«… Τότε ὅπου μόδωσε ἀπὸ τὸ φόρεμα καὶ τὴν σκέπη, μοῦ εἶπε (σ.σ. ὁ Θεός): Εἶσαι ὁ πρόδρομος τῆς πιτροπῆς ὅπου θὰ συστήσω, ὅποτε εἶναι ἡ ὥρα, καὶ τὴν ζωή σου σοὺ ἀσφάλισα καὶ τὴν ψυχή σου»! σέλ. 140
«Μία βραδιὰ κοιμόμουν μέσα εἰς τὶς εἰκόνες (εἶχα ἐκεῖ τὸ γιατάκι μου)….. καὶ μὲ πῆραν καὶ μὲ πῆγαν ἀπάνω, σὲ μία πεδιάδα, ὅμως πολλὰ λυπηρή….. Κολλώντας εἰς τὴν πεδιάδα ἐκείνη, ἦταν ὁ ἀφέντης μᾶς (σ.σ. Πατήρ), εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Χριστός, εἰς τὸ δεξιόν του Χριστοῦ ἡ Θεοτόκο καὶ ὡς δώδεκα ἅγιοι (τὸν ἅγιον Γιάννη τὸν Βαφτιστῆ τὸν γνώρισα πολὺ καλά), καὶ ἦταν ὅλοι εἰς τὰ μαῦρα, ὁ ἀφέντης καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι, καὶ κάθονταν. Εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος ἦταν ὅσοι εἶχαν ἐγκλήματα πολλὰ καὶ ὅσοι εἶχαν παιδιὰ βαφτισμένα καὶ ἔκαναν ἁμαρτία μὲ τὶς κουμπάρες τους, καὶ ὅσοι κορίτσια ἔφθειραν, ἦταν καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐγκληματίες….. ὕστερα
παρουσιάζεται ἐμπροστὰ εἰς τὸ κριτήριον ἕνα πράγμα, τὸ μεγαλύτερον καὶ ἀγριότερον θερίον, καὶ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα του, καὶ ἀπὸ μέσα τοῦ ἔβγαιναν λογιῶν τῶν λογιῶν φωτιές, σὰν μιναρέδες, καὶ μπροστὰ ἐρχόταν οἱ φωτιές….. εἰς τὸ πύρι, εἰς τὸ πύρι, εἰς τὸ πύρι τὸ ἐξώτερον! Καὶ φορτωμένους τοὺς ρίχναν ἐκεῖ μέσα. τότε τὰ παιδιὰ τὰ ξαναβάφτιζε ὁ ἃ-Γιάννης μὲ τοὺς ἁγίους, καθὼς τὰ βαφτίζομεν ἐδῶ…. Τότε, ἀδελφοί, ἐβλέπετε τὴν μεγάλη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας του καὶ τὴν μεγάλην ἀγανάχτησην. Τότε ἔβλεπες βασιλεῖς λογιῶν τῶν λογιῶν, καὶ φραγκοφορεμένους καὶ ἀπὸ τὶς δικές μας φορεσιές, ὁπού ἔλεγαν «Εἰς τὸ πυρὶ» καὶ πέφταν ἐκεῖ μέσα εἰς τὸ πύρινον καμίνι, εἰς τοὺς ἄγριου θεριοῦ τὸ στόμα. Τότε παρουσιάζει καὶ τὸν βασιλέα μᾶς (σ.σ. Ὄθωνα) καὶ τοὺς ὀπαδούς του καὶ τὴν βασίλισσά μας γυμνούς, καὶ ἀφοῦ τοὺς γύμνωσαν, πᾶνε ὅλοι μέσα ἐκεῖ εἰς τὸ πύρινο καμίνι, καὶ ὁ Κωλέττης καὶ οἱ ὀπαδοί του…..…Ἀφοῦ γύμνωσε τὸν βασιλέα μας καὶ βασίλισσά μας, εὐθὺς ἕντυσε ἕναν γέρο μὲ γένια καὶ τὸν εὐλόγησεν ὁ ἀφέντης μας καὶ ὅλοι, καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὰ δεξιά του…» σέλ.143
«… Τότε κατεβαίνει ἕνα σύγνεφον, καὶ ὁ ἀφέντης μας, καθὼς ἦταν ὅλοι ἴσκιοι εἰς τὸ κριτήριον, καὶ πήγαμεν εἰς τὴν Ἅγια- Σοφιά, καὶ ἐκεῖ εὐλόγησε ἐκεῖνον τὸν γέρον ὅπου ‘χὲ εἰς τὰ δεξιά του, καὶ ἦταν μία παράταξη, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς παραστήσω. Τὸν εὐλόγησε ὁ ἀφέντης μας καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ εἶπε: Τοῦτος εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς τῆς βασιλείας μου. Καὶ ξύπνησα. Αὐτὰ εἶδα, ἀδελφοί, καὶ ὅποιος ἀγαπάει ἂς πιστεύει, εἰδὲ εἶναι νοικοκύρης νὰ κάμει ὅ,τι θέλει»! σέλ. 144
«Τὴν Κυριακὴ ξημερώνοντας, ἦρθε ὁ ἀφέντης μας (σ.σ. ὁ Πατήρ), ὁ Χριστός, ἡ Θεοτόκο καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, μὲ ὅλη αὐτείνη τὴν φωτοχύση, καὶ πολὺ χαρούμενός μου λέγει τρεῖς φορές: Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη, τώρα, στοχάζομαι, μὲ εἶδες καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ μὲ ἀπολαψες καὶ μὲ γνωρίζεις. Ἀσφάλισες ὅσα νύχτα καὶ ἡμέρα περικαλιέσαι περὶ τῆς πατρίδος σου, τῆς θρησκείας σου καὶ γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης. Σᾶς ἄκουσα διὰ τῆς παράκλησης τοῦ μονογενοῦ μου καὶ τῆς μητρός του καὶ τῶν ἁγίων μου. ἡ γὴς καὶ ἡ θάλασσα σαλεύει, ὄχι οἱ λόγοι μου. εἶδες τὸν πιτροπό μου, σᾶς ἀνάστησα ὀπίσου. Ὅποτε θὰ ΄ρθεῖ ἡ διορισμένη ἡ ὥρα, ὅλα αὐτὰ θὰ τ΄ ἀπολάψετε, καὶ τὴν μεγάλη κορόνα» σὲλ 144
«Μίαν αὐγὴ ἔκανα τὴν προσευχή μου καὶ ἤμουν πολὺ μέσα, εἰς τὶς εἰκόνες, καὶ ἤμουν καὶ κρυγιωμένος καὶ ἀποσταμένος καὶ πονεμένος. ἀνοίγω τὴν πόρτα, βλέπω εἰς τὴν σάλα ἕναν μὲ γένια, σὰν καλόγερον. τὸν καλημερῶ, τοῦ λέγω: Γέροντα, κοπίασε μέσα εἰς τὴν κάμαρη, ὅτι δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ αὐτοῦ – ἦτον κοντὰ τὰ ἔβγα τοῦ Δεκεμβρίου, 20 (σ.σ. 1849), καὶ ἦτον κρύγιον πολύ. Ἔρχεται μέσα καὶ κάθεται γοναστικῶς μπροστά μου. Τοῦ λέγω: Αὐτὸ εἶναι τυραγνικὸν ἔργον. Τὸν πῆρα πλησίον μου. μοῦ λέγει: Σοὺ φέρνω εὐκὲς καὶ εὐλογίες ἀπὸ τὸν ἀφέντη μας, ἐσένα καὶ ὅλης της συντροφιᾶς σου. Τοῦ λέγω: Ποιὸς εἶναι ὁ ἀφέντης; καὶ συντροφιὰ δὲν ἔχω. – Ὁ ἄνωθεν εἶναι, καὶ ξέρει καὶ σένα καὶ τὴν συντροφιά σου. – Τί ἄξιος εἶμαι ἐγὼ δὶ΄ αὐτὰ ὁπού μου λές! σήκω νὰ πᾶμε μέσα, εἰς τὶς εἰκόνες. Πήγαμεν ἐκεῖ, λέγω τρεῖς φορές: Κύριε, Κύριε, Κύριε, ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ λέγει λόγια ὅπου ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος. Καὶ ἂν εἶναι ἀληθινός, νὰ εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ ἡ εὐλογία τῆς παντοδυναμίας σου καὶ τῆς βασιλείας σου, εἰδὲ καὶ εἶναι ἐπίβουλος, νὰ γένει στάχτη, ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου! Τότε ὁρκίζεται καὶ αὐτὸς καὶ κλαίγει. Ἔκαμα τρεῖς μετάνοιες, τὸ ἴδιον καὶ αὐτός. Πῆρα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι του, δὲν μοῦ τὸ ΄δῶσε, μοῦ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι γερωμένος… …Μοῦ εἶπε ὅτι θὰ ΄ρθουνε βρωμερᾶ ἔθνη ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, νὰ εἶστε προσεχτικοὶ καὶ μεγάλη ὁμόνοια ἀναμεταξύ σας, καὶ ὅταν νὰ ἰδεῖς τίποτας, τελειώνοντας αὐτὸ νὰ κινηθεῖς μὲ ὅσους μπορέσεις…» σέλ. 147 -148
Παρακάτω συνεχίζει ὁ Μακρυγιάννης τὶς ἐρωτήσεις, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Βασιλέα, ποὺ ἀποκαλύπτει τώρα καὶ τὸ ὄνομά του:
«…Ξηγήσου μὲ πλατύτερα. Τί εἶσαι καὶ πῶς ἦρθες; Μοῦ λέγει: Ἐγὼ ἤμουν εἰς τὸν Ἅγιον Τάφο ἀρκετὸν καιρόν, καὶ μίαν βραδιὰ εἶδα τὸν Παντοκράτορα καὶ ὅλη του τὴν βασιλείαν – καὶ μὲ λένε Γιάννη - καὶ μοῦ λέγει: «Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη, ἐσὺ ΄σαὶ ὁ ἐπίτροπος τῆς βασιλείας μου, καὶ καθὼς φέρνεσαι νὰ μὴν ἀλλάξεις τρίχα, εἶσαι χαμένος καὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή». Αὐτὸ τὸ εἶδα τρεῖς βραδιὲς εἰς τὸν ὕπνο μου. ὕστερα ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει νὰ εἰπῶ τοῦ γούμενου καὶ τῶν ἀλλονῶν ὁλονῶν, μὲ τὰ ὀνόματά τους, ξεχωριστά, νὰ μὴν ξέρει ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ τ’ς εἰπῶ τί ‘ναὶ αὐτὰ ὁπού κάνουν καὶ ποὺ ἀκολούθησαν τὸ ναόν μου. εἴτε θὰ ΄ρθοῦν εἰς τὸν δρόμο τους καὶ νὰ μετανοήσουν, εἴτε θὰ ἰδοῦνε πράματα καὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή. θὰ τοὺς στείλω εἰς τὸ ἰπύρι νὰ καίγονται μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Πῆγε καὶ εἶπε ὅλα αὐτά. Τ΄ ἄιο-Κωνσταντίνου, στὰ 1844, τὸν πῆραν καὶ πῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ εἰς τὴν Ἁγίας Σοφίαν τὸν χειροτόνησαν. βλέπει αὐτὰ ὅλα εἰς τὸν ὕπνο του.
Περνώντας κάμποσος καιρός, τοῦ λένε νὰ βρεθεῖ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη. Πῆγε ἐκεῖ καὶ τοῦ ἔβαλαν τὴν κορόνα, καὶ τοῦ λέγει: Ἐσὺ ΄σαὶ ὁ πρόεδρος τῆς πιτροπῆς τῆς βασιλείας μου, ὅταν θὰ ‘ρθεῖ ἡ ὥρα μου ἡ διορισμένη. Καὶ τοῦ εἶπε νὰ ‘χεῖ δικιοσύνη, καὶ ἄλλες πολλὲς διάτες. Τοῦ παρουσιάζουν τὸν σουλτάνο σ΄ ἕνα παλιὸ σκαμνί, καὶ τὸν δικό μας τὸν βασιλέα τὸ ἴδιον, καὶ τοῦ εἶπε τότε, θὰ πᾶνε εἰς τὸ ἰπύρι εἰς τὸ ἐξώτερον καὶ οἱ δύο ἐτοῦτοι. τὸν παίρνουν ὕστερα – ὄχι εἰς τὸν ὕπνον, ζωντανὸν – καὶ τὸν πάνε σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες νὰ τὶς φκιάσει, καὶ σὲ ὅλα τὰ τζαμιά, καὶ τοῦ εἶπαν, ὅταν εἶναι ὁ καιρὸς ὁπού θὰ πιτροπέψει, τοῦ εἶπαν τὸ κάθε τζαμὶ τί ἐκκλησία νὰ γένει. Τοὺς λέγει: Πότε εἶναι; - Οὔτε νὰ ρωτᾶς διὰ τὸν καιρόν, ὅτι ὅθεν σὲ διατάττω, νὰ εἶσαι ἕτοιμος καὶ χωρὶς νὰ ξετάζεις…»
«… Ὅπου θὰ μοῦ εἰποῦνε νὰ πάγω, μοῦ λέγει, μοῦ λένε μόνον τὸν τόπον, τὴν ὀνομασίαν, καὶ πηγαίνω, καὶ κάνω τρεῖς μέρες εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ κάθε τόπου, καὶ τότε λαβαίνω ὁδηγίες ποῦ νὰ πάγω καὶ τί νὰ μιλήσω. Ἔλαβα διαταγὴ νὰ περάσω ἀπὸ τὴ Σύρα. Καὶ ἦρθα ἐδῶ καὶ ἔχω τρεῖς ἡμέρες, καὶ μοῦ εἶπαν νὰ ΄ρθῶ σὲ σέναν. Νὰ ἤθελε νὰ μὴν ἐρχόμουν! Τί εἶδα ἐδῶ εἰς τὴν χριστιανοσύνη, ποία ἀσέβεια καὶ ἀπιστία! (Καὶ ἔκλαιγε, ποὺ δὲν παρηγοριέταν.) Εἰς τὴν Σύρα, ἀφοῦ βλέπω τόση ἀπιστία, καὶ ἔρχεται καὶ μία γυναίκα μαμὴ καὶ μοῦ λέγει: Δάσκαλε, τηρᾶς τὰ χέρια μου ὁπού ΄ναὶ ματωμένα; Τώρα ἐπίασα ἀπὸ τοῦ πατέρα τὸ κορίτσι παιδί, ὁπού ΄κάμε ἁμαρτία μὲ τὸ παιδί του, τὸ κορίτσι του, ὁ πατέρας. καὶ ἐδῶ εἶναι ἐφτακόσια, ὀχτακόσια παιδιά, νεολαία, καὶ ἄλλοι μεγάλοι, ὁπού ΄ναὶ ὁρκισμένοι καὶ γυρισμένοι εἰς τὴν δυτικὴ θρησκείαν καὶ ἄφησαν τὴν θρησκεία τους. καὶ τί κάνουν οἱ παπάδες καὶ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι;» σέλ. 150
«…Ὁ ἀφέντης μας μοῦ εἶπε νὰ ΄ρθῶ ἐδῶ διὰ σέναν, πρῶτα νὰ μὴν λυπᾶσαι, καὶ ὅταν εἶναι ἡ ὥρα του, εἶσαι σημαιοφόρος ἐσὺ καὶ θὰ σὲ ἀκολουθήσουνε πολλοί, καὶ ὁ σταυρὸς ὀμπρός, καὶ ὅταν νὰ εἶναι αὐτείνη ἡ ὥρα, πρῶτα θὰ ἰδεῖς ὅτι θὰ χαθεῖ τοῦτος ὁ Σαββατιανὸς ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ ἀφεντός μας, ὅτι ἔχυσε καὶ χύνει τόσα ἀθώατα αἵματα, καὶ τότε ματαφωτίζεσαι. καὶ ὅταν κινηθεῖτε, νὰ εἶστε δίκιοι καὶ μονιασμένοι εἰς τὸν δρόμον, καὶ θὰ βγοῦνε καὶ πολλὰ κεκρυμμένα ἅγια κορμιὰ ἔξω, καὶ τότε, ἔρχοντας καὶ ἐσεῖς, θὰ μπῶ στὴν ἐπιτροπὴ τοῦ ἀφεντός μας. καὶ τώρα, μὲ τὰ βρωμερὰ ἔθνη ὁπού θὰ σᾶς πλακώσουνε καὶ νὰ σᾶς χάσουνε, ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας, νὰ μὴν χαθεῖτε καὶ χυθοῦνε καὶ ἀθώα αἵματα, ὅτι αὐτὸ δὲν τὸν θέλει ὁ ἀφέντης μας. αὐτό μου εἶπε καὶ μοῦ λέγει, καὶ εἶναι μπρὸς μας – ὅ,τι μου λέγει σου λέγω. Καθίσαμεν περίτου ἀπὸ πέντε ὧρες. τοῦ λέγω: Δάσκαλε, δὲν κάθεσαι ἐδῶ ἀπόψε; Δὲν μπορῶ, τέκνο μου, μοῦ λέγει, ὅτι μὲ βιάζει. θὰ κατέβω εἰς τὸν Περαία, καὶ ἀπὸ κεῖ μου εἶπε νὰ πάγω εἰς τὴν Ὕδρα. τί θὰ κάμω καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ πάγω, καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἡ ἡλικία τοῦ ἦταν ὡς ἑξήντα πέντε, ἑβδομήντα. Ὄχι γερῆς κράσης, μέτριο μπόγι, καὶ ὅλο χαρούμενος, γλυκὸς ἄνθρωπος πολύ, καὶ ἔφυγε καὶ μοῦ εἶπε:
Πρῶτα ὁ Θεός, θὰ σμίξομεν ἐκεῖ ὁπού θὰ βλογήσει ὁ ἀφέντης μας. ἀλλὰ τὸ κακὸ εἶναι, μοῦ εἶπε, ὅτι εἶναι σὲ μεγάλη ἀγανάχτησην ἀναντίον μας, καὶ δίκια ἡ ἀγανάχτησή του, καὶ λέγει: Ἐγὼ νὰ ἀγωνίζομαι ὁλοένα νὰ τοὺς σώσω, καὶ αὐτεῖνοι, οἱ ἀχάριστοι, καὶ μ΄ ἀρνιῶνται καὶ μὲ κακομεταχειρίζονται! Δὲν μπορῶ, παιδί μου, μοῦ λέγει, νὰ σοὺ παραστήσω τὴν ἀγανάχτησήν του, ὁπού ΄χεῖ σὲ τούτους ἐδῶ μέσα εἰς τὸ βασίλειόν σας, καὶ ἡ μεγάλη ἡ ἀσωτία, καὶ ἐκεῖνο τὸ τρομερὸν εἰς τὴν Σύρα, πατέρας μὲ τὸ παιδὶ τοῦ παιδί! Οὗ ἀκούστη αὐτό; Ποιὸν ζῶον καὶ ποιὸν θερίον κάνει αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος! Καὶ ἔκλαιγε σὰν μικρὸν παιδὶ καὶ εἶπε: Ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτὰ μας ἐσιχάθη, καὶ ἡ Θεοτόκος τὸν περικαλεῖ νὰ μὴν χαθοῦνε καὶ οἱ ἀθῶοι. Σηκώθηκε καὶ ἔφυγε. Δὲν ἔχω τὴν θύμησην καλὰ ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος εἰς τὴν παντοδυναμίαν του, τότε εἰς τὸ κριτήριόν του, ὁπού τὸν εἶχε εἰς τὸ δεξιόν του, καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν – δὲν μόρχεται εἰς τὴν θύμησην». σέλ. 151-152
---
Συγχώρεσέ τους Υιέ μου, σώσε την Ελλάδα που Σε πιστεύει και μας αγαπά…ένα συγκλονιστικό όραμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου