαθιστά την εσχάτη τελειότητα. Κορυφή της πυραμίδας είναι ασφαλώς ο Ίδιος ο Χριστός ως κεφαλή του σώματος της «καινής κτίσεως».

... Στον πυθμένα της ανεστραμμένης πυραμίδας βασιλεύει το ταπεινό και σωτήριο πνεύμα του εσταυρωμένου Χριστού, που συνέφερε να απολεσθεί «υπέρ του λαού». Εκεί, «ενεργείται όλως ιδιαιτέρα ζωή, φανερούται όλως ιδιαίτερον φως και πνέει ιδιαιτέρα ευωδία».[2]

Η αγάπη δεν είναι φυσικό ιδίωμα του «ψυχικού» ανθρώπου, αλλά το οντολογικό περιεχόμενο της μακαρίας Ζωής των θείων Υποστάσεων. Η αγάπη δεν είναι δεδομένο για τον άνθρωπο. Ο Χριστός τον καλεί με τις εντολές της αγάπης να υψωθεί στο Φώς της θείας Αγάπης των Υποστάσεων, Αγάπης η οποία «δέν είναι εκ της γής, αλλά εκ του Ουρανού». Η κλήση αυτή του Κυρίου απευθύνεται στην καρδιά, «τό πνευματικόν κέντρον του προσώπου», που κατέχει την ικανότητα να προσλάβει την αιωνιότητα και «νά γνωρίζη το αρχέτυπον αυτής, τον Ζώντα Θεόν».

Όταν έλθει ρήμα Θεού στον άνθρωπο και το αποδεχτεί, το μυστήριο αυτό (τό μυστήριο του σταυρού) γίνεται ενεργό και η θεία αγάπη ως «πύρ» διαπερνά την καρδιά του. (σ. 75)

Η επαφή του πυρός αυτού με την καρδιά του ανθρώπου επιφέρει θαυμαστή αλλοίωση όλου του είναι του ... Η άμωμη αυτή αγάπη του Χριστού αποκαλύπτει ποιός θα έπρεπε να είναι ο αληθινός άνθρωποςπώς δημιουργήθηκε κατ’ αρχήν και πώς φανερώθηκε εν Χριστώ. (σ. 76)
0
Η «εις τέλος» αγάπη του Χριστού στην καρδιά του θεράποντά της μετατρέπεται σε τέλεια αγάπη μέχρι αυτομίσους. Στην κατάσταση αυτή του αυτομίσους πείθεται οριστικά ότι, «εάν ο Θεός είναι τοιούτος, ως εφανέρωσεν Αυτόν ο εσταυρωμένος Χριστός, τότε πάντες ημείς και μόνον ημείς είμεθα υπεύθυνοι δια πάντα τα κακά, τα πληρούντα άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος». (σ. 77)
Η κατάσταση του Υιού του Θεού, «ός πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», μεταδίδεται στον άνθρωπο μαζί με τη συνείδηση της παγκοσμιότητος του Χριστού.

Στην προσευχή για όλο τον κόσμο ο άνθρωπος «αγαπά» και «ζή πάσαν την ανθρωπότητα ως Ένα άνθρωπον». (σ. 79)

Μετά την προπατορική αμαρτία το σκότος της κολάσεως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της όλης υπάρξεως. Επομένως η καθολική γνώση του μυστηρίου της υπάρξεως είναι ανεπίτευκτη χωρίς την κατάδυση του ανθρωπίνου πνεύματος «εις τα κατώτατα μέρη της γής». Η κάθοδος αυτή γίνεται εκούσια και εμπνέεται από τη θαυμαστή θεωρία της εν Χριστώ κλήσεως. (σ. 168)
Φερόμενος τότε ο άνθρωπος από το Πνεύμα το Άγιο κατακρίνει με αποστροφή την παρά φύση αυτή υποδούλωσή του στην αμαρτία και δέχεται αυτοπροαιρέτως ως άξια και δίκαιη ανταπόδοση την τιμωρία της κολάσεως. Η στάση αυτή του ανθρώπου ενώπιον του Θεού είναι η μόνη αληθινή. .. επιρρίπτει επάνω του το πταίσμα της παραβάσεως. Για το λόγο αυτό γίνεται αληθινός και ελκύει το Πνεύμα της Αληθείας να κατοικήσει μέσα του. Έτσι δέχεται την απαιτούμενη ανδρεία να υπομείνει το μεγάλο πόνο της εκούσιας καταβάσεως στο ζοφερό άδη και τη γέεννα του ασβέστου πυρός, χωρίς να απολεσθεί. Το παντοδύναμο αυτό πυρ κατακαίει την ενέργεια των παθών μέσα στον άνθρωπο, του οποίου το πνεύμα και τα σπλάχνα φλέγονται από πύρινη προσευχή.

Η εκούσια κάθοδος του πνεύματος του ανθρώπου στον άδη, που νικά την υπερηφάνεια, προδιαθέτει ταπεινά την καρδιά του για ένα πλήρες άνοιγμα στην αγάπη του Θεού. (σ. 169)

Η διπλή αυτή εμπειρία, της καταβάσεως του πνεύματος του ανθρώπου στα καταχθόνια και της αναβάσεώς του στα ύψη του ουρανού, είναι το «σημείο» που φανερώνει ότι έχει διανυθεί όλη η οδός του Θεού, όσο αυτό είναι εφικτό πάνω στη γή, και αποβαίνει πια η διόπτρα δια μέσου της οποίας θεωρούνται όλα τα μυστήρια του ουρανού και το μέτρο με το οποίο κρίνονται όλα τα πράγματα της γής. Τότε ακριβώς ο άνθρωπος γίνεται «άρτιος, προς πάν έργον αγαθόν εξηρτισμένος» και «πνευματικός», κατέχοντας το μυστήριο της γνώσεως των οδών της σωτηρίας για τον ίδιο και για τους αδελφούς του. (σ. 171)

Ο αγώνας της καταδύσεως του «ηγεμονικού νού» στην καρδιά, το αόρατο κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου, που διεξάγεται με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, μολονότι είναι ο πιο δύσκολος, είναι ωστόσο ταυτόχρονα και θαυμαστός. Οδηγεί στο έσχατο δυνατό όριο θεογνωσίας πάνω στη γή. Ως τρόπος ζωής ήταν εν μέρει γνωστός και στην Παλαιά Διαθήκη. (σ. 226-227)

γ) Φαντασία και αυτοθέωση

Ο φυσικός νούς είναι «επιρρεπής εις την φαντασίαν» και «ακατάλληλος δια την θεολογίαν». Χωρισμένος από την καρδιά βρίσκεται έξω από το χώρο του Πνεύματος και είναι διασκορπισμένος με τη φαντασία σε όλη την κτίση.

Στο σημείο αυτό, την καρδιά, αποκαλύπτεται η απειρότητα του Κυρίου και συγκεντρώνεται το προσευχόμενο πνεύμα του ανθρώπου. Εκεί «χωρείται ... το ύψος της οράσεως και το βάθος της γνώσεως». Η αυθεντική θεωρία και γνώση του Θεού είναι αναπόσπαστη από την αίσθηση της βαθιάς καρδιάς. Γι’ αυτό και ο λόγος του Θεού βεβαιώνει ότι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» είναι «ενώπιον του Θεού πολυτελής». (σ. 227-228)

Η έσχατη πλάνη στην οποία μπορεί να οδηγηθεί ο άνθρωπος είναι εκείνη της αυτοθεώσεως, κατά την οποία αναγνωρίζει θεία αρχή στην κτιστή φύση του και προσχωρεί στην αίρεση του πανθεϊσμού, φυσική θρησκεία του ανθρώπινου λογικού. (σ. 228-229)

Ο επαιρόμενος με τη φαντασία νούς και η νεκρωμένη από τα πάθη καρδιά βρίσκονται σε κατάσταση, που είναι ενάντια στο νόμο του Πνεύματος του Θεού.
Για να γίνουν λοιπόν το σώμα και το πνεύμα του ανθρώπου τόπος εμφανείας της δόξης του Θεού, χρειάζεται ο ασώματος νούς να επιστρέψει και να ενωθεί με το σώμα, και μάλιστα με το «ενδότατον σώμα» του σώματος, δηλαδή την καρδιά. (σ. 229)

Η εργασία αυτή, που επιτελείται αρνητικά με την απόθεση κάθε αλλοτρίου νοήματος από το νού και θετικά με τη συσσώρευση θείας ενέργειας στην καρδιά, ονομάζεται νοερά ησυχία. (σ. 231)

Η φαντασία, ως λειτουργία του νού, συνδέεται κατ’ αρχάς με την ενέργεια των χονδρών σαρκικών παθών.

Το δεύτερο είδος φαντασίας ονομάζεται ονειροπόληση-ρεμβασμός. (σ. 236)
Το τρίτο είδος φαντασίας έχει χαρακτήρα διανοητικό και βασίζεται περισσότερο στις παραστάσεις της μνήμης και στη διαδικασία της σκέψεως. ... χρήσιμο για τη λύση ενδοκοσμίων προβλημάτων και πολύτιμο για την ανάπτυξη του τεχνικού πολιτισμού ...

Το τέταρτο είδος φαντασίας, είναι και το πιο επικίνδυνο για τον άνθρωπο της προσευχής. Η ανθρώπινη λογική προσπαθεί να συλλάβει το μυστήριο του Θεού και να αναπληρώσει εκείνα που την ξεπερνούν. ... θρησκευτική φαντασία. Αν και πολλοί το εκτιμούν σε σημείο, ώστε να το αποκαλούν «θεολογική δημιουργία», για τον Γέροντα δεν είναι παρά η οδός προς την πλάνη. ... πλάθει τον Θεό κατά την ανθρώπινη εικόνα και ομοίωση. (σ. 237)

Ο προσευχόμενος έχει ως δεδομένο πίστεως ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, γι’ αυτό χωρίς ανθρώπινες επινοήσεις στρέφεται προς τον Θεό με ανείδεη προσευχή, ωσότου Εκείνος ευδοκήσει να του χαρίσει τη γνώση του Εαυτού Του. Η γνώση αυτή μεταδίδεται ως κατάσταση και αυτήν ο Γέροντας ορίζει ως αληθινή θεολογία.

Αν στη συνέχεια η γνώση αυτή εκφράζεται με ανθρώπινα λόγια, ωστόσο πληροφορεί με χάρη και εμπνέει προφητικά. ... Το λογικό κτίσμα ανεβαίνει στον Θεό όχι με φιλοσοφικό στοχασμό ή διανοητική αφαίρεση, αλλά με τη νοερά προσευχή, δια μέσου της οποίας αποσπάται από κάθε εικόνα και έννοια των κτιστών, για να παρασταθεί γυμνό ενώπιον του Θεού, πρόσωπο με Πρόσωπο. Η απόσπαση δεν γίνεται από καταφρόνηση προς τον κτιστό κόσμο, αλλά από πόθο και αγάπη να ενωθεί με τον ζώντα και αληθινό Θεό... (σ. 238)

Χωρίς την ορμητική αυτή έφεση η φαντασία κρατά τον άνθρωπο στον κόσμο των «φασμάτων» της αλήθειας, και γίνεται αγωγός δαιμονικής ενεργείας. Η ενέργεια αυτή, όταν γίνει αποδεκτή και συσσωρευθεί, οδηγεί τον άνθρωπο στον εωσφορικό πειρασμό της αυτοθεώσεως, αναγνωρίζοντας δηλαδή θεία αρχή στην κτιστή φύση του. ... το ανθρώπινο λογικό αγόμενο από τη δαιμονική φαντασία καταλήγει μοιραία σε φυσικές θρησκείες[3]πανθεϊστικού χαρακτήρα. (σ. 239)

Ο νούς δεν είναι ενωμένος με την καρδιά, αλλά είναι συγκεντρωμμένος στον εγκέφαλο. Ο άνθρωπος υποκύπτει στον πειρασμό να στηριχθεί στη λογική και με τη διάνοιά του να εισχωρήσει ακόμη και στα μυστήρια της θείας υπάρξεως. Η στάση αυτή του διανοουμένου μολύνεται από την υπερηφάνεια, που τον οδηγεί στη διαστροφή του ορθολογισμού. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί ίσως να υπερβεί τον εννομικό συλλογισμό και να καλλιεργηθεί διανοητικά, ώστε να κατέχει και τον αντινομικό συλλογισμό, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η αληθινή πίστη ούτε η αυθεντική θεωρία του Θεού.

Ο ορθολογιστής θεολόγος όσο ψηλά και αν ανεβεί και όσο «μυστικό» βάθος και αν πετύχει, επειδή προτάσσει τον κτιστό νού του, η εμπειρία του «είναι κατ’ ουσίαν εμπειρία «πανθεϊστικής» τάξεως». ... Τα έσχατα όρια, στα οποία μπορεί να φθάσει, είναι κάποια μορφή «φωτοειδούς αυτοθεωρίας». Βλέπει τη νοερή του ωραιότητα, το φυσικό φως του νού, που είναι κτισμένος κατ’ εικόνα Θεού. (σ. 240)

Όταν η κτιστή ελευθερία της θελήσεως στρέφεται αυτοερωτικά προς τον εαυτό του, τότε ο άνθρωπος μένει κλειστός στην ενέργεια της χάριτος του Θεού και καταστρατηγεί την ουσία και το νόημα της υποστατικής του αρχής, που οφείλει να τελειωθεί στην κοινωνία της με το Άγιο Πνεύμα και να αναφέρει στον Θεό όλη την κτίση.

Το πάθος της υπερηφάνειας αυξάνει την ενέργεια της φαντασίας, ενώ η ταπείνωση και η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό την αναχαιτίζει. (σ. 241)

δ) Ταπείνωση και αποκάλυψη

Οι πνευματικές θεωρίες δίνονται στον άνθρωπο, όχι όταν τις επιδιώκει και συνεπώς θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι’ αυτές, αλλά όταν έχει σταυρωμένο το νού του σε βυθό ταπεινώσεως και αισθάνεται χειρότερος από κάθε κτίσμα. (σ. 241)

Η ουσία ή η φύση του Θείου Όντος[4] υπερβαίνει κάθε γνώση και σύλληψη του κτιστού. Η ενέργεια όμως της φύσεώς Του αποκαλύπτεται στα λογικά δημιουργήματα ως χάρη, αγάπη, δύναμη, ζωή, φως κ.ά., και είναι μεθεκτή από αυτά. Η ενέργεια του Θεού είναι ενιαία και απλήΚατά τα χαρίσματα και τα ενεργήματά της όμως είναι «ποικίλη» και έχει απειρία ονομάτων. Όταν στην πατερική γραμματεία ονομάζεται Φώς, ή και άκτιστο Φώς, δηλώνει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της εμπειρίας της ως ζώσης αισθήσεως, που μετέχεται ακόμη και από το σώμα, στο οποίο παρέχει τον αγιασμό. Δείχνει επίσης ότι η όραση του Φωτός είναι εμπειρία πληρωματική, και γι’ αυτό οράται όχι μόνο από τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής, αλλά και από τους σωματικούς ακόμη οφθαλμούς. Αυτό γίνεται όταν έχει προηγηθεί ο αγιασμός και η ενίσχυση του σώματος, όπως και του ψυχισμού του πιστού από την άκτιστη χάρη του Θεού. 

Όταν η θεία ενέργεια ή το άκτιστο Φώς μετέχεται αισθητώς από τον άνθρωπο, δεν σημαίνει ότι το άκτιστο μεταβάλλεται σε κτιστό ή το κτιστό σε άκτιστο. Παρά τη στενότατη ένωση των δύο, η διάκριση παραμένει αιώνια και ασύγχυτη, όπως στο Πρόσωπο του Χριστού, ... (σ. 275)

Το Φώς αποκαλύπτει κατ’ αρχάς την αμαρτία και την εξαχρείωση του ανθρώπου. Παρέχει τη συναίσθηση του σκότους που τον περιβάλλει. Η εμφάνιση του Φωτός φέρει τον άνθρωπο στην αληθινή αυτογνωσία. ... «συμπεπυκνωμένην μάζαν απεχθούς ακαθαρσίας». ... Οι επισκέψεις αυτές φέρουν τον άνθρωπο σε απερίγραπτη ταπείνωση[5], διότι κατανοεί το προαιώνιο σχέδιο του Δημιουργού γι’ αυτόν και την απόστασή του από την εκπλήρωσή του. Ταυτοχρόνως οι ελλάμψεις αυτές θεραπεύουν τη φύση του και αγιάζουν το σώμα του. (σ. 283)
Ο άνθρωπος, όταν «εκ βαθέων» μετανοεί, γίνεται μύστης όλων των φαινομένων του πνευματικού κόσμου μεταξύ των δύο αυτών πόλων. {Στον κατώτερο πόλο συναντάται ο άδης ή το «σκότος το εξώτερον» (όζει η οσμή της φιλαυτίας και της εγωκεντρικότητος μέχρι του μίσους προς τον Θεό), ενώ στον ανώτερο θεωρείται η «Βασιλεία του Θεού εληλυθυία εν δυνάμει» (πνέει η αύρα της αγάπης για τον Θεό μέχρι του αυτομίσους)}. Η γνώση του εκτείνεται από τα βάθη του άδη και φθάνει ώς τα ύψη του ουρανού. Ευρύνει άρρητα το περιεχόμενο του είναι του. (σ. 289-290)

Στην πράξη της ζωής η ταπείνωση είναι η μόνη οδός που οδηγεί στη νίκη του παλαιού ανθρώπου.[6] Η εωσφορική υπερηφάνεια απολιθώνει και αποκρύπτει από τον άνθρωπο «τήν βαθείαν καρδίαν», που είναι ο τόπος της πνευματικής προσευχής, και δημιουργεί πάντοτε αδιέξοδα. Απεναντίας, η ταπείνωση συνοδεύεται με χαρά, κατάνυξη και φώς, τα οποία εξαφανίζουν τους πονηρούς λογιμούς και καθαίρουν το νού και την καρδιά. (σ. 303)

Ο γέρ. Σωφρόνιος υπενθυμίζει το λόγο του αγίου Μαξίμου, ότι είναι η επίγνωση του ανθρώπου ότι έχει «τό είναι δεδανεισμένον» από τον Θεό. ... Έτσι μπορεί να ολοκληρωθεί ως υπόσταση με θεανθρώπινο πλήρωμα. (σ. 305)

«Για να «μετασχηματισθή» το εξουθενημένο από την αμαρτία σώμα και να καταστεί «σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Κυρίου», απαιτείται μακροχρόνιος αγώνας νηστείας και μετανοίας. Το σώμα προερχόμενο από τη γη φέρεται προς τα κάτω και επιβαρύνει το πνεύμα με τη φθαρτότητα και τη θνητότητά του.» (σ.315)

Στη βαθιά καρδιά ο χριστιανός ανακαλύπτει ότι ο ύπαρξή του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το είναι όλης της ανθρωπότητος. ... Η αγάπη του Χριστού παρέχει σε αυτόν την αίσθηση ότι όλο το γένος των ανθρώπων είναι αναπόσπαστο μέρος της υπάρξεώς του. ... Βλέπει τον κόσμο εν πνεύματι, όπου και αν βρίσκεται, και ζεί βαθιά τα παθήματά του. Έχει απέναντι στον κόσμο τα ίδια αισθήματα που έχει και ο Θεός και εμπνέεται από την ίδια αγάπη. ... Πάσχει ο ίδιος υπέρ όλου του κόσμου και προσεύχεται γι’ αυτόν με τη συνείδηση ότι «ο αδελφός ημών είναι η ζωή ημών». (σ. 333)

«Ο Γέροντας ορίζει την προσευχή ως ατελεύτητη δημιουργία, γιατί με αυτήν δίνεται στον άνθρωπο το προνόμιο να γίνει συνεργός Θεού για την ολοκλήρωσή του ως προσώπου. Δέχεται το χάρισμα να αναδειχθεί ο ίδιος αυτουργός της τελειώσεως της υποστατικής του αρχής. ... Το έργο του αγώνα αυτού είναι γεμάτο σοφία και έμπνευση, κάλλος και μεγαλείο· είναι υψηλό και δημιουργικό. ... Όλος ο αγώνας της προσευχής στοχεύει στην ανεύρεση και κατάκτηση της καρδιάς. Την οδό προς αυτήν φράζει μόνο η κενοδοξία.» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 314.)

«Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος παρατηρεί ότι η αμοιβή του Θεού «ου τη εργασία δίδοται, αλλά τη ταπεινώσει» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 295, υποσημείωση.). «Εκείνος που δεν παραδίνει τον εαυτό του αυτοπροαιρέτως στο σταυρό με φρόνημα ταπεινώσεως και εξουδενώσεως και δε ρίχνει τον εαυτό του από κάτω απ’ όλους να καταπατείται και να εξουδενώνεται και να καταφρονείται και να καταγελάται και να εμπαίζεται και όλα αυτά να τα υπομένει με χαρά και διόλου να μην επιδιώκει τα ανθρώπινα, δόξα ή τιμή ή έπαινο ή ηδονή φαγητού ή ποτού ή ενδύματος, δεν μπορεί να γίνει αληθινός χριστιανός.

Η θεωρία της «ανεστραμμένης πυραμίδος»

«Η εμπειρική γνώση της ταπεινής αυτής αγάπης (τού Χριστού) οδήγησε τον Γέροντα Σωφρόνιο στην πρωτότυπη διατύπωση της θεωρίας της «ανεστραμμένης πυραμίδος», θεωρίας που εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο το μυστήριο της αγάπης του Χριστού και πώς αυτή ενεργεί ή πάσχει μέσα στον κόσμο αυτόν, ο οποίος «εν τω πονηρώ κείται».

Στην θεωρία αυτή παρουσιάζεται όλο το ανθρώπινο είναι δομημένο σαν πυραμίδα. Η ιεράρχηση σε ανώτερη και κατώτερη τάξη ανθρώπων, όπως και κάθε διαίρεση και ανισότητα ανάμεσά τους, είναι συνέπεια της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας κατακυριεύουν και κατεξουσιάζουν τους κατώτερους, ενώ η δικαιοσύνη, ως απαίτηση του κατ’ εικόνα Θεού πνεύματος του ανθρώπου, δεν υπάρχει. Για να θεραπεύσει ο Χριστός όλο τον άνθρωπο, να λύσει το αδιέξοδο της αδικίας του και να υψώσει προς τα άνω όλους εκείνους που είναι ταπεινωμένοι στη γή, ανατρέπει αυτή την πυραμίδα του είναι, θέτοντας την κορυφή της προς τα κάτω, και έτσι εγκαθιστά την εσχάτη τελειότητα. Κορυφή της πυραμίδας είναι ασφαλώς ο Ίδιος ο Χριστός ως κεφαλή του σώματος της «καινής κτίσεως».

... Στον πυθμένα της ανεστραμμένης πυραμίδας βασιλεύει το ταπεινό και σωτήριο πνεύμα του εσταυρωμένου Χριστού, που συνέφερε να απολεσθεί «υπέρ του λαού». Εκεί, «ενεργείται όλως ιδιαιτέρα ζωή, φανερούται όλως ιδιαίτερον φως και πνέει ιδιαιτέρα ευωδία». (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 72-73.)

Η αγάπη δεν είναι φυσικό ιδίωμα του «ψυχικού» ανθρώπου, αλλά το οντολογικό περιεχόμενο της μακαρίας Ζωής των θείων Υποστάσεων. Η αγάπη δεν είναι δεδομένο για τον άνθρωπο. Ο Χριστός τον καλεί με τις εντολές της αγάπης να υψωθεί στο Φώς της θείας Αγάπης των Υποστάσεων, Αγάπης η οποία «δέν είναι εκ της γής, αλλά εκ του Ουρανού». Η κλήση αυτή του Κυρίου απευθύνεται στην καρδιά, «τό πνευματικόν κέντρον του προσώπου», που κατέχει την ικανότητα να προσλάβει την αιωνιότητα και «νά γνωρίζη το αρχέτυπον αυτής, τον Ζώντα Θεόν».
Όταν έλθει ρήμα Θεού στον άνθρωπο και το αποδεχτεί, το μυστήριο αυτό (τό μυστήριο του σταυρού) γίνεται ενεργό και η θεία αγάπη ως «πύρ» διαπερνά την καρδιά του. (σ. 75)

Η επαφή του πυρός αυτού με την καρδιά του ανθρώπου επιφέρει θαυμαστή αλλοίωση όλου του είναι του ... Η άμωμη αυτή αγάπη του Χριστού αποκαλύπτει ποιός θα έπρεπε να είναι ο αληθινός άνθρωποςπώς δημιουργήθηκε κατ’ αρχήν και πώς φανερώθηκε εν Χριστώ. (σ. 76)
«Ο ορθολογιστής θεολόγος όσο ψηλά και αν ανεβεί και όσο «μυστικό» βάθος και αν πετύχει, επειδή προτάσσει τον κτιστό νού του, η εμπειρία του «είναι κατ’ ουσίαν εμπειρία «πανθεϊστικής» τάξεως». ... Τα έσχατα όρια, στα οποία μπορεί να φθάσει, είναι κάποια μορφή «φωτοειδούς αυτοθεωρίας». Βλέπει τη νοερή του ωραιότητα, το φυσικό φως του νού, που είναι κτισμένος κατ’ εικόνα Θεού. (σ. 240)

Όταν η κτιστή ελευθερία της θελήσεως στρέφεται αυτοερωτικά προς τον εαυτό του, τότε ο άνθρωπος μένει κλειστός στην ενέργεια της χάριτος του Θεού και καταστρατηγεί την ουσία και το νόημα της υποστατικής του αρχής, που οφείλει να τελειωθεί στην κοινωνία της με το Άγιο Πνεύμα και να αναφέρει στον Θεό όλη την κτίση.» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 241.)



Υποσημειώσεις

[1] Αναφορά στη Θεολογία του Γέροντα Σοφρωνίου, Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 314.
[2] Αναφορά στη Θεολογία του Γέροντα Σοφρωνίου, Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 72-73.
[3] Ο Αυγουστίνος στις Retractationes (Αναδρομές), που έγραψε στο τέλος της ζωής του, λέει: Αυτό που σήμερα ονομάζεται χριστιανική θρησκεία υπήρχε και στους αρχαίους, από τότε που αρχίζει να υπάρχει η φυλή των ανθρώπων μέχρι την έλευση και την ενσάρκωση του Χριστού, όταν η αληθινή θρησκεία, που ήδη υπήρχε, άρχισε να ονομάζεται χριστιανική (Retractationes, 1.12.3) ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ (μετ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου) εκδ. ΠΑΤΑΚΗ τόμ. Α´ σ. 43
[4] Κάθε μία Υπόσταση φέρει το πλήρωμα της Φύσεως και της ενεργείας. Η Υπόσταση με την Ουσία ή την Φύση ταυτίζονται απόλυτα, αλλά και διακρίνονται απόλυτα. Η φύση και η ενέργεια κατά τον ίδιο τρόπο ταυτίζονται πλήρως, αλλά και διακρίνονται πλήρως. Το Θείον Είναι, λέει ο Γέροντας, είναι απολύτως ενεργοποιούμενον και συνεπώς ορίζεται ως καθαρή Ενέργεια «Actus Purus». Η καθαρή ενέργεια εδώ δεν πρέπει να θεωρηθεί με την αριστοτελική ή την θωμιστική έννοια, διότι εκφράζει την θέση της ορθόδοξης διδασκαλίας για την δυνατότητα μετοχής και γνώσεως του Θεού από τον άνθρωπο. Η Αγία Τριάδα αποκαλύπτει μία τέλεια απλότητα και ενότητα με τρεις διακρίσεις (σ. 274)
[5] Όλες οι αρετές που μετέρχεται, όπως είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η αγρυπνία, η ησυχία, η μετάνοια, η αυτομεμψία, η αποδοχή της Πρόνοιας του Θεού και άλλες, αποβλέπουν στην ταπείνωση και αντλούν από αυτήν την δύναμή τους. (ΥΠ. Και ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος παρατηρεί ότι «η αμοιβή του Θεού ου τη εργασία δίδοται, αλλά τη ταπεινώσει» (Αναφορά στη Θεολογία του Γέροντα Σοφρωνίου, Αρχιμ. Ζαχαρία. σ. 295)
Με άλλα λόγια η ταπείνωση αυτή είναι απερίγραπτη, διότι αποτελεί φυσικό ιδίωμα της αληθινής Υποστάσεως του Υιού του Θεού (σ. 303)
[6] Η ήττα αυτή του κοσμικού κακού, που πραγματοποιείται στην καρδιά έστω και μεμονωμένων προσώπων, επενεργεί ευεργετικά στα πεπρωμένα όλου του κόσμου και απλώνει την ευλογία του Θεού σε ολόκληρη τη γη (σ. 334)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου